Αιωνόβια και… με το χρόνο ερωτευμένο μαζί της

Πρόσωπο φωτεινό, δέρμα ροδαλό, βλέμμα λαμπερό και έξυπνο, μνημονικό διαυγές, η 100χρονη Σταυρονίκη Κυριάκου, σίγουρα καταρρίπτει όλα τα ρεκόρ αντίστασης στο χρόνο.

Τη βρήκα να πλέκει σεμέν με το βελονάκι, με λεπτό, λεπτότατο λευκό νήμα χωρίς τη βοήθεια φακών! «Τα μάτια μου δόξα των Θεώ βλέπουν μια χαρά ακόμη». Το ίδιο καλή είναι η ακοή της, και οι υπόλοιπες αισθήσεις της που ο χρόνος, ερωτευμένος για πάντα, ως φαίνεται, μαζί της, δεν τόλμησε ούτε καν ν’ αγγίξει!

Μένω να τη θαυμάζω από την πρώτη στιγμή που την αντικρίζω, άφωνη σχεδόν στην αρχή και μετά, όση ώρα μιλάμε – με τον υπέροχο, ολοζώντανο τρόπο που έχει να χρωματίζει το λόγο της και να δίνει εικόνες φρεσκολουσμένες, στο δροσερό νερό της μνήμης – να προσπαθώ να ξεκλειδώσω το μεγάλο μυστικό, να βρω τον μυστικό κώδικα που την κρατά πανέμορφη, ζωηρή, απτόητη, δυναμική και απίστευτα κοκέτα στα 100 της!

Με αρώματα Oscar de la Renta και Loulou στα συρτάρια της, με φυσικών στοιχείων κρέμα θρεπτική πάντα στην κατοχή της, με νύχια περιποιημένα σε ζωηρό τριανταφυλλί, ακριβώς στη συγκεκριμένη απόχρωση πάντοτε, άθελά της σου δημιουργεί κάποια ερωτηματικά ανασφάλειας. Υπάρχει ακόμη ο φόβος να οδηγηθείς σε εύκολους διεξόδους των ερωτημάτων και αποριών σου, που δεν είναι βέβαια το ευστοχότερο, αλλά ούτε και το απλούστερο.  Διότι τίποτε δεν είναι απλό, όταν έχεις απέναντί σου μια κυρία 100 χρόνων που ο χρόνος την αντίκρισε, υποκλίθηκε μπροστά της και την προσπέρασε!

ΑΝΑΔΡΟΜΗ

Η αναδρομή στα παιδικά της χρόνια, στον Λεπέτυμνο Μολύβου, Λέσβου, όπου γεννήθηκε 10 Ιουνίου το 1913, γίνεται αβίαστα, μεθοδικά, με βήμα σταθερό και βλέμμα που αγκαλιάζει το πριν και το τώρα με καταπληκτική διαύγεια και ευκρίνεια. Δεν μπερδεύει ημερομηνίες αλλά ούτε και περιστατικά. Τα ορόσημα στη ζωή της, οι κρυφοί της πόθοι, τα όνειρά της, τα πιστεύω της, οι αρχές της, εκφράζονται με τάξη και ζωηρότητα.
Είναι μια θαυμάσια συζητήτρια που ξέρει πολύ καλά πώς να χρωματίσει το λόγο της, πώς να σου δώσει χρόνο να συλλάβεις τις εικόνες, να ζητήσεις απαντήσεις σε τυχόν απορίες ή ερωτηματικά που φέρνει μαζί της η αφήγηση.

Ξεκινά από αυτά που την καίνε περισσότερο, τις αντιλήψεις μιας άλλης εποχής, στην αρχή – μην το ξεχνάμε αυτό – του περασμένου αιώνα.
Ευγενής, όσο και πρακτική στην προσέγγιση θεμάτων, φανερό ότι θέλει να μου δώσει  από την αρχή, τα βασικά στοιχεία προκειμένου να φιλοτεχνήσω με ακρίβεια το πορτραίτο της: “Ήθελα να πάω στο σχολείο, έστω να τελειώσω το Δημοτικό που πρόσφερε τότε το χωριό. Συνέβη όμως να είμαι , σε οικογένεια τεσσάρων κοριτσιών και τριών αγοριών, το πρώτο κορίτσι, επομένως στους ώμους μου έπεφταν οι ευθύνες όλης σχεδόν της οικογένειας. Ήμουν η νοικοκυρά του σπιτιού από τα εφτά μου χρόνια.
Ο πατέρας μου γεωργός και άριστος κλαδευτής, ένας πραγματικός καλλιτέχνης στο κλάδεμα της ελιάς, η μητέρα μου καθημερινά στα χωράφια, κάθε πρωϊ, μου έδινε οδηγίες για το  τι θα  μαγειρέψω και όλα τα άλλα που έπρεπε να κάνω, φροντίζοντας ταυτόχρονα και τα αδέλφια μου. Έκανα πρασόπιττες με φύλλο που έμαθα μόνη μου να ανοίγω, από τότε που θυμάμαι τον κόσμο», θα πει μ’ ένα ζεστό χαμόγελο που φαίνεται ν’ αγκαλιάζει όλη τη διαδρομή από τότε μέχρι τώρα.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ

Η μεγάλη πρόκληση της μέρας, όπως θα πει η συνομιλήτριά μου, ήταν ‘να κλέψει ώρα για το σχολείο’: «Πήγαινα μόνο να πάρω το μάθημα και έφευγα τρεχάτη. Η δασκάλα μου, η κυρία Μοσχούλα, γνώριζε το πρόβλημα και τις ευθύνες που είχα πάνω μου και με βοηθούσε. Μπορώ μάλιστα να πω ότι θαύμαζε το ταμάχι (πόθο) που είχα για τα γράμματα. Εκτός από τα μαθήματα διάβαζα ό,τι άλλο έπεφτε στα χέρια μου και έβλεπα τον πατέρα μου να με κοιτάζει με κρυφό καμάρι. Με το ίδιο καμάρι το οποίο δε φοβόταν και να το φανερώσει, με κοίταζε όταν δοκίμαζε το φαγητό που μαγείρευα. «Μα τι έχεις βάλει μέσα και είναι τόσο νόστιμο;» ρωτούσε.
Ήταν κάτι που, χρόνια αργότερα, θα έλεγε και ο άντρας μου για να με ευχαριστήσει.

‘Ο,τι έκανα ήθελα να είναι όσο καλλίτερο γινόταν», θα πει απλά, χωρίς να ξέρει ότι αυτή τη στιγμή, εκεί, εκ του προχείρου, έδινε τον ορισμό ητς τελειομανίας που την κατέχει μέχρι σήμερα, είτε πρόκειται για την ενυδάτωση της επιδερμίδας της, είτε για τον αμυγδαλένιο μπακλαβά με φύλλο του χεριού.

Κοιτάζω τα γαλάζια της μάτια που λάμπουν, το ζεστό, φιλικό της χαμόγελο, τις κινήσεις της που εκπέμπουν μια λεπτότητα και δυναμισμό μαζί, και προσπαθώ να εντοπίσω, όσο πιο αθόρυβα γίνεται, τον μυστικό κώδικα αυτής της απίστευτης εικόνας που έχω μπροστά μου, ιδιαίτερα όταν πληροφορούμαι ότι ‘ποτέ δε σκέφτεται το θάνατο σε σχέση με την ίδια, αποφεύγει δε συστηματικά το πέρασμά του, από άλλους. «Δεν πηγαίνει ποτέ σε κηδείες», θα με πληροφορήσει η κόρη της Νίτσα που παρακολουθεί αθόρυβα τη συζήτηση, το ίδιο, όπως και ο άντρας της ο Θανάσης που θεωρεί καθήκον του να βάλει κι’ εκείνος τη δική του πινελιά στο πορτραίτο που φανερό, προσπαθώ με ακρίβεια να φιλοτεχνήσω. «Είναι πολύ δυναμική. Δεν κολλάει πουθενά. Είναι το μεγάλο αφεντικό», θα πει λακωνικά, ατάκα που θα πιάσει στον αέρα η πρωταγωνίστρια της σκηνής και θα επιβεβαιώσει «Εγώ είμαι το αφεντικό. Δε μπορεί κανείς να μου πει τι θα κάνω».

ΑΥΡΙΟ ΜΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΜΕΡΑ

«Η μαμά ήταν ανέκαθεν δυναμική και ήξερε ακριβώς τι ήθελε. Έχει μεγάλη δε δεξιότητα στο να βρίσκει λύσεις, χωρίς μεγάλη προσπάθεια. Το κυριότερο όμως είναι ένας αισιόδοξος άνθρωπος. Δεν τα βάζει μέσα της».

H κόρη το είπε ανέμελα, χωρίς καν να υποψιάζεται ότι , αυτή τη στιγμή, μου πρόσφερε το κλειδί που περίμενα τόση ώρα για να ξεκλειδώσω το μυστικό κώδικα.
Ανταλλάζουμε ένα γρήγορο βλέμμα και με την οξυδέρκεια που θαυμάζω τόση ώρα σε κείνη, συλλαμβάνει τι επεξηγήσεις χρειάζομαι και με προφταίνει με τους γρήγορους βηματισμούς της σκέψης της: «Όσες αναποδιές και στενοχώριες έρχονται τις πετώ απ’ έξω. Δεν τις αφήνω να μπούνε μέσα μου. Λέω πάντα στον εαυτό μου «αύριο θα ξημερώσει μια υπέροχη μέρα. Όσο κι’ αν φαίνεται κατάμαυρη σήμερα, αύριο θα είναι άσπρη, κάτασπρη».

Είναι σα να ακούω τη Σκάρλετ από το «Όσα παίρνει ο άνεμος» που ενώ όλα καίονται γύρω της, θα πει το περίφημο «Θα κλάψω αύριο». Στην ουσία είναι αποφασισμένη να μην κλάψει ποτέ!

ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΕΠΕΤΥΜΝΟ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΤΟΥ ΑΪΦΕΛ

H κ. Σταυρονίκη Κυριάκου, μπορεί να γεννήθηκε στην αρχή του περασμένου αιώνα σ’ ένα μικρό χωριό της Λέσβου, αυτό όμως, όπως ήδη έχει φωτιστεί από τη συζήτηση, δεν την εμπόδισε να καταλάβει το νόημα της ζωής, στην πιο βαθειά και μυστηριώδη, ίσως, έννοια της.
«Είμαστε εδώ για να βοηθάμε, να αγαπάμε τον πλησίον μας, αλλά και να κάνουμε τη ζωή μας όσο πιο όμορφη γίνεται».
Μεγάλωσε πέντε παιδιά με έναν άντρα που τη λάτρευε, ψηλό και πανέμορφο, 20 χρόνια μεγαλύτερό της και δυο μικρά κοριτσάκια, που αγάπησε σα να τα είχε γεννήσει η ίδια, έζησε στο ρόλο που λάτρευε, να είναι άριστη νοικοκυρά, να κάνει κουμάντο και να κρατά τα λεφτά του σπιτιού, έχασε όμως τον άντρα της σχετικά νωρίς. Ήταν μόλις σαρανταδύο χρόνων.

«Είχα προλάβει να χαρώ την οικογενειακή ζωή μαζί του, να νοιώσω τη χαρά, την αγάπη ενός λεβέντη άντρα, τη μεγαλοψυχία του, τη γαλήνη που φέρνει στο σπίτι η ομόνοια ανάμεσα σ’ ένα ζευγάρι. Μαζί, στην κατοχή, βοηθούσαμε όλους εκείνους που είχαν ανάγκη. Θυμάμαι πόσο ευτυχισμένος ήταν και πόσο με καμάρωνε και δεν το έκρυβε όταν το ’41 ζύμωνα ψωμί για τους εργάτες που είχαμε και τους μαγείρευα να φάνε το ίδιο φαγητό που τρώγαμε κι’ εμείς. Δεν ξεχνώ, ακόμη, πόσο ευτυχισμένος και περήφανος ήταν, και πόσο εκδήλωνε όλα αυτά που αισθανόταν, όταν μ’ έβλεπε να νοιάζομαι και να φροντίζω αθόρυβα τους δικούς του, όπως, για παράδειγμα, να στείλω ένα καλάθι με λαχανικά στον αδελφό του, από εκείνα που δεν είχε ή να βοηθήσω κάποιον που ερχόταν στην πόρτα να ζητήσει τρόφιμα για τα παιδιά του. Ζήσαμε μαζί όλες αυτές τις σκληρές στιγμές της κατοχής που ό,τι είχε ο ένας το μοιραζόταν με τον άλλον, αλλά η ανθρωπιά έδινε χαρά στη ζωή μας. Αυτό είναι μεγάλο. Μην το ξεχνάς!».
Μιλώντας για φαγώσιμα και ερχόμενοι … στα γήϊνα θέματα ρωτώ ‘ποιες είναι οι διατροφικές της συνήθειες’.

Την απάντηση θα τη δώσει ο γαμπρός της Θανάσης που έχει τη χαρά να ζει μαζί της με την οικογένειά του, 46 ολόκληρα χρόνια. «Ποιότητα! Μικρή ποσότητα, αλλά άριστη ποιότητα. Χόρτα πολλά, άγρια κατά προτίμηση και φρούτα από σύκα μέχρι μάνγκος και λάϊτσις. Πολλά όμως!».
Η κ. Σταυρονίκη, κουνά χαμογελαστή το κεφάλι της σε σημείο επιβεβαίωσης και συμπληρώνει ότι ποτέ δεν τρώει χθεσινό ούτε ξαναζεσταμένο φαγητό, αλλά ούτε και κρύο. Το κρέας πρέπει να είναι ένα ωραίο άπαχο κομμάτι ψαχνού μοσχαρίσιο, φιλέτο κότας ή ψάρι ολόκληρο, όχι φιλέτο». Είναι κανόνες που δεν τους παραβαίνει ποτέ, οι άλλοι γνωρίζουν και πράττουν αναλόγως.

Μέχρι πρότινος, όπως θα πει η κόρη της, πήγαινε κάθε χρόνο στην Ελλάδα και με τις φίλες της έχει  επισκεφτεί την Ευρώπη, έχει κάνει βόλτα στο Σηκουάνα και έχει ανέβει στον Πύργο του Άϊφελ».

«Ξέχασες το Ντισνεϊ Λαντ», της υπενθυμίζει, κλείνοντας σε μια απίστευτη νότα μια συνάντηση που θα θυμάμαι για πάντα.