Με το θέμα των πολιτικών προσφύγων να αναδεικνύεται για άλλη μια προεκλογική περίοδο της Αυστραλίας ως μείζον, ο «ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ» στην προσπάθειά του να αναδείξει όλες τις πτυχές του ζητήματος φιλοξενεί σήμερα συνέντευξη με τον ομογενή Κωνσταντίνο Καραπαναγιωτίδη, τον ιδρυτή και επικεφαλής του μεγαλύτερου Κέντρου Υποστήριξης Προσφύγων στη χώρα μας.
Ο Κωνσταντίνος Καραπαναγιωτίδης, βραβευμένος ανάμεσα σε άλλα και με το μετάλλιο του Τάγματος της Αυστραλίας (ΟΑΜ), μεγάλωσε στο Mount Beauty, μια μικρή κωμόπολη της Βικτώριας, περίπου 350 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Μελβούρνης. Οι αγρότες γονείς του μετανάστευσαν στους Αντίποδες τη δεκαετία του 1960. Ιδιαίτερη πατρίδα της μητέρας του είναι η Μεσσηνία, ενώ ο πατέρας, γιος προσφυγικής οικογένειας που γλίτωσε από τη γενοκτονία των Ποντίων, μεγάλωσε στην Άψαλο της Πέλλας, ένα χωριό κοντά στην Έδεσσα.
Ο Κον, όπως τον αποκαλούν οι συνάδελφοί του, ίδρυσε τον Ιούνιο του 2001 μαζί με τους τότε σπουδαστές του το Κέντρο Υποστήριξης Προσφύγων (Asylum Seekers Resource Centre) στο Nicholson Street του Footscray. Αυτό το Κέντρο είναι που 12 χρόνια μετά, με έδρα τη Δυτική Μελβούρνη κοντά στο Flagstaff Gardens, γιγαντώθηκε, αγκαλιάστηκε από την ευρύτερη κοινωνία των πολιτών της πόλης μας και έγινε το μεγαλύτερο σε ολόκληρη την Αυστραλία.
Ξεκινήσαμε τη συζήτηση ρωτώντας τον μέσα από ποιους δρόμους έφτασε να εργάζεται για την υπόθεση των πολιτικών προσφύγων. «Οι γονείς μου ήταν αυτοί που με ενέπνευσαν», μου είπε. «Προέρχομαι από μια οικογένεια με αγροτικό παρελθόν. Οι γονείς μου ήρθαν ως μετανάστες στην Αυστραλία λόγω φτώχειας και εργάστηκαν σκληρά σε καπνοχώραφα και σε εργοστάσια. Έβλεπα τους γονείς μου να εργάζονται σκληρά και να τους εκμεταλλεύονται. Για 15 χρόνια, μέχρι το 1985, έζησα και μεγάλωσα στο Mount Beauty. Ήμασταν η μια από τις δυο ελληνικές οικογένειες. Τους γονείς μου τους έβριζαν όταν μιλούσαν ελληνικά στο δρόμο και κάθε δεύτερη κουβέντα που άκουγα εγώ εμπεριείχε τη λέξη wog. Όταν σε λένε και Καραπαναγιωτίδη, μάλιστα, και όχι για παράδειγμα Jones…». Το προσωπικό του βίωμα αλλά και οι αρχές, που του έδωσαν οι γονείς του, όπως μας λέει ήταν η αφετηρία. «Με έμαθαν να νοιάζομαι για τα κοινά, να ζω με αξιοπρέπεια και να έχω αρχές».
Θυμάται πόσο σημαντική απώλεια ήταν για αυτόν ο θάνατος του πατέρα του όταν ήταν 27 ετών, ενός ατόμου που ενώ ήταν πολύ καλός μαθητής αναγκάστηκε, λόγω συνθηκών, να αφήσει το σχολείο στα 9 του χρόνια για να βοηθήσει την οικογένειά του. Φέρνει στην κουβέντα μας τα λόγια της μητέρας του, που κάθε τόσο αγανακτεί με τη συμπεριφορά πολλών πολιτικών έναντι των προσφύγων. «Βλέπω τους πολιτικούς πρόσφυγες και σκέπτομαι πως αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι οι ίδιοι μου οι γονείς κάτω από διαφορετικές συνθήκες», μου λέει.
Στα 18 του χρόνια πήγε στο Πανεπιστήμιο La Trobe για να σπουδάζει Ψυχολογία. «Τώρα κάνω με υποτροφία ένα μεταπτυχιακό στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης. Είναι το 6ο μου πτυχίο» αναφέρει. Ανάμεσα σε άλλα, o Κον είναι δικηγόρος, αλλά και κοινωνικός λειτουργός. «Η Παιδεία για μένα είναι εξουσία, είναι δυνατότητα επιλογών, είναι ικανότητα να μπορείς να επιστρέψεις κάτι στην κοινωνία» τονίζει.
Ποια ήταν η καθοριστική στιγμή για σένα, που σε βοήθησε να βρεις το δρόμο που διανύεις τώρα, τον ρώτησα, και μου απάντησε: «Στα 18 μου άρχισα να κάνω εθελοντική δουλειά στο Πανεπιστήμιο. Συνολικά πρέπει να πέρασα στη ζωή μου από περισσότερες από 20 οργανώσεις κοινωνικής προσφοράς. Δούλεψα με ασθενείς του AIDS, με άστεγους, με εργάτριες του σεξ, με ετοιμοθάνατα παιδιά. Το κοινό σημείο για τους περισσότερους από αυτούς τους ανθρώπους είναι η φτώχεια και ο αποκλεισμός από την οικονομική δραστηριότητα και τις ευκαιρίες της ζωής», υποστηρίζει με έμφαση.
Πότε ξεκίνησες να εργάζεσαι για τους πολιτικούς πρόσφυγες τον ρώτησα, επιδιώκοντας μια πιο συγκεκριμένη απάντηση: «Δίδασκα σε κολέγιο TAFE, οι σπουδαστές μου που ήταν από αδύναμες κοινωνικές ομάδες που διψούσαν για μόρφωση αλλά δεν έβρισκαν να κάνουν πρακτική εξάσκηση. Έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι δικό μας, να μοιράζουμε φαγητό σε όσους το είχαν ανάγκη. Έτσι γεννήθηκε το πρώτο Κέντρο Υποστήριξης Προσφύγων στο Footscray. Δώδεκα χρόνια μετά έχουμε βοηθήσει περισσότερα από 10.000 άτομα από 98 διαφορετικές χώρες. Έχουμε 872 εθελοντές και εθελόντριες και 45 άτομα προσωπικό. Αυτές τις μέρες ανοίγουμε το νέο μας Κέντρο στο Dandenong».
Ο ετήσιος προϋπολογισμός του Κέντρου ανέρχεται σε περίπου 4 εκατομμύρια δολάρια. Το 50% του προϋπολογισμού προέρχεται από την ενίσχυση άλλων φιλανθρωπικών οργανώσεων, το 6% από την πολιτειακή κυβέρνηση, ενώ το υπόλοιπο ποσό καλύπτεται από συνεισφορές υποστηρικτών, από εκδηλώσεις οικονομικής ενίσχυσης και από τη δραστηριότητα δυο κοινωνικών εταιρειών για σίτιση και καθαρισμό που έχει δημιουργήσει το Κέντρο.
Μιλάει με πάθος, αλλά εγώ τον διακόπτω επιθυμώντας να μάθω με ποιους τρόπους υποστηρίζουν τους πολιτικούς πρόσφυγες στο Κέντρο τους. «Έχουμε πολλούς δικηγόρους, γιατρούς, δασκάλους, καθηγητές και άλλους/ες που είναι εθελοντές. Παρέχουμε νομική, ιατρική, οικονομική, σιτιστική υποστήριξη της τάξης των 25 εκατομμυρίων δολαρίων το χρόνο. Δίνουμε 750 ζεστά γεύματα την εβδομάδα για 50 λεπτά το γεύμα. Έχουμε 23, συνολικά, προγράμματα υποστήριξης προσφύγων. Όλα κινούνται γύρω από τους άξονες παροχής άμεσης βοήθειας, με αναφορά στην κοινωνική δικαιοσύνη, στην αξιοπρέπεια των ανθρώπων, στη δημιουργία νέων κοινοτήτων που τόσο έχουν ανάγκη».
Με αφορμή τα όσα μου είπε για τη μεγάλη συνδρομή στο έργο τους από την ευρύτερη κοινωνία τον ρώτησα να μου πει, από πού προέρχονται οι εθελοντές και οι εθελόντριές τους, αλλά και αν υπάρχουν ανάμεσά τους άτομα μεταναστευτικής καταγωγής από τις χώρες της Μεσογείου. Η απάντησή του ήταν αποκαλυπτική. «Έχουμε πρώην πολιτικούς πρόσφυγες που μας βοηθούν, έχουμε άτομα Βιετναμέζικης και Εβραϊκής καταγωγής. που οι οικογένειές τους υπήρξαν πρόσφυγες, όμως οι Έλληνες και οι Ιταλοί, για παράδειγμα, είναι λίγοι». Επέμενα να μάθω γιατί, κατά την άποψή του, υπάρχουν τόσα λίγα άτομα ελληνικής καταγωγής που προσφέρονται να τους βοηθήσουν και μου απάντησε πως, κατά τη γνώμη του, ορισμένοι ντρέπονται για την καταγωγή τους, άλλοι θεωρούν πως ό,τι πέτυχαν στη ζωή τους το πέτυχαν με τη δική τους ατομική προσπάθεια, άλλοι είναι απλά υλιστές, μου είπε.
«Η γενιά των γονιών μας έστειλε αντικρουόμενα μηνύματα. Από τη μια πλευρά, θέλανε την επιτυχία των παιδιών τους και, από την άλλη, επιθυμούσαν να διατηρήσουν αξίες που τους βοήθησαν να επιτύχουν στη ζωή, αξίες όπως η αυτοθυσία, η αξιοπρέπεια, η κοινωνική προσφορά. Επίσης, νομίζω πως η ελληνοαυστραλιανή κοινότητα στερείται ηγεσίας. Βλέπεις την Εκκλησία να είναι απαθής, απολιτικοποιημένη και συντηρητική. Θεωρώ πως η Ελληνική Εκκλησία έχει πολλές ευθύνες. Νομίζω πως οι ελληνικής καταγωγής πολιτικοί είναι συντηρητικοί. Πού είναι τα πρότυπά μας;» αναρωτιέται και συνεχίζει. «Θεωρώ πως υπάρχουν ειλικρινείς και καλοί άνθρωποι στις κοινότητές μας, αλλά στη φιλανθρωπία, στον ακτιβισμό πού βρίσκονται; Είμαι απογοητευμένος με την κοινότητά μου και παλεύω με μια αντίφαση μέσα μου, γιατί είμαι περήφανος για την καταγωγή μου και συνεχώς υποστηρίζω την Ελλάδα και τους Έλληνες τώρα που δέχονται επιθέσεις με αφορμή την κρίση».
Θέλησα να μάθω γιατί, κατά την άποψή του, δεν αντιμετωπίζονται οι πολιτικοί πρόσφυγες από τον πολύ κόσμο με συμπάθια, τουλάχιστον όπως αποδεικνύουν οι δημοσκοπήσεις. «Η άγνοια, ο φόβος, ο ρατσισμός κυριαρχούν στη δημόσια σφαίρα. Οι πολιτικοί και τα μέσα εκτρέφουν μια μυθολογία. Οι Αυστραλοί υποστηρίζουν αποδεδειγμένα, σύμφωνα με τις έρευνες, τη μετανάστευση. Όταν, όμως, η λέξη μετανάστης αντικαθίσταται με τη λέξη πολιτικός πρόσφυγας μια υποστήριξη του 75% γίνεται εναντίωση της τάξης του 75%. Η Αυστραλία δεν έχει τη θεώρηση της Ευρώπης που βλέπει τα πράγματα συγκριτικά».
Τον ρώτησα να μου πει πόσο κοντά στην αλήθεια είναι η δημόσια εικόνα που έχουμε σχετικά με το μέγεθος του ζητήματος και μου είπε «Η Αυστραλία σύμφωνα με στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες το 2012 ήταν η 47η χώρα στην παγκόσμια κατάταξη σχετικά με τον αριθμό των μεταναστών που φιλοξενούσε. Αν σε αυτό το νούμερο προσθέσουμε και την παράμετρο του πλούτου μας πέφτουμε στην 77η θέση της παγκόσμιας κατάταξης!».
Λίγο πριν αποχαιρετιστούμε μου αναφέρει και άλλα εντυπωσιακά στατιστικά στοιχεία, άγνωστα για τον πολύ κόσμο. «Έχουμε προϋπολογίσει ως χώρα για τα επόμενα τρία χρόνια να διαθέσουμε 8 δισεκατομμύρια δολάρια για να κάνουμε Κέντρα Φύλαξης Πολιτικών Προσφύγων. Αυτά τα χρήματα είναι πολύ περισσότερα από τα συνολικά χρήματα που θα δοθούν στα σχολεία μας σύμφωνα με τη μεταρρύθμιση Gonski αλλά και στους αναπήρους μας. Κι όλα αυτά όταν την τετραετία 2008-2012 το 94% όσων ήρθαν και ζήτησαν πολιτικό άσυλο το πήραν γιατί ήταν πολιτικοί πρόσφυγες. Αυτό το 94% είναι μελλοντικοί πολίτες της Αυστραλίας. Γιατί να μην διατεθούν τα 8 δισεκατομμύρια για αληθινές ανάγκες ανθρώπων που δεν έχουν πλέον και το δικαίωμα εργασίας, ενώ επιθυμούν να εργαστούν σε δουλειές στις οποίες δεν εργάζονται άλλοι;».
Αποχαιρετώντας τον με ρωτάει τι συμβαίνει στην κοινωνία μας; «Τον περασμένο αιώνα η Αυστραλία υποδέχτηκε 700.000 μετανάστες. Η Μελβούρνη είναι η πιο επιτυχημένη πολυπολιτισμική πόλη του κόσμου. Πάνω από 40% του πληθυσμούς τη Βικτώρια έχει αναφορές στο εξωτερικό. Το 29% των μικροεπιχειρηματιών στην πολιτεία μας είναι μετανάστες που γεννήθηκαν στο εξωτερικό. Τι συμβαίνει με εμάς σήμερα;» αναρωτήθηκε ο ίδιος ρωτώντας ταυτόχρονα κι εμένα…
Είπαμε να κρατήσουμε μια επαφή. Τον αναζήτησα ξανά προχθές με αφορμή τις δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών, Bob Carr, πως αρκετοί πολιτικοί πρόσφυγες είναι τελικά οικονομικοί μετανάστες. «Οι δηλώσεις του Carr είναι σκόπιμες, τις κάνει έτσι ώστε οι Αυστραλοί να νοιάζονται ακόμη λιγότερο για τις ζωές των προσφύγων. Ο Tony Abbot το πήγε ένα βήμα πιο πέρα λέγοντας ότι θα στείλει πίσω τα σαπιοκάραβα ακόμη και αν αυτό κοστίσει σε ανθρώπινες ζωές. Τα λένε αυτά στο όνομα της ψηφοθηρίας παρ’ ότι από το 2008 το 94% των ατόμων που ήρθαν με σαπιοκάραβα έγιναν επίσημα αποδεκτά ως πολιτικοί πρόσφυγες».