Σταθεροί στο 2,75% παραμένουν οι τόκοι και για τον Ιούλιο, μετά τη χθεσινή απόφαση της Αποθεματικής Τράπεζας Αυστραλίας να μην αλλάξει τη νομισματική πολιτική της χώρας.
Σε ανακοίνωσή του, ο κυβερνήτης της Αποθεματικής Τράπεζας, Glenn Stephens, υπογραμμίζει, ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας είναι βραδύτερος από το μέσο, μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης και προειδοποιεί για βραδύρυθμη ανάπτυξη της οικονομίας στο εγγύς μέλλον.
«Ο βραδύς ρυθμός ανάπτυξης είναι αναμενόμενος καθώς η οικονομία προσαρμόζεται στις χαμηλές επενδύσεις στη βιομηχανία εξόρυξης μεταλλευμάτων. Η ανεργία ανέβηκε τον τελευταίο χρόνο και το κόστος παραγωγής μειώθηκε» σημειώνει ο κ. Stephens.
Αιτιολογώντας την απόφασή του, να μην ανεβάσει τους τόκους το Διοικητικό Συμβούλιο της Αποθεματικής αναφέρει, ότι «το ύψος των τόκων είναι ανάλογο των περιστάσεων. Εκτιμάται, ότι η ελεγχόμενη πορεία του πληθωρισμού αφήνει περιθώρια για περαιτέρω μείωση των τόκων, εάν το απαιτήσουν οι συνθήκες» αναφέρει η σχετική ανακοίνωση.
Με την άποψη της Αποθεματικής συμφωνεί ο Θησαυροφύλακας, Chris Bowen, ο οποίος δήλωνε χθες, ότι υπάρχει περιθώριο περαιτέρω μείωσης των τόκων.
«Αν διαπιστώσουμε την ανάγκη στήριξης της αυστραλιανής οικονομίας, εξ αιτίας της αστάθειας της διεθνούς οικονομίας ή διαφοροποίησης άλλων παραγόντων, η Αποθεματική Τράπεζα έχει τη δυνατότητα περαιτέρω μείωσης των τόκων» είπε ο νέος «τσάρος» της εθνικής οικονομίας.
Οικονομικοί αναλυτές σχολιάζουν, ότι οι δηλώσεις του Θησαυροφύλακα πιστοποιούν «διαφορετική, επί τω χείρω εκτίμηση της κατάστασης της εθνικής οικονομίας από τον κ. Bowen και τον πρωθυπουργό Kevin Rudd».
Η ανακοίνωση της Αποθεματικής προκάλεσε νέα πτώση της τιμής του δολαρίου Αυστραλίας στα 91,72 σεντς Αμερικής, από τα 92,20 σεντς που βρισκόταν πριν την ανακοίνωση.
Εκτιμάται, ότι μελλοντικά η Αποθεματική θα επιδιώξει τον καθορισμό της δημοσιονομικής πολιτικής της χώρας με εργαλείο την τιμή του εθνικού νομίσματος.
Στατιστικά στοιχεία δείχνουν, ότι η πτώση της τιμής του δολαρίου Αυστραλίας αύξησε την ανταγωνιστικότητα της τουριστικής και της μεταποιητικής βιομηχανίας, τους κλάδους της οικονομίας, που είχαν πληγεί άμεσα από την υψηλή τιμή του δολαρίου.