Ένα ακόμη βιβλίο, προϊόν της περιώνυμης κρίσης, έρχεται να προστεθεί στη διογκούμενη παρακαταθήκη αυτού που ενδεχομένως να ενταχθεί, μελλοντικά, στον κανόνα της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως «η Λογοτεχνία της Κρίσης» – κάτι αντίστοιχο δηλαδή με τη «Λογοτεχνία της Αντίστασης» κτλ. Πρόκειται για τον συλλογικό τόμο «Το αποτύπωμα της κρίσης» (εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2013) τον οποίο επιμελήθηκαν οι Ελένη Μπούρα και Μικέλα Χαρτουλάρη και στον οποίο συμμετέχουν 17 γνωστοί και καταξιωμένοι σύγχρονοι πεζογράφοι, δίνοντας ο καθένας τη δική του εκδοχή ή «αποτύπωμα» των ποικιλόμορφων πτυχών της κρίσης που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία τα τελευταία 5 χρόνια.
Πρόπλασμα του εν λόγω εγχειρήματος – σύμφωνα με το εισαγωγικό σημείωμα των επιμελητριών – υπήρξαν «κάποιες πρώτες σκέψεις στο Protagon.gr [που “είχαν γράψει το καλοκαίρι” οι συμπεριλαμβανόμενοι συγγραφείς], σχολιάζοντας το ερώτημα Αλλάζουν οι Έλληνες;» Για το πώς γονιμοποιήθηκαν αυτές οι «πρώτες σκέψεις», χρήσιμο νομίζω είναι το παράθεμα της εξής προλογικής προσθήκης:
«Οι αφορμές τους ήταν ακριβώς η νέα κατάσταση πραγμάτων που έχει ανατείλει: το νέο προλεταριάτο, οι νέες συλλογικότητες, η ανατροπή του πολιτικού σκηνικού, η απομυθοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το μεταναστευτικό και η αναθέρμανση της συζήτησης για το ποιος είναι Έλληνας, η νέα αρχή με την έξοδο προς την περιφέρεια, η υπαρξιακή αλλοτρίωση και οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στις συμπεριφορές των ανθρώπων, τα νέα ήθη και η κληρονομιά της κερδοσκοπίας και της απληστίας, ο κρίσιμος ρόλος των επαφών “τρίτου τύπου” με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι νέες αξίες και η σύγκρουση των νοοτροπιών… Από αυτό το τοπίο, το τόσο γνώριμο αλλά ταυτόχρονα ανεξιχνίαστο, ξεπήδησε τούτο το βιβλίο, με τους συγγραφείς να γίνονται οι φωνές της ελληνικής επικαιρότητας».
Η συλλογή είναι επαρκώς αντιπροσωπευτική της γκάμας που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη ελληνική διηγηματογραφία, καθώς εκπροσωπεί τις περισσότερες γενιές αμφοτέρων των φύλων. Και όχι μόνο ηλικιακά, αλλά στυλιστικά, αισθητικά και κοσμοθεωρητικά, αναφορικά με την όλη προβληματική της κρίσης. Έτσι, το ατομικό «αποτύπωμα» εκάστου συγγραφέα δεν δίνει μόνο τον ιδιαίτερο τόνο και στίγμα του αλλά – παράλληλα κι ως ένα μεγάλο βαθμό – προδιαγράφει και καταγράφει επίσης, εν είδει βαρομέτρου, το στίγμα των τάσεων της ετερόκλητης κοινής γνώμης. Για τον απλούστατο λόγο ότι όλα σχεδόν τα θεματικά χρώματα της ίριδας (ανασφάλεια, ξένοι μετανάστες, ξενοφοβία, ρατσισμός, άστεγοι, εκπατρισμός των Ελλήνων κτλ) αντικατοπτρίζονται ικανοποιητικά στη συλλογή, όπως καταδεικνύει η παρακάτω σύντομη περιδιάβαση στα κείμενα του τόμου.
Το πρώτο διήγημα του Κώστα Ακρίβου («Δεν θα γίνω Έλληνας ποτέ;»), όπως υποδηλώνει και ο τίτλος, θίγει το θέμα της ελληνικότητας. Συγκεκριμένα, ένα αλβανόπουλο, μαθητής ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα, με επιστολή που έχει το θάρρος να στείλει στον καθηγητή του, εξωτερικεύει τους προβληματισμούς του σχετικά με το κατά πόσο δικαιούται να έχει γνώμη για τη θετή του πατρίδα και να την εκφράζει ελεύθερα. Την ίδια στιγμή, τον πληροφορεί πως ο συμμαθητής του στο ίδιο θρανίο γοητεύεται απ’ τους αγκυλωτούς σταυρούς – υπαινισσόμενος ότι ο τελευταίος είναι οπαδός της Χρυσής Αυγής.
Το δεύτερο διήγημα του Χρήστου Αστερίου («Μόνος») αναφέρεται στην εποχή των παχιών αγελάδων. Ήτοι, της λοβιτούρας, των λαμόγιων, των καταφερτζήδων και του μαύρου χρήματος. Εδώ γίνεται λόγος για το πώς ο ήρωας του διηγήματος Κώστας Φωσκαρίνης, ένας κρατικός υπάλληλος με «δόντι» εκμεταλλεύεται την περιουσία του δημοσίου προς ίδιον όφελος. Έτσι, με αναπτυξιακά κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταμορφώνει, ή καλύτερα παραμορφώνει σταδιακά το χωριό του σε εξοργιστικό όσο και θλιβερό έκτρωμα της νεοπλουτίστικης μεγαλομανίας του.
Το τρίτο διήγημα της Ελένης Γιαννακάκη («Αγίου Νικολάου και Καραϊσκάκη γωνία») φωτίζει το καυτό ζήτημα των αυτοκτονιών στην Ελλάδα λόγω της κρίσης. Σκηνικό εκτύλιξης της ιστορίας η Πάτρα, όπου σημειώνονται καθημερινά φαινόμενα αυτοκτονιών, με “σάλτο μορτάλε” από τα μπαλκόνια. Αιτία η αφόρητα καταπιεστική κι εξουθενωτική οικονομική ανασφάλεια η οποία εστιάζεται, στην προκειμένη περίπτωση, στην απόγνωση ενός ζευγαριού συνταξιούχων της τρίτης ηλικίας.
Το τέταρτο διήγημα του Βασίλη Γκουρογιάννη («Η θεραπευτική αξία του μηδενός [σκέψεις καθ’ οδόν προς τον βυθό]» ανατέμνει, σκωπτικά, το φαινόμενο της ελληνικής κρίσης και τα συμπαρομαρτούντα του. Ακριβέστερα, παρουσιάζεται ο απολογισμός ενός άτυπου «συμποσίου» τεσσάρων φίλων-νομικών που διανύουν την πέμπτη και βάλε δεκαετία της ζωής τους και φιλοσοφούν, με κυνική και φιλοπαίγμονα διάθεση, για θέματα που απορρέουν από την γενικότερη οικονομική δυσπραγία και το κλίμα σύγχυσης που επικρατεί στη χώρα, καταλήγοντας σε διαπιστώσεις όπως η ακόλουθη: «Η κρίση σ’ εμάς τους Έλληνες δεν είναι οικονομική, δεν είναι κρίση χρέους. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, είναι… γλωσσική! Δηλαδή από το πλουσιότατο λεξιλόγιο της γλώσσας μας απομονώσαμε και καλλιεργήσαμε (σχεδόν μονοκαλλιέργεια και μάλιστα επιδοτούμενη) δύο μόνο λέξεις: “κεκτημένο”, “δεδομένο.” Αυτές τις δύο παραισθησιογόνες λέξεις τις καπνίσαμε θεριακλήδικα επί χρόνια, μαστουρώσαμε με αυτές και τελικά εξαρτηθήκαμε».
Το πέμπτο διήγημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη («Ο ξένος που έφυγε») αντανακλά τα προβλήματα παραμονής κι επιβίωσης που αντιμετωπίζουν οι ξένοι μετανάστες στην Ελλάδα. Εδώ έχουμε μια αυθεντική μαρτυρία του οδοιπορικού ενός κούρδου μετανάστη (πολιτικού πρόσφυγα) από το Ιράκ (του Ταρίκ), όπως την αφηγήθηκε στον συγγραφέα με τα «όμορφα ελληνικά του», όπως λέει, στο αεροδρόμιο της Βουδαπέστης. Ο ήρωας του διηγήματος, έχοντας φτάσει μ’ ένα σαπιοκάραβο από την Ελλάδα στην Τουρκία, τελικά, για διάφορους λόγους, δεν καταφέρνει να βγάλει ελληνικό διαβατήριο και να παραμείνει στη χώρα. Έτσι, αναγκάζεται να βγάλει πλαστό αιγυπτιακό διαβατήριο και να φύγει για τη Φιλανδία. Αν και η χώρα αυτή του δίνει σύντομα διαβατήριο, τελικά αποφασίζει να επιστρέψει στο Ιράκ, καθώς διαπιστώνει ότι «ο παράδεισος της Ευρώπης δεν ήταν γι’ αυτόν και πια δεν είναι ούτε για τους Ευρωπαίους».
Το έκτο διήγημα του Σωτήρη Δημητρίου («Ξένα ρούχα») καταπιάνεται με το πρόβλημα της αστυφιλίας και το μαρασμό της ελληνικής επαρχίας. Πρόκειται για μια αναπόληση των παιδικών χρόνων του αφηγητή στη Θεσπρωτία, όπου απεικονίζεται ο σκεπτικισμός του για την σημερινή ερήμωση της επαρχίας (Ηγουμενίτσα) και η αντίθεσή του στην επέλαση της εξέλιξης, της ανάπτυξης και του σύγχρονου καταναλωτικού “lifestyle” και, συνακόλουθα, της «παθητικής εσωστρέφειας» και «κατήφειας» των κατοίκων της. Ωστόσο, ό,τι έχουν χάσει οι άνθρωποι των αστικών κέντρων, αναπληρώνεται από τα αισθήματα συμπαράστασης προς τους αναξιοπαθούντες συνανθρώπους τους.
Το έβδομο διήγημα του Τάσου Καλούτσα («Η δραπέτευση») διεκτραγωδεί την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, καθώς εξιστορείται ο ξεπεσμός και το δράμα της μεσαίας τάξης, όταν ένας καρδιοπαθής πατέρας συνειδητοποιεί ότι ο γιος του αδυνατεί να έχει πρόσβαση στη λογοθεραπεία εξαιτίας των διαλυτικών φαινομένων του κράτους πρόνοιας.
Το όγδοο διήγημα του Κώστα Κατσουλάρη («Το ελληνικό αίνιγμα») διερευνά με ευφάνταστο, πρωτότυπο και ανατρεπτικό τρόπο το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης, της αυτοκριτικής και των ενοχών των Ελλήνων πολιτών για την τελευταία περιπέτεια της χώρας τους. Τουτέστιν, μια μικρή ομάδα Ελλήνων στο Ναύπλιο καταλαμβάνεται από μια ξαφνική κρίση συνειδήσεως, η οποία μεταφράζεται σε δημόσια εξομολόγηση των παραπτωμάτων τους – ασήμαντων και σοβαρών. Εν συνεχεία αυτή η εξομολόγηση και αυτοκριτική προσλαμβάνει σταδιακά κινηματικό χαρακτήρα, με την επίσημη, δημόσια παραδοχή τού «Ήμουν εκεί» που συνοδεύεται από πλακάτ στα οποία αναγράφονται «Εγώ φταίω» και «Το έκανα». Κι όλα αυτά εν είδει «τελετουργικού εξαγνισμού», σε όλη την επικράτεια.
Το ένατο διήγημα της Λένας Κιτσοπούλου («Έχε γεια, καημένε Κώστα») θέτει τον δάκτυλο επί των ήλων του ζωτικότατου προβλήματος της ανεργίας, ως βασικής συνιστώσας της κρίσης. Εν ολίγοις, παρακολουθεί τη ζωή ενός άνεργου πολιτικού μηχανικού, με αξιοζήλευτες ακαδημαϊκές περγαμηνές, ο οποίος χάνει τη μάχη της επιβίωσης αργοπεθαίνοντας μέσα στο διαμέρισμά του, αφού προηγουμένως καταναλώνει ένα τελευταίο πακέτο μακαρόνια – με ντοματόσαλτσα – που του έχει απομείνει.
Το δέκατο διήγημα του Νίκου Κουνενή («Σκοτεινές τέχνες») έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα. Πρόκειται για σατιρικό αφήγημα, όπου μια πρωτοποριακή ομάδα «μετακαλλιτεχνών» λανσάρει μια εικαστική έκθεση (μια «Μπιενάλε Σκοτεινών Τεχνών») στην ελληνική πρωτεύουσα. Σε αυτήν παρουσιάζεται ένα πρωτότυπο, αμφιλεγόμενο έργο, με τίτλο «Πογκρόμ» όπου αναπαρίστανται «Παράσιτοι» (συνταξιούχοι), «Κοπρίτες» (προνομιούχοι τεμπέληδες του Δημοσίου), «Ανεύθυνοι» (ιδιωτικοί υπάλληλοι), σε αντιδιαστολή με τους «Λαμόγκι» (εύπορα ηγετικά στελέχη διαφόρων φορέων) «που παρατηρούν τους πρώτους με έπαρση, σχολιάζοντας την απίστευτη ανευθυνότητά τους». Το εκθεσιακό αυτό εγχείρημα αποσκοπεί στο να διαπαιδαγωγήσει και πειθαρχήσει τους δεινοπαθούντες πολίτες, μέσα από την οδυνηρή αλλά αυτοκαθαρτική αναπαράσταση των δοκιμασιών τους.
Το ενδέκατο διήγημα του Μιχάλη Μοδινού («Οι φίλοι του βουνού και του λόγγου») επικεντρώνεται στο σοβαρό θέμα της φαυλότητας και διαφθοράς προσώπων και φορέων. Εδώ προβάλλεται, σκωπτικά, το ελληνικής ευρεσιτεχνίας κόλπο NIMBY (Not In My Back Yard – ή Όχι Στην Πίσω Αυλή μου), το οποίο ενώ διασφαλίζει δημόσια δικαιώματα και προνόμια για κάποιον (π.χ. τη νομιμοποίηση ενός αυθαιρέτου), την ίδια στιγμή απαγορεύει και αποκλείει τα ίδια δικαιώματα στους άλλους. Οι εγωιστικές, άπληστες όσο και αντιδημοκρατικές αυτές πρακτικές αντικατοπτρίζονται σε μεθόδους με τις οποίες η κίβδηλη «πράσινη ανάπτυξη» γίνεται όχημα άνομων προσωπικών συμφερόντων και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της «τοπικής δομικής ανηθικότητας». Έτσι, η τελευταία αντί να προστατεύει, καταστρέφει το περιβάλλον.
Το δωδέκατο διήγημα του Χρήστου Οικονόμου («Εμείς ζεσταινόμαστε με σάμπα») ιχνηλατεί τον ξεπεσμό (επαγγελματικό, οικονομικό, σωματικό) των ανθρώπων σε εποχή κρίσης. Η ιστορία παρακολουθεί τα δρώμενα ενός ραδιο-παραγωγού-παρουσιαστή (του Αρχιπελάγους FM) ο οποίος συναντά, υπό αντίξοες συνθήκες, έναν τέως θρυλικό αλλά νυν ξεπεσμένο, εξαθλιωμένο και ετοιμοθάνατο κιθαρίστα (παλιό ροκά) των σίξτις που τώρα δουλεύει σε επαρχιακό ρεμπετάδικο. Μέσα από μια μυστηριώδη, σχεδόν μυστικιστική αλλά τρυφερή και υποβλητική ατμόσφαιρα (αναφορικά με το όλο σκηνικό της συνέντευξης), αντιπαρατίθενται άκρως ευαίσθητες σκηνές που τις θερμαίνει ο απόηχος ενός νοσταλγικού αλλά ξεθωριασμένου ερωτισμού (καθώς ο κιθαρίστας χορεύει σάμπα με μια γοητευτική κοπέλα) και τις ακυρώνει η παγωμένη ανάσα ενός επικείμενου θανάτου (καθώς αγωνίζεται να καταπολεμήσει το ανυπόφορο κρύο).
Το δέκατο τρίτο διήγημα του Νίκου Παναγιωτόπουλου («Μάνα εξ ουρανού») ακτινογραφεί, με χιουμοριστικό τρόπο, τα ευτράπελα της νεοελληνικής επιπολαιότητας και «σχιζοφρένειας», έχοντας ως αντικείμενο τον αστικό μικρόκοσμο μιας πολυκατοικίας. Με πρόσχημα τη συνέλευση των ενοίκων της – προκειμένου να διευθετηθεί το πρόβλημα της θέρμανσης που έχει προκύψει εξαιτίας της έλλειψης χρημάτων – αναδεικνύεται, μεγεθυμένο, το γενικότερο κοινωνικό πρόβλημα της χώρας (νεοελληνικό αλαλούμ, παράνοια, ασυνεννοησία) το οποίο επιδεινώνεται λόγω της κρίσης. Επόμενο είναι να δεινοπαθούν και οι σχέσεις των χαρακτήρων του διηγήματος (της διαχειρίστριας, ενός εθνικόφρονος θεολόγου, μιας άγαμης κόρης στρατιωτικού και μιας συμβασιούχου βρεφονηπιοκόμου) λόγω έλλειψης επικοινωνίας – πράγμα που, συχνά, αγγίζει τα όρια του τραγελαφικού.
Το δέκατο τέταρτο διήγημα της Κάλλιας Παπαδάκη («Ο Καπετάν Φασαρίας») εξετάζει το επίκαιρο κι εφιαλτικό θέμα των «λουκέτων», της ανεργίας και των αστέγων ως απότοκο της κρίσης, καταγράφοντας την τραγική ιστορία της 40χρονης Σοφίας Καλλέργη. Η τελευταία αναγκάζεται, λόγω της οικονομικής δυσπραγίας, να κλείσει το ψιλικατζίδικό της και να μείνει κυριολεκτικά στο δρόμο, άστεγη, αφού κατασχέτουν το σπίτι της, που είχε υποθηκεύσει για την επιχείρησή της, αφήνοντάς την μόνη με ένα και μόνο περιουσιακό στοιχείο – ένα λάπτοπ στην αγκαλιά.
Το δέκατο πέμπτο διήγημα της Έρσης Σωτηροπούλου («Ελάτε στο γραφείο μου») ασχολείται με το διαδεδομένο πρόβλημα της κομπίνας στην Ελλάδα. Πρόκειται για το απεγνωσμένο όσο και μάταιο εγχείρημα μιας γυναίκας, σχετικά νέας, να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα και με αθέμιτα μέσα, επιχειρώντας να συμπληρώσει τα ένσημα που δεν έχουν καταβληθεί από τους εργοδότες της, με τη βοήθεια ενός γραφικού-τσαρλατάνου λογιστή.
Το δέκατο έκτο διήγημα της Σώτης Τριανταφύλλου («Voodoo Child») κάνει λόγο για τις διαφυλετικές ερωτικές σχέσεις στην Ελλάδα. Εν προκειμένω, μεταξύ μιας ρέμπελης κομμώτριας (της Δήμητρας) κι ενός Δυτικο-αφρικανού μαρμαρά (του Μπενίν). Η σχέση αυτή τελικά ναυαγεί εξαιτίας ανυπέρβλητων πολιτισμικών διαφορών, καθώς ο Μπενίν αδυνατεί να συμβιβαστεί με την τέως ελευθεριάζουσα ζωή της Ελληνίδας φίλης του.
Το δέκατο έβδομο διήγημα του Χρήστου Χρυσόπουλου («Επιστροφή») έχει ως θέμα του μια κάπως ανορθόδοξη «περιήγηση» στην Αθήνα της κρίσης. Προσαρμόζοντας τα δεδομένα της οικονομικής συγκυρίας σε αυτά της λογοτεχνίας και των αντίστοιχων απαιτήσεών της, ο διηγηματογράφος ζουμάρει σε διάφορα αστικά «ενσταντανέ», στα οποία οι πλατείες της ελληνικής πρωτεύουσας «μοιάζουν με δωμάτια» που φιλοξενούν αστέγους, οι βόλτες αναδίνουν «την αύρα της απογοήτευσης» και άλλες αντισυμβατικές καταγραφές.
Ο εν λόγω τόμος εύλογο είναι να παρουσιάζει ενδιαφέρον αφού, θεματολογικά τουλάχιστον, ασχολείται μ’ ένα επίκαιρο και «φλέγον ζήτημα» (την κρίση) που αφορά ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Πέρα όμως από τις άλλες παραμέτρους του (κοινωνιολογικές, ιστορικές, πολιτικές, πολιτιστικές κτλ) το εύλογο ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι το εξής: Κατά πόσο πρόκειται για γνήσια λογοτεχνική δημιουργία; Ιδίως όταν (α) έχουμε να κάνουμε με ένα κατά παραγγελία εγχείρημα και (β) όταν εξαρχής δηλώνεται στον πρόλογο ότι «Όλοι τους [οι συγγραφείς] μιλούν “από μέσα” και εν θερμώ για την καθημερινότητα της κρίσης που γιγαντώνεται στην Ελλάδα από το 2010;
Κατ’ αρχήν δυσκολεύομαι να κατανοήσω το «εν θερμώ». Για τον απλούστατο λόγο ότι λογοτεχνία άξια του ονόματός της δύσκολα γράφεται «εν θερμώ – γιατί τότε έχουμε δημοσιογραφία. Κι αν δεν κάνω λάθος, τα κείμενα του υπό συζήτηση τόμου χαρακτηρίζονται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ως «ιστορίες» και «διηγήματα», δηλαδή λογοτεχνία. Το ότι τα εν λόγω κείμενα είναι προϊόντα της κρίσης (αφού δηλώνεται ότι «Είναι διηγήματα που έχουν γεννηθεί από την επικαιρότητα…») δεν δικαιολογούν την παραπάνω ατυχή έκφραση που προκαλεί σύγχυση. Πολύ περισσότερο όταν προκαταλαμβάνεται ο αναγνώστης με την προσθήκη (πάντα στο οπισθόφυλλο) ότι οι ιστορίες του τόμου «Δεν καταγγέλουν το Κακό ούτε βγάζουν χρησμούς». Διπλό το ατόπημα λοιπόν. Διότι αν κείμενα όπως των Κώστα Κατσουλάρη, Χρήστου Αστερίου, Μιχάλη Μοδινού, Έφης Σωτηροπούλου δεν «καταγγέλουν το Κακό», τότε δεν καταλαβαίνω τι άλλο μπορεί να κάνουν. Κι ακόμη, αν κείμενα όπως του Βασίλη Γκουρογιάννη δεν «βγάζουν χρησμούς – έστω και με σατιρικό πνεύμα και διάθεση – τότε μάλλον οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους.
Δεν ξέρω αν και κατά πόσο όλα τα κείμενα της συλλογής πληρούν τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθούν γνήσια «διηγήματα». Ορισμένα αναμφίβολα είναι, άλλα όχι. Πάντως η ανισότητα (ποιοτική ή άλλη) των κειμένων είναι έκδηλη, και κάποτε έντονη, σε σημείο που να δημιουργούν σκεπτικισμό για το αν ορισμένα εξ αυτών δεν δημοσιογραφοφέρνουν ή δεν ερωτοτροπούν με εξωλογοτεχνικούς πειραματισμούς, έχοντας όντως γραφτεί «εν θερμώ». Δεδομένης όμως της φύσης αυτού του βιβλίου – του γεγονότος δηλαδή ότι δεν μπορούμε να το κρίνουμε, αποτιμώντας το κάθε κείμενο ξεχωριστά – δεν έχει νόημα να… επιχειρούμε να διυλίσουμε τον κώνωπα. Εξ ου και θα κλείσουμε με τις εξής στρογγυλεμένες παρατηρήσεις:
Προσωπικά φρονώ ότι αν υπάρχει κάποιο βαθύτερο ενδιαφέρον σε εγχειρήματα όπως το «Αποτύπωμα της κρίσης», αυτό έγκειται κυρίως στο πώς συμπεριφέρονται λογοτεχνικά οι δημιουργοί απέναντι σε επίκαιρα και σοβαρά ζητήματα του καιρού τους. Την ίδια στιγμή όμως, και πώς αντιδρά και ανταποκρίνεται η ίδια η λογοτεχνία υπόκειται στη βάσανο των λογοτεχνικών ζυμώσεων, διεργασιών και χειρισμών. Αντέχει δηλαδή σε παρόμοιες δοκιμασίες ή τις αποβάλλει, αργά ή γρήγορα, σαν ξένα σώματα, δηλαδή σαν περιστασιακούς πειραματισμούς και συγκυριακές ανώδυνες αλχημείες; Σ’ αυτά τα ερωτήματα, όμως, ο μόνος που μπορεί να αποφανθεί είναι ο μέγας κριτής και πανδαμάτωρ χρόνος. Όταν, βεβαίως, θα έχει καταλαγιάσει ο θόρυβος κι ο κουρνιαχτός της κρίσης. Όταν έχει ξεκαθαρίσει το θολό τοπίο.
Προς το παρόν ας απολαύσουμε αυτές τις 17 ιστορίες-μαρτυρίες. Ας προβληματιστούμε απ’ αυτές και ας δούμε με άλλο «μάτι» και από άλλη οπτική την κρίση. Ως τα καλύτερα κομμάτια της συλλογής, προσωπικά θα επέλεγα δύο: Το κείμενο του Κώστα Κατσουλάρη «Το ελληνικό αίνιγμα» και αυτό του Χρήστου Οικονόμου «Εμείς ζεσταινόμαστε με σάμπα». Γιατί; Διότι το μεν πρώτο είναι το πιο πρωτότυπο και συναρπαστικό, το δε δεύτερο το αρτιότερο διήγημα της συλλογής.
(Σημ.: Ευχαριστούμε θερμά τις εκδόσεις “Μεταίχμιο” για την ευγενική αποστολή του βιβλίου «Το αποτύπωμα της κρίσης»).