Οι λιποταξίες ήταν περισσότερες στην Ευρώπη παρά στη ζώνη του Ειρηνικού, γιατί εκεί δεν ήξερες πού μπορούσες να πας για να εξαφανιστείς. Στην Ευρώπη το ποσοστό των φυγάδων από το μέτωπο σπάνια ήταν μεγαλύτερο από το 1% του συνόλου των δυνάμεων που υπήρχαν εκεί. Ωστόσο, ανάμεσα στο 10% των στρατιωτών που πράγματι πολεμούσαν, δεν ήταν λίγες οι φορές που τα σχετικά ποσοστά ξεπερνούσαν τα όρια του συναγερμού.

Ένας από τους βασικούς ισχυρισμούς του βιβλίου «Thedeserters» είναι ότι λίγοι λιποτάκτες ήταν δειλοί. Ο Τσαρλς Γκλας επισημαίνει μάλιστα ότι τη μεγαλύτερη συμπάθεια προς τους λιποτάκτες έδειχναν οι άλλοι στρατιώτες που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή.   

Στην πράξη, αυτό που συνέβαινε ήταν ότι ένας πολύ μικρός αριθμός στρατιωτών έκανε υπερβολικά πολλά πράγματα στον πόλεμο, λέει ο συγγραφέας. Και πολλοί από αυτούς διαλύθηκαν ψυχολογικά. Ένας παράγοντας που συχνά έπαιζε ρόλο ήταν η κακή ηγεσία. Τα υψηλότερα ποσοστά λιποταξίας συχνά συνδέονταν με λάθος διαταγές και κακή επιμελητεία.

Μερικοί άλλωστε λιποτάκτησαν όταν όλοι οι άλλοι οπλίτες της μονάδας τους είχαν σκοτωθεί και ο θάνατός τους και αυτών φάνταζε αναπόφευκτος.
Ένας άλλος παράγοντας που συντελούσε στο να υπάρχουν τάσεις λιποταξίας ήταν η αδικία. Ο Γκλας αναφέρει στοιχεία σύμφωνα με τα οποία 1,75 εκατ. άνδρες Αμερικανοί απέφυγαν τη στράτευση «για λόγους άλλους από προβλήματα σωματικής υγείας», με άλλα λόγια, με τη βοήθεια πιστοποιητικών που έδιναν ψυχίατροι. Τέτοια προνομιακή μεταχείριση δημιουργούσε πικρίες. Το 1943 αποκαλύφθηκε, προκαλώντας εντύπωση, ότι 14 μέλη μιας πανεπιστημιακής ομάδας ποδοσφαίρου είχαν κριθεί ακατάλληλα για στράτευση.

Το βιβλίο, έπειτα από μια γενική εισαγωγή, παρουσιάζει αναλυτικά τις περιπτώσεις τριών στρατιωτών που λιποτάκτησαν. Όπως λέει ένας από αυτούς, «οι εξοντωτικές μάχες χαράσσονται στο πρόσωπο των στρατιωτών που βγαίνουν ζωντανοί τόσο πολύ όσο μια τρύπα σφαίρας».

Σε ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για την πίσω όψη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πραγματοποιείται επιστημονική μελέτη κάποιων πολύ αυθεντικών συνομιλιών. Χιλιάδες γερμανοί αιχμάλωτοι, στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, παρακολουθούνταν συστηματικά με μικρόφωνα και οι συνομιλίες τους καταγράφονταν χωρίς να το γνωρίζουν. Οι Βρετανοί, που τους ηχογραφούσαν, ήλπιζαν έτσι να καταγράψουν κρίσιμες πληροφορίες στρατηγικής σημασίας. Τις επόμενες δεκαετίες αυτές οι παρακολουθήσεις έμειναν ανεκμετάλλευτες. Σήμερα όμως, χάρη στην προσπάθεια δύο γερμανών επιστημόνων, το πολύτιμο αυτό υλικό αξιοποιείται προκειμένου να καταγραφούν νοοτροπίες, ιδεολογικές στάσεις αλλά και η έκταση της ωμότητας των γερμανικών στρατευμάτων του πολέμου.

Αυτό που καθιστά το συγκεκριμένο ντοκουμέντο μοναδικό για τη μελέτη της ιστορίας της Βέρμαχτ είναι ότι οι στρατιώτες που μιλούν μεταξύ τους, καθώς δεν ήξεραν ότι κάποιος τρίτος τούς ακούει, ήταν ειλικρινείς ή τουλάχιστον φυσικοί. Δεν μιλούν χάριν κάποιας υστεροφημίας ή ως ανακρινόμενοι που θέλουν να αποκρύψουν εγκληματικές πράξεις, αλλά μιλούν ως σύντροφοι σε έναν πόλεμο που έκαναν μαζί, βέβαια άλλοτε με μετριοφροσύνη και άλλοτε με καυχησιά.
Ανακαλύπτοντας αυτό το χρυσωρυχείο, ο ψυχοκοινωνιολόγος Χάραλντ Βέλτσερ και ο ιστορικός Ζένκε Νίτσελ αποφάσισαν να μελετήσουν συστηματικά τις αφηγήσεις αυτές, οι οποίες υπογραμμίζουν τη σκληρότητα των γερμανικών στρατευμάτων. Όπως λέει στnν εφημερίδα «Λε Φιγκαρό» ο Ζακ ντε Σεν Βικτόρ, ένας ιστορικός δεν περίμενε τα ντοκουμέντα αυτά για να ανακαλύψει ότι η φρίκη που προκλήθηκε στον πόλεμο αυτό δεν υπήρξε αποκλειστικό προνόμιο των SS, αλλά ότι και η Βέρμαχτ μπορεί να διεκδικήσει μερίδιο της «δόξας».

Ήδη στα μέσα της δεκαετίας του 1990 μια διάσημη έκθεση με τίτλο «Τα εγκλήματα της Βέρμαχτ» είχε κάνει ιδιαίτερη αίσθηση στη Γερμανία καθώς υπογράμμιζε τη σημασία του ρόλου του τακτικού στρατού στην καταδίωξη των Εβραίων και στην εξόντωση των σλαβικών φύλων. Όμως το βιβλίο των Βέλτσερ και Νίτσελ επιβεβαιώνει τις παρεκκλίσεις μιας κοινωνίας που γύρισε αποφασιστικά την πλάτη στον φιλελεύθερο ανθρωπισμό και που υπέταξε ολοκληρωτικά το άτομο στις αξίες ενός θεωρούμενου υπέρτερου συλλογικού ιδεώδους.

Το κύριο μάθημα που λαμβάνει κανείς από αυτές τις αφόρητες αφηγήσεις δεν είναι τόσο η ανάκληση των φρικαλεοτήτων του πολέμου, των βιασμών, των μαζικών εκτελέσεων, της περιφρόνησης της ανθρώπινης ζωής, όλων όσα αποτελούν την καθημερινότητα της ένοπλης βίας. Το πιο σημαντικό μάθημα είναι εντέλει ο ασήμαντος ρόλος της ιδεολογίας, αντίθετα από ό,τι θα μπορούσε να πιστεύει κανείς.

Πιο πολύ μετράει αυτό που οι συγγραφείς αποκαλούν «πλαίσιο αναφοράς», κάτι που θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως πλαίσιο που καθορίζει τι περιμένουν οι άλλοι από εμάς. Αρκεί λοιπόν να αλλάξει αυτό, να περάσει δηλαδή κανείς από ένα φιλελεύθερο σε ένα καταπιεστικό πλαίσιο αναφοράς, για να δούμε έναν καλό πατέρα, χωρίς την παραμικρή ναζιστική τάση, να μεταμορφώνεται σε δολοφόνο χωρίς έλεος. Μεγάλη έκπληξη προκαλεί και η διαπίστωση ότι πολλοί στρατιώτες, στις συνομιλίες αυτές, δηλώνουν αντιναζιστές. Ασκούν κριτική στον Χίτλερ και στο περιβάλλον του. Θα μπορούσε να περιμένει κανείς ότι θα κατήγγελλαν επίσης την αντισημιτική πολιτική του Τρίτου Ράιχ. Ομως όχι, καθόλου. Ενας φαντάρος καταγγέλλει «τον Χίτλερ για τις βίαιες πράξεις του μέσω των SA και των SS», αλλά ταυτόχρονα προσθέτει: «Υπήρχαν και πολλά καλά πράγματα που έγιναν, το παραδέχομαι. Με τους Εβραίους, αυτό ήταν σωστό. Το ζήτημα της φυλής δεν το βρίσκω καθόλου κακό». 

Οι συγγραφείς υπογραμμίζουν επίσης ότι δεν υπάρχει ευθεία σύνδεση ανάμεσα στο μορφωτικό επίπεδο και στην απόρριψη του ναζισμού. Αντίθετα, ο ναζισμός γοητεύει καλά εκπαιδευμένα πνεύματα που εκτιμούν δεόντως την οικονομική πρόοδο που συντελέστηκε στη Γερμανία στα χρόνια του καθεστώτος αυτού. Άλλοι μιλούν επίσης για «μια μεγαλύτερη ισότητα ευκαιριών». Πρακτικά, προχωρώντας με αποκλεισμούς (των Εβραίων), οι Ναζί πέτυχαν να εγκαταστήσουν ένα σύστημα μεγαλύτερης ένταξης για τους άλλους. Αυτή η κολασμένη διαλεκτική, αποκλεισμού – ένταξης, γοητεύει τον μέσο Γερμανό και εξηγεί τη συμμετοχή του, όχι σε μια συγκεκριμένη ιδεολογία, αλλά σε ένα καθεστώς, ένα πλαίσιο αναφοράς που θα το υπερασπιστεί με τη βία.

ΛΙΠΟΤΑΚΤΕΣ, ΕΝΑ ΘΕΜΑ-ΤΑΜΠΟΥ

Οι πόλεμοι δεν είναι μόνο ηρωισμοί. Είναι και φόβος, βαρβαρότητα, τυφλή υπακοή και κατάργηση της ελεύθερης έκφρασης. Δύο βιβλία διαφορετικά του συνηθισμένου μας αποκαλύπτουν υποφωτισμένες ώς τώρα όψεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το ένα έχει να κάνει με τη λιποταξία στο συμμαχικό στρατόπεδο, στις τάξεις του αμερικανικού και του βρετανικού Στρατού. Οι λιποτάκτες ήταν δεκάδες χιλιάδες και ώς τώρα κανείς δεν μιλούσε γι’ αυτούς. Ήταν θέμα-ταμπού. Το άλλο έχει καταγράψει συνομιλίες γερμανών αιχμαλώτων που δεν ήξεραν ότι οι Βρετανοί τους ηχογραφούν στα κελιά τους. Και μιλούν αυθόρμητα για τον Χίτλερ, την εξόντωση των Εβραίων και άλλα μεγάλα θέματα του πολέμου, αποκαλύπτοντας πόσο εύκολα ένα μεγάλο μέρος, ακόμη και μορφωμένων πολιτών, μπορούν να παρασυρθούν από τη δημαγωγία.  
Η ιστορία της λιποταξίας μπορεί καμιά φορά να είναι το ίδιο εκθαμβωτική με αυτήν του ηρωισμού, λέει στους «New York Times» ο Ντουάιτ Γκάρνερ. Δεν υπάρχει μόνο αυτό που θα θέλαμε να είμαστε. Υπάρχει και αυτό που φοβόμαστε ότι πράγματι είμαστε, σχολιάζει. Αφορμή για τις σκέψεις αυτές είναι το βιβλίο του Τσαρλς Γκλας «The Deserters. A Hidden history of World War II» («Οι λιποτάκτες. Μια κρυφή ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου»). Ο Γκλας είναι ιστορικός και πρώην ανταποκριτής του καναλιού ABCNews. Και το βιβλίο του το πρώτο που ασχολείται με το ευαίσθητο αυτό ζήτημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που για δεκαετίες υπήρξε ταμπού. Στη διάρκεια του πολέμου οι εφημερίδες, βέβαια, δεν αποκάλυπταν αριθμούς λιποτακτών ούτε μιλούσαν για το θέμα. Ο λόγος ήταν να μην επηρεαστεί το ηθικό των στρατιωτών και να μη χρησιμοποιηθεί το ζήτημα από την εχθρική προπαγάνδα. Στους πιο πρόσφατους χρόνους, το να θιγεί το ζήτημα ισοδυναμούσε με προσβλητική ενέργεια που θα αμαύρωνε το φωτοστέφανο της πιο δοξασμένης γενιάς του αιώνα για το συμμαχικό στρατόπεδο.

Περί τους 50.000 Αμερικανοί και 100.000 Βρετανοί λιποτάκτησαν από τον Στρατό στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Βρετανοί είναι περισσότεροι επειδή πολέμησαν για πολύ μεγαλύτερο διάστημα. Κάποιοι από αυτούς έπεσαν σε γυναικείες αγκαλιές στη Γαλλία ή στην Ιταλία και ξέχασαν να γυρίσουν πίσω. Άλλοι έγιναν μαυραγορίτες. Οι περισσότεροι απλώς δεν άντεξαν την πίεση. Και οι ιστορίες τους είναι συχνά σπαρακτικές.

Ένας από τους πιο σκληρούς αξιωματικούς ήταν ο στρατηγός Τζορτζ Πάτον. Ήθελε να εκτελεί όσους θεωρούσε «λιποτάκτες». Άλλοι αξιωματικοί ήταν πιο ανθρώπινοι. Αναγνώριζαν ότι το μυαλό μπορούσε να τραυματιστεί όπως και το σώμα. Καθόλου δύσκολο μπροστά στη συνεχή απειλή του θανάτου, στους εναέριους βομβαρδισμούς, στις νάρκες, στο εχθρικό πυροβολικό, στην κακή διατροφή, στις άθλιες συνθήκες υγιεινής και στον ελάχιστο ύπνο. «Αν προσέφερες στους καταρρέοντες στρατιώτες συμβουλές, ζεστό φαΐ, καθαρά ρούχα, ξεκούραση, είχες μεγαλύτερες πιθανότητες να τους ξαναφέρεις στον δρόμο του καθήκοντος παρά αν τους απειλούσες με εκτελεστικό απόσπασμα», λέει ο συγγραφέας.

Ήταν χιλιάδες οι αμερικανοί στρατιώτες που καταδικάστηκαν για λιποταξία τότε. Από αυτούς οι περισσότεροι καταδικάστηκαν σε πολύχρονα καταναγκαστικά έργα, 49 καταδικάστηκαν σε θάνατο και μόνο ένας τελικά εκτελέστηκε. Ο άτυχος αυτός στρατιώτης λεγόταν Έντι Σλόβικ και ήταν από το Ντιτρόιτ. Ήταν αρχές του 1945, ενώ μαινόταν η Μάχη των Αρδεννών, η τελευταία γερμανική αντεπίθεση και, όπως λέει ο συγγραφέας, «δεν ήταν για τον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ η κατάλληλη στιγμή να συγχωρήσει λιποταξίες».