«Ξέρεις τι θα πει να είναι ο μόνος Έλληνας εκεί, να γεμίζει κόσμο το μαγαζί κι εκείνος να μιλά για το μεγαλείο της Ελλάδας; Να τους κάνει από μαθήματα ιστορίας μέχρι έκθεση αρχαίων μνημείων»;

Ο θαυμασμός της Αρτεμισίας Δαμάρη για τον άντρα της Κώστα, φαίνεται να είναι το ίδιο ζωηρός σήμερα, όπως την πρώτη φορά που τον είδε και τον ερωτεύτηκε: «Ήταν πολύ ωραίος» θα πει με τον ενθουσιασμό έφηβης.

«Τον έφερε στο σπίτι ο εξάδελφός μου, έναν καφέ τον τράταρα, και αυτό ήταν» θα πει αφήνοντας τα υπόλοιπα στη φαντασία του καθενός.
Αισθήματα και καταστάσεις που δεν θα ερχότανε στην επιφάνεια ίσως ποτέ, αν δεν γινόταν κάτι συνταρακτικό για την ίδια, αλλά και για όλους εκείνους που είχαν, έστω και μια γαστρική γεύση από το Con’s Cafe στο Stanhope της Βικτώριας. Αν οι άδειες βιτρίνες (και οι κλειστές πόρτες) για χρόνια τώρα δεν ζωντάνευαν με αναπαραστάσεις τρισδιάστατες που μαγεύουν.

Οι ντόπιοι αποφάσισαν να δώσουν νέα πνοή στον τόπο που κάποτε έσφυζε από ζωή και μια από τις ιδέες της επιτροπής Stanhope and District Development Committee, ήταν να ‘ζωντανέψουν’ τα κλειστά μαγαζιά που είχαν αφήσει το στίγμα τους στο χωριό. Η αρχή έγινε από το Con’s Cafe.
Το είχε ανοίξει ο 18χρονος Κώστας Δημάρης το 1959. Είχε έλθει από τη Λήμνο το 1954 και αφού εργάστηκε σκληρά για μια πενταετία, συγκέντρωσε τα απαραίτητα για να αγοράσει το μαγαζί που μεταμόρφωσε, όπως θα πει σήμερα η σύντροφός του.

ΤΟΠΟΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ

«Εκτός από ψάρι και τσιπς, που χωρίς αυτά, όπως ξέρεις, δεν ζούσαν τότε οι Αυστραλοί, υπήρχε ό,τι μπορείς να φανταστείς εκεί μέσα. Είχαμε τραπέζια και φαγητά διάφορα, φρούτα φρέσκα σε μεγάλη ποικιλία, γλυκά, παγωτά, καραμέλες, milk shakes, μπιλιάρδο και juke box, μ’ όλα τα μοντέρνα τραγούδια. Ήταν ο τόπος που κάθε μέρα, κάθε ώρα, εφτά μέρες τη βδομάδα ήταν γεμάτος κόσμο, κάθε ηλικίας, ένας τόπος γεμάτος ζωή. Κι εμείς, μ’ όλη τη δουλειά, τόσες ώρες στο πόδι, είμαστε τόσο ευτυχισμένοι!»

Οι μόνοι Έλληνες εκεί, φρόντισαν να μάθουν γρήγορα τη γλώσσα για να επικοινωνούν με τους Αυστραλούς, έβλεπαν όμως το ρόλο τους πολύ πιο πέρα από τη στοιχειώδη, απλή επικοινωνία της εξυπηρέτησης του πελάτη, από το ‘yes please’.

«Ο άντρας μου, αν και έφυγε 14 χρόνων από την Ελλάδα, τη λάτρευε και συνέχεια πλούτιζε τις γνώσεις του. Έμπαιναν μέσα οι Αυστραλοί και μόλις εύρισκε την ευκαιρία τους μιλούσε για την Ελλάδα. Τις φυσικές της ομορφιές, τα αξιοθέατα, την ιστορία της. Ήταν αρκετοί αυτοί οι οποίοι, ξανάρχονταν για ν’ ακούσουν κι’ άλλα για την Ελλάδα. Όταν γυρίσαμε, μετά από 40 χρόνια, έσκυψε και φίλησε το χώμα. Δε θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη στιγμή».

ΜΕΙΝΑΜΕ ΕΛΛΗΝΕΣ

«Μείναμε Έλληνες, κι ας είμαστε απομονωμένοι σ’ ένα χωριό με χίλια άτομα. Στείλαμε τα κορίτσια μας στο ελληνικό σχολείο του Σέπαρτον, έμαθαν ελληνικά και φροντίζαμε να έχουμε επικοινωνία με τους συγγενείς στη Μελβούρνη κάθε Σαββατοκύριακο εναλλάξ, πότε εκείνος πότε εγώ. Ξέρεις, όταν με ζήτησε, με είχε δει και τον είχα δει μία μόνο φορά. Μου άρεσε πολύ. Ήταν ωραίος, αξιοπρεπής, λιγόλογος. Δεν τον ήξερα όμως ως χαρακτήρα. Είπα στον εαυτό μου ‘παίρνεις ένα λαχείο, κάνε την ευχή να κερδίσεις’. Ήμουν τυχερή. Αποδείχτηκε εξαιρετικός σύζυγος και πατέρας, ο καλύτερος οικογενειάρχης που γίνεται».

Ο Κώστας Δημάρης, δεν υπάρχει πλέον στη ζωή. Ο μύθος όμως του Con’s Cafe, θα μείνει ολοζώντανος, όπως και οι εικόνες της Ελλάδας που με τόση φλόγα και ενθουσιασμό, χάριζε στους κατοίκους ενός μικρού, απόμακρου αυστραλέζικου χωριού!