ΠΑΡΑΚΙΝΟΥΜΕΝΟΣ -όπως όλοι οι καταναλωτές- από τα διαφημιστικά σποτάκια, κάθισα προχθές το βράδυ και παρακολούθησα, στο πρόγραμμα Insight της SBS, μια συζήτηση για την Τουρκία.

ΑΝ και από πείρα γνωρίζω ότι τέτοιου είδους (τηλεοπτικές) συζητήσεις σπάνια συμβάλουν στο να σε κάνουν σοφότερο, κάθισα και την παρακολούθησα μήπως και βγάλω καμιά άκρη, για τους λόγους που οδήγησαν εκατοντάδες χιλιάδες γείτονές μας να εξεγερθούν.

ΣΤΗ συζήτηση έλαβαν μέρος μέλη της τουρκικής παροικίας, άνθρωποι που είχαν επισκεφτεί πρόσφατα την πατρίδα τους, «ειδικοί» αναλυτές από την Τουρκία και την Αυστραλία καθώς και άτομα που λαμβάνουν μέρος στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. 

ΑΝ μετά από μια ώρα έβγαλα, τέλος πάντων, κάποιο συμπέρασμα, ήταν το πόσο μοιάζουμε εμείς οι Έλληνες με τους γείτονές μας.

ΕΤΣΙ και έκλεινες τη φωνή της τηλεόρασης δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις αν πρόκειται για Τούρκους ή Έλληνες, που βρήκαν ακόμα μια ευκαιρία να διαφωνήσουν δημόσια.

Η «γλώσσα του σώματος» δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας για το «σεβασμό» που τρέφουν και οι δύο λαοί στο διάλογο και τη «βαρύτητα» που δίνουν στο να βρουν τρόπο να διαχειριστούν τις διαφωνίες τους, ώστε να καταφέρουν κάποια στιγμή να συμφωνήσουν.

ΤΟ κλίμα σε κάποιες στιγμές ήταν εκρηκτικό και η συζήτηση σώθηκε χάρη στην ψυχραιμία και αυστηρότητα της παρουσιάστριας, η οποία, επίσης, προσπαθούσε να βγάλει μια άκρη και να φωτίσει τους ενδιαφερόμενους τηλεθεατές της.

Η ατμόσφαιρα φορτίστηκε επικίνδυνα όταν εμφανίστηκε στο γυαλί ο εκπρόσωπος της τουρκικής κυβέρνησης, ο οποίος εν ονόματι της «τάξης και του νόμου», προσπάθησε να δικαιολογήσει, την αστυνομική βία και τον αυταρχισμό της κυβέρνησης Ερντογάν.

ΤΑ λεγόμενα του εκπροσώπου έκαναν… Τούρκο έναν Τούρκο ασπρομάλλη μουστακαλή παλιάς κοπής, ο οποίος «επαναστατικό δικαίω» πήρε το λόγο και άρχισε να λέει τα δικά του, απειλώντας τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, τον Ερντογάν και όσους διαφωνούσαν μαζί του.

ΠΕΝΤΕ λεπτά, που σε τέτοιου είδους τηλεοπτικές συζητήσεις είναι μια αιωνιότητα και δύο μέρες, χρειάστηκε η παρουσιάστρια να τον ηρεμήσει και να του αφαιρέσει το λόγο.

Η ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε στο στούντιο του σταθμού μου θύμισε τις Γενικές Συνελεύσεις της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης στις δεκαετίες του 1970 και ‘80, όταν ο κάθε πικραμένος «αριστερός» και «προοδευτικός» πήγαινε στη Συνέλευση να βγάλει τα απωθημένα του.

ΟΣΟΙ έτυχε να παρακολουθήσουν εκείνες τις «ιστορικές» Συνελεύσεις, ασφαλώς και θα θυμούνται τους ουρανοκατέβατους τύπους που φώναζαν και έβριζαν, χωρίς κανείς ποτέ να καταλάβει τι ακριβώς επεδίωκαν ή τι ήθελαν να πουν. 

ΜΙΑ δεύτερη διαπίστωση, απ’ όσα κατάλαβα ακούγοντας τους ομιλητές, ήταν ότι δεν κατάλαβα τίποτα!

ΘΑ έλεγα μάλιστα ότι η συζήτηση, όχι μόνο δεν απάντησε στα ερωτηματικά που είχα, αλλά πρόσθεσε και άλλα. Τόσο διαφωτιστική ήταν… 

ΚΑΙ, βέβαια, δεν έβγαλα κανένα συμπέρασμα γιατί δεν νομίζω ότι και οι εξεγερθέντες εξεγέρθηκαν γιατί είχαν κάποιο συγκεκριμένο αίτημα στο μυαλό τους όταν κατέβηκαν στην πλατεία Ταξίμ. 

ΑΥΘΟΡΜΗΤΑ κατέβηκαν, απ’ ό,τι τουλάχιστον είπαν τα άτομα που έλαβαν μέρος, και ο καθένας από τους συμμετέχοντες είχε τη δική του προσωπική ατζέντα, όπως και ο καθένας που έλαβε μέρος στη συζήτηση είχε τη δική του άποψη για τις αιτίες της εξέγερσης.

ΟΤΑΝ πριν λίγα χρόνια άρχισαν οι αυθόρμητες διαμαρτυρίες αυτού του είδους, οι ειδικοί είχαν αποφανθεί ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα συμβάλουν στο να αλλάξει ειρηνικά ο κόσμος.

ΜΙΑ από τις πρώτες αυθόρμητες μαζικές διαμαρτυρίες (όπως έλεγαν τότε) ήταν αυτή που έγινε στην Τεχεράνη το 2009 μετά τις εκλογές για τη νέα κυβέρνηση του Ιράν.

ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ, μάλιστα, global strategists (όπως αυτοαποκαλούνται οι «στρατηγικοί αναλυτές») είχαν προβλέψει ότι είναι τέτοια η δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν θα ήταν το πρώτο που θα «πλήρωνε τη νύφη» της οργής των αγανακτισμένων.

ΚΑΤΙ τέτοιο, όμως, δεν έγινε. Η αρχέγονη μέθοδος της βίαιης καταστολής των διαμαρτυρημένων υπερίσχυσε της μοντέρνας τεχνολογίας και η ζωή ξαναπήρε –αγκομαχώντας- τον ανήφορο της καθημερινότητας. 

ΚΑΙ, βέβαια, η αποτυχία της πρώτης εκείνης εξέγερσης δεν οφείλεται μόνο στην κρατική καταστολή, αλλά και σε πολλές άλλες (εξίσου σημαντικές) αιτίες.

Η κυριότερη από αυτές (κατά τη γνώμη μου) είναι η απουσία στόχων και κοινού οράματος των εξεγερμένων για τις επιδιωκόμενες αλλαγές που υποτίθεται ότι διεκδικούν.

ΣΕ αυτό, κυρίως, οφείλεται το γεγονός ότι μετά από λίγο χρονικό διάστημα ξεφουσκώνουν και οι οργισμένοι επιστρέφουν στον αναπαυτικό καναπέ του σαλονιού τους και ασχολούνται με το… κινητό τους.

Η κάθε μια, βέβαια, από τις μαζικές εξεγέρσεις που ακολούθησαν αυτή της Τεχεράνης έχει τα δικά της κίνητρα και τις δικές της ιδιαιτερότητες. Τις δικές της αιτίες και αφετηριακές αφορμές. 

ΑΥΤΟ που τις συνδέει, έως ένα βαθμό, είναι ο αυθορμητισμός και τα τεχνολογικά μέσα που δίνουν την ευκαιρία στους χρήστες τους να συγκεντρωθούν κάπου και να διαμαρτυρηθούν.

Η «Αραβική Άνοιξη» που άρχισε στην Τυνησία και επεκτάθηκε αργότερα στην Αίγυπτο, τη Λιβύη, την Υεμένη, την Ιορδανία, το Μπαχρέιν και τη Συρία δεν δικαίωσε όσους προφήτευαν (και προσδοκούσαν) συνταρακτικές αλλαγές και τον εκδημοκρατισμό των αυταρχικών καθεστώτων των πιο πάνω χωρών.

ΣΤΗΝ Τυνησία η κατάσταση επανήλθε εκεί που ήταν πριν την «Άνοιξη», το ίδιο συνέβη στην Υεμένη, την Ιορδανία και το Μπαχρέιν, στη Λιβύη γίνεται ακόμα «το έλα να δεις», η Αίγυπτος μετά και τις τελευταίες κινητοποιήσεις βρίσκεται στα πρόθυρα εμφυλίου, ενώ στη Συρία «έχει χάσει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα» και την συριακή «Άνοιξη» ακολούθησε ο εμφύλιος (με δεκάδες χιλιάδες θύματα) που τελειωμό δεν φαίνεται να έχει.

ΑΝ δείχνουν κάτι οι πιο πάνω εξελίξεις είναι ότι το twitter, το facebook, τα «έξυπνα κινητά» και τα υπόλοιπα τεχνολογικά gadget, δεν επαρκούν για να αλλάξουν τον κόσμο.

ΚΑΙ αυτές οι εξεγέρσεις (που τείνουν να ενσωματωθούν στο γενικότερο life-style της εποχής μας), όπως και πολλές επαναστάσεις των δύο περασμένων αιώνων, δεν έχουν καταφέρει να απαντήσουν στο ερώτημα της Χάνα Άρεντ που συνοψίζεται «στο τι θα γίνει την επόμενη μέρα της επανάστασης».

ΕΔΩ είναι που χαλάει η επαναστατική «μανέστρα». Όταν την «επόμενη» μέρα (και αφού έχει καταλαγιάσει ο ενθουσιασμός) παρελαύνουν δημόσια επί σκηνής τα μύρια όσα προβλήματα που απαιτούν «εδώ και τώρα» λύση.

Ο ξεσηκωμός της Αιγύπτου μιλάει από μόνος του. Μη έχοντας ζήσει ποτέ σε δημοκρατικό καθεστώς, πίστευαν ότι, ανατρέποντας τον διδάκτορα, Χόσνι Μουμπάρακ, η Δημοκρατία από μόνη της θα τους έλυνε τα μύρια όσα προβλήματα και θα βελτίωνε την ποιότητα της ζωής τους. 

ΣΤΗΝ πραγματικότητα όμως ελάχιστα πράγματα άλλαξαν, μετά τη μεγάλη (πράγματι) αλλαγή. 

Ο Μοχάμετ Μόρσι, και η «Μουσουλμανική Αδελφότητα» την οποία εκπροσωπεί, ούτε την ανισότητα κατάφερε να εξαλείψει ούτε τη γραφειοκρατία να πατάξει ούτε τους φτωχούς να ανακουφίσει ούτε και δουλειά στους ανέργους να δώσει.

Η επανάσταση (με τη βοήθεια της τεχνολογίας) αποδείχθηκε πολύ κατώτερη των δύσκολων και άλυτων προβλημάτων που αντιμετώπιζε (και συνεχίζει να αντιμετωπίζει) η αρχαιότερη χώρα του κόσμου.

ΑΝ κατάφεραν κάτι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ήταν να τους κατεβάσουν στις πλατείες και να κάνουν κτήμα του υπόλοιπου πλανήτη (που παρακολουθούσε με συμπάθεια) τα προβλήματά τους.

Η χώρα βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε χειρότερη κατάσταση απ’ ήταν με τον Μουμπάρακ, ενώ τα προβλήματα της καθημερινότητας γίνονται αβάσταχτα. 

ΔΕΝ υπάρχει αμφιβολία ότι στο μέλλον οι άνθρωποι θα βρουν (υποχρεωτικά) τρόπους να ξεπεράσουν τις σημερινές δυσκολίες και να οργανωθούν κατά τέτοιο τρόπο που θα τους επιτρέψει να αντιμετωπίσουν πιο μεθοδικά (και αποτελεσματικά) τα προβλήματά τους.

ΘΑ περάσουν, όμως, πολλά ακόμα χρόνια μέχρι να έλθει αυτή η μέρα… 

ΑΝ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατάφεραν κάτι είναι να δείξουν ότι ο κόσμος και ιδιαίτερα οι νέοι άνθρωποι (που ψάχνουν εξεγερμένοι να βρουν το δρόμο τους) θέλουν να αλλάξουν τούτο τον κόσμο. Και αυτό είναι σημαντικό. Γεια χαρά.