«Στην Ελλάδα η πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι… καθηγητικοκεντρική. Ο φοιτητής έχει μία προσέγγιση λες και μιλάει σε κάποιοn γκουρού όταν μιλά στον καθηγητή. Εδώ τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Οι φοιτητές μιλούν στους καθηγητές στον ενικό. Υπάρχει δηλαδή επίπεδη ιεραρχία. Εδώ υπάρχει ένα επίπεδο. Μία ουσιαστική σχέση σεβασμού. Αν μπορείς να συνεισφέρεις και είσαι καλός σε προωθούν. Ενδιαφέρονται πιο πολύ για την ουσία. Βλέπω τους καθηγητές να δουλεύουν για το πανεπιστήμιο, τους φοιτητές να έχουν όρεξη να μάθουν, δεν το βλέπουν ως αγγαρεία όπως στην Ελλάδα. Εκεί επικρατεί η λογική του παλαιού κόσμου. Είναι η λογική του ανταγωνισμού και να φάμε τον δίπλα μας γιατί αυτό θεωρούμε ότι πρέπει να κάνουμε».
Αυτή είναι η εικόνα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην Ελλάδα σε σχέση με αυτή της Αυστραλίας, σύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητή Ανατομίας, Θανάση Ράικο, που για ενάμισι χρόνο τώρα διδάσκει στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Bond στην Χρυσή Ακτή της Κουινσλάνδης στην Αυστραλία.
Ο Δρ Ράικος είναι μόλις 35 ετών και είναι ένας από τους 2.500 και πλέον επιστήμονες που τα τελευταία δύο χρόνια πήραν τα ιμάτιά τους και αναζήτησαν ένα καλύτερο μέλλον εκτός Ελλάδας.
Είναι ένας απ’ αυτούς τους επιστήμονες που αν βρίσκονταν σήμερα στην πατρίδα τους θα… «περνούσαν από τη φάση της ανεργίας» όπως ο ίδιος είπε στο «Νέο Κόσμο» στην προσπάθειά του να περιγράψει την ανασφάλεια που νοιώθουν οι Έλληνες επιστήμονες αφού ολοκληρώσουν και έναν, και δύο και τρεις κύκλους προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών. Με εντυπωσίασε το γεγονός ότι από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρθηκε σε αυτήν την «φάση της ανεργίας» ήταν σαν να τη θεωρούσε αναπόφευκτο κομμάτι της επιστημονικής του καριέρας.
ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΤΗ ΧΡΥΣΗ ΑΚΤΗ
Ο Δρ. Ράικος, γεννήθηκε και σπούδασε στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια και λόγω των μεγάλων αναμονών για να κάνεις διδακτορικό στην Ελλάδα (τρία χρόνια στη δική του περίπτωση), αναγκάστηκε να φύγει για δύο χρόνια στο Μπόχουμ της Γερμανίας, όπου και έκανε το διδακτορικό του στην Ανατομία. Επέστρεψε, όμως, στην Ελλάδα για να κάνει ένα χρόνο χειρουργική στο Νοσοκομείο «Γεννηματάς» στη Θεσσαλονίκη, σε πανεπιστημιακή κλινική, μιας και αυτό ήταν το προαπαιτούμενο κομμάτι της ειδικότητάς του, αλλά όταν έφτασε στην τελική φάση της ειδικότητάς του πάλι σκόνταψε στο… σύστημα. Άλλα τρία χρόνια αναμονή.
Ήταν αυτό το επιπρόσθετο περίμενε…., σε συνδυασμό με την αναπόφευκτη «φάση της ανεργίας» που οδήγησε αυτόν τον νέο προσοντούχο επιστήμονα να αναζητήσει δουλειά στο εξωτερικό.
«Σκέφτηκα τι είχα στα χέρια μου. Τι προϋπηρεσία είχα καθώς είχα διδάξει στο Μπόχουμ και στη Θεσσαλονίκη, τι επιστημονική έρευνα και εργασίες και αποφάσισα να αρχίσω να ψάχνω για εργασία στο εξωτερικό. Ήμουν και με το σύστημα απογοητευμένος, έβλεπα ότι κάτι θα πάει πολύ στραβά στην Ελλάδα
Είπα να το δοκιμάσω. Μπορούσα να βρω πολύ εύκολα δουλειά στη Γερμανία ως ανατόμος, γιατί με γνώριζαν, ήξερα το σύστημα, ήξερα και κάποια γερμανικά, αλλά δεν μου άρεσε ως χώρα, ήθελα κάτι να μοιάζει λίγο στην πατρίδα. Ο καιρός, οι άνθρωποι να είναι λίγο πιο ελαστικοί, να μην υπάρχει αυτό που παρατήρησα στη Γερμανία ως τρόπο ζωής. Μετά ήταν η Αγγλία, αλλά θεώρησα ότι είναι κορεσμένο το σύστημά της και δεν θα μου προσέφερε το lifestyle που θα ήθελα, οπότε θεώρησα την Αυστραλία ως μία καλή επιλογή και άρχισα να ψάχνω εδώ. Το πρώτο πανεπιστήμιο που βρήκα να ζητά κάποιον στην ειδικότητά μου ήταν το Bond University στο Gold Coast. Υπέβαλα την αίτησή μου και μετά από 4 εβδομάδες επικοινώνησαν μαζί μου, ζητώντας μου να κάνουμε μία τηλεφωνική συνέντευξη. Τα πήγα καλά, αλλά δεν πείστηκα ότι θα με προσλάμβαναν. Εγώ δεν είχα κάποιες ιδιαίτερες επαφές με την Αυστραλία, έχει η αρραβωνιαστικιά μου ένα θείο στην Αυστραλία. Τον Ιανουάριο του 2012 έκανα μία ακόμα συνέντευξη και όλα πήγαν πάρα πολύ καλά και ξεκίνησα τον Απρίλιο του 2012 με τρίχρονη σύμβαση. Το πανεπιστήμιο μού έχει φερθεί πολύ καλά, έχουν πληρώσει τα έξοδα, έχουν πληρώσει για τη βίζα μου, έχουν πληρώσει για να πάρω permanent residency, δηλαδή πράγματα πρωτάκουστα για μένα. Η υποστήριξη είναι φοβερή. Είναι απίστευτο».
ΚΛΕΙΣΤΕΣ ΠΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ
Είναι αναπόφευκτο για έναν ακαδημαϊκό που έχει την εμπειρία τριών εκπαιδευτικών συστημάτων να μην κάνει συγκρίσεις; Θα ήταν έτσι αν με το που θα άρχιζε αυτή τη νοητική διεργασία διαπίστωνε ότι δεν υπάρχουν διαφορές ή και αν υπάρχουν οδηγούν στο ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα. Ευτυχώς για τον Δρ Ράικο και δυστυχώς (αν κρίνουμε από τις αλλεπάλληλες ‘κρίσεις’ ελληνικών πανεπιστημίων) για το ελληνικό σύστημα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης η σύγκριση είναι καταλυτική.
«Το σύστημα είναι καθηγητικοκεντρικό. Μιλάμε δηλαδή για Έδρες, για καθηγητές που έχουν γραμματείς και, γενικά, ο κάθε φοιτητής πρέπει να περάσει το μάθημα του τάδε καθηγητή. Δεν υπάρχουν ανοικτές πόρτες δηλαδή. Και αυτό είναι το σύστημα στην Ελλάδα. Το οποίο σύστημα εμένα μου φαινόταν το φυσιολογικό, γιατί μεγάλωσα σ’ αυτό. Όταν ήρθα εδώ είδα ότι τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Πρώτα απ’ όλα, οι φοιτητές μιλούν στους καθηγητές στον ενικό. Όλοι μιλούν μεταξύ τους στον ενικό. Δεν υπάρχει η κάθετη ιεραρχία που είναι στην Ελλάδα, που υπάρχει κάποιος από πάνω σου και κάποιος από κάτω σου και κάποιος πιο παρακάτω και τα λοιπά.
Εδώ δεν θα δεις να γίνεται αυτό το να αναλύσουμε όλο το κεφάλαιο μέσα σε δύο ώρες μάθημα και οι φοιτητές από κάτω να κοιτούν τον καθηγητή σαν χάνοι και μέσα στο μισάωρο να έχει φύγει η όρεξη και ο ενθουσιασμός. Εδώ τα πράγματα είναι πιο πρακτικά. Ο φοιτητής πρέπει μέσα στο τετράμηνο ανάλογα να μάθει μερικά συγκεκριμένα πράγματα και αυτά επαναλαμβάνονται σε πολλά σημεία, σε πολλές φάσεις του εκπαιδευτικού προγράμματος και τα μαθαίνει καλά. Οι φοιτητές έχουν όρεξη να μάθουν, δεν το βλέπουν ως αγγαρεία γιατί ξέρουν ότι θα ανταμειφθούν στο τέλος, ξέρουν ότι θα βρουν δουλειά. Εμείς στην Ελλάδα είμαστε διαρκώς σε μία ανασφάλεια. Ξέραμε ότι θα σπουδάσουμε έξι χρόνια και μετά μας περίμενε η φάση της ανεργίας. Είναι διαφορετική η προσέγγιση εδώ. Στην Ευρώπη όταν τελειώσει ένας γιατρός πρέπει να κάνει μετά ειδίκευση. Εδώ όταν τελειώσει κάνει γενική ιατρική γίνεται GP. Ενώ στην Ελλάδα το να κάνεις γενική ιατρική θεωρείται υποδεέστερο. Δηλαδή, έχουμε στην Ελλάδα αυτή τη μεγαλομανία, να κάνουμε αυτό, να κάνουμε εκείνο. Είναι αυτή η λογική του παλιού κόσμου που λέμε. Είναι η λογική του ανταγωνισμού και να φάμε τον δίπλα μας γιατί αυτό θεωρούμε ότι πρέπει να κάνουμε.
Εδώ υπάρχει επαφή με τους καθηγητές. Και υπάρχει μία επαφή μέσω της αξιολόγησης των φοιτητών για τους καθηγητές τους. Και εμείς παίρνουμε πολύ σοβαρά αυτά που μας λένε οι φοιτητές μας για το πώς θα βελτιωθούμε όλοι μας. Πιστεύω ότι αυτή η επαφή είναι καταλύτης για αυτό τον αμοιβαίο σεβασμό. Αυτό δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Ο καθηγητής παίρνει μία θέση και δεν μπορεί να τον κουνήσει ούτε ο θεός. Είναι οι καθηγητές και οι μητροπολίτες. Οι πάντες αλλάζουν στην Ελλάδα εκτός απ’ αυτούς και αυτό, όπως καταλαβαίνεις, δημιουργεί αγκύλωση, νεποτισμό και μία μεγάλη σειρά προβλημάτων και, προφανώς, εξαφανίζει κάθε διάθεση δημιουργικότητας εκ μέρους του φοιτητή, γιατί, όπως είναι αναμενόμενο, δημιουργικότητα μέσα σ’ αυτό το καθεστώς δεν μπορεί να υπάρξει. Είναι μία κατάσταση που συνέβαλε στο σημείο που έφτασε σήμερα η Ελλάδα».
Θα το έχετε ακούσει και εσείς, αν δεν το έχετε βιώσει o ίδιος. Οι γνώσεις που παρέχονται στους Έλληνες μαθητές και φοιτητές είναι πολύ περισσότερες, και μιλάμε άκρως ποσοτικά στην προκειμένη περίπτωση. Τελικά, είναι μύθος ή πραγματικότητα το ότι όσα περισσότερα μαθαίνεις τόσο το καλύτερο;
«Ναι είναι γεγονός. Κάνανε πολύ περισσότερα πράγματα στην Ελλάδα από το σχολείο ακόμα. Δεν έχω παιδιά ακόμα και συζητώ με συναδέλφους μου από Γερμανία που εργάζονται εδώ και έχουν παιδιά στο Δημοτικό ή το Γυμνάσιο και λένε όλοι ότι κάνουν πολύ λιγότερα πράγματα στα παιδιά. Στην αρχή που ήρθα θεώρησα ότι αυτό ήταν μία αδυναμία. Αλλά τώρα μετά από ένα χρόνο κατάλαβα ότι δεν είναι αδυναμία. Τα πράγματα δεν χρειάζεται να τα κάνουμε πολύπλοκα για να δείξουμε ότι υπάρχει βάθος. Τα πράγματα είναι απλά. Δηλαδή, κάποιος πρέπει να πάρει συγκεκριμένες γνώσεις για να πάει παρακάτω και παρακάτω θα προσθέσει μερικές ακόμα γνώσεις στο σακούλι και πάει λέγοντας. Γιατί στην Ελλάδα εξουθενώνουμε τα παιδιά με τις πολλές γνώσεις στο Λύκειο και στο Γυμνάσιο και μετά τα εξουθενώνουμε με τις πολλές γνώσεις και στο πανεπιστήμιο και όταν τελειώνει κάποιος λέει ‘αμάν βρε παιδί μου θέλω μόνο να παίρνω τώρα’. Και γι’ αυτό δημιουργήθηκε αυτή η λογική του να βολευτούμε κάπου, να πάμε κάπου να αράξουμε. Πιστεύω ότι η προσπάθεια ήταν υπερβολική σε σύγκριση με την τελική ανταμοιβή».
ΔΩΡΕΑΝ Ή ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ
Ωραία και καλά τα παραπάνω. Και αν σας έπεισαν τα επιχειρήματα του Δρ Ράικου σίγουρα θα σας ενέπνευσαν και κάποια σιγουριά για το μέλλον των παιδιών σας όσον αφορά τουλάχιστον την ακαδημαϊκή τους εκπαίδευση και σταδιοδρομία στην Αυστραλία.
Υπάρχει όμως το αγκάθι της ιδιωτικής και δημόσιας ακαδημαϊκής εκπαίδευσης και αυτό το αγκάθι είναι από τα πλέον αιχμηρά στην Ελλάδα του σήμερα. Γιατί -ας μην ξεχνιόμαστε- η πανεπιστημιακή παιδεία στην Αυστραλία δεν είναι καθόλου, μα καθόλου δωρεάν. Και για να μιλάμε με αριθμούς, μπορεί ένα πτυχίο Ιατρικής να κοστίζει στην ελληνική Πολιτεία 100,000 ευρώ και αυτά να τα πληρώνει ο Έλληνας φορολογούμενος, στην Αυστραλία όμως ένα πτυχίο ιατρικής κοστίζει πάνω από $300,000 και αυτά τα πληρώνει ο φοιτητής.
«Εγώ είμαι υπέρ της άποψης ότι κατ’ αρχήν πρέπει να υπάρχει αυτόνομος πρωτογενής τομέας σε κάθε χώρα. Το να έχουν όλοι ένα πτυχίο όχι μόνο δεν είναι εφικτό αλλά είναι και λάθος για την κοινωνία. Πρέπει να υπάρχει μία διαβάθμιση στο εργατικό δυναμικό της χώρας. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι υπέρ της ιδιωτικής πανεπιστημιακής παιδείας ή της δημόσιας επιστημονικής παιδείας. Είμαι υπέρ της παιδείας. Και τα δύο συστήματα μπορούν να δουλέψουν. Για μένα το ζητούμενο είναι πιο σύστημα μπορεί να φέρει τα καλύτερα αποτελέσματα για την κοινωνία και πιστεύω ότι και τα δύο μπορούν. Εκείνο που πρέπει να τεθεί ως προϋπόθεση όμως για να δουλέψει το ένα ή το άλλο σύστημα είναι μία πιο ολοκληρωμένη θεώρηση της παιδείας. Να μην θεωρείται δηλαδή παρακατιανό να γίνει κάποιος γεωργός. Να μην θεωρείται κάποιος παρακατιανός αν αποφασίσει να γίνει τεχνίτης. Αυτό ισχύει σήμερα στην Ελλάδα και αυτό πληρώνουμε όλοι μας. Και το λέω αυτό γιατί αν υπήρχε αυτή η ωριμότητα στην ελληνική κοινωνία ούτε η δημόσια πανεπιστημιακή παιδεία στην Ελλάδα θα βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ούτε η ανεργία των επιστημόνων θα ήταν σε αυτά τα υψηλά επίπεδα» λέει ο Δρ Ράικος και τον συμπληρώνων εγώ… «ούτε θα χρειαζόταν αυτή τη στιγμή εσείς να βρίσκεστε στην άλλη άκρη του κόσμου προκειμένου να εργαστείτε.
Και το συμπέρασμα του Δρ Ράικου μετά την ανατομική του ματιά στα δύο διαφορετικά πανεπιστημιακά εκπαιδευτικά συστήματα τόσο κοινότυπο αλλά και τόσο αληθινό.
«Όσοι τολμούν και κυνηγούν ό,τι το καλύτερο μπορούν θα φτάσουν στον προορισμό τους. Η παιδεία βοηθά σ’ αυτήν την εξελικτική πορεία. Βοηθά όμως και η απόφαση που παίρνει ο καθένας μας να πάρει τη ζωή του και την τύχη του στα χέρια του και να μην προσπαθεί να στηριχθεί σε ανθρωπίσκους και να βολευτεί χρησιμοποιώντας κάποιες καταστάσεις».