Η δική μου αλήθεια, μεταξύ σφύρας και άκμονος, ως προς την διαχρονική αντιπαλότητα σχετικά με την τέχνη του λόγου, ή της λογοτεχνίας αν προτιμάτε, στην ούτως ή άλλως τάλαινα ελληνική μας παροικία.
Προσπαθώ σε βάθος χρόνου να κατανοήσω ποιά τα πραγματικά αίτια τριβής τόσο αυτών που εκθέτουν το λόγο τους, άρα και υπόκεινται σε κριτική, όσο και των κριτών αυτών.

Δεν διεκδικώ γλαύκας, το γνωρίζω καλά, αλλά χρόνια στο κουρμπέτι, δικαιούμαι να καταθέσω τη δική μου αλήθεια. Κατ’ εμέ, και εκ προοιμίου, δύο είναι τα βασικά καθοριστικά στοιχεία στη διαμόρφωση, εξέλιξη και συμπεριφορά της ανθρώπινης ύπαρξης.
Πρώτον το γονίδιο (κληρονομικότης) και δεύτερον οι εξωτερικοί παράγοντες (οικογένεια, κοινωνία, παιδεία, ενασχόληση κ.ά.). Τα δύο αυτά στοιχεία αλληλοεπηρεάζονται θετικά ή αρνητικά.

Ως προς το ποσοστό αλληλεπίδρασης οι γνώμες διίστανται κυρίως των πλέον ειδημόνων ή και ότι ουδεμία σχέση έχουν μεταξύ τους. Προσωπικά πιστεύω ότι έχουν και είναι αυτά που εμπλέκονται και στο θέμα μας.

Οι κριτές πρώτον και προπαντός οι έχοντες επαγγελματική πρόσβαση στα μέσα ενημέρωσης, ενίοτε υπό τον μανδύα αντικειμενικής κρίσης, αναπόφευκτα υπόκεινται και οι ίδιοι σε κριτική, αφού εκθέτουν το λόγο τους. Αν λάβουμε ως δεδομένο, και πρέπει να το λάβουμε, ότι η όποια κριτική είναι μόνο υποκειμενική, την προσπερνάμε ή την προσμετράμε αναλόγως.

Ομολογώ ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που είχα συνυπογράψει τέτοιου είδους κριτικές, όπως και άλλες τόσες που είχα προσπεράσει. Γνωρίζοντες ότι το κίνητρο είναι πάντα υποκειμενικό δεν θα έπρεπε να προκαλούμε… καραμπόλα.
Ειρήσθω εν παρόδω, αντιπαρέρχομαι τους αυτοπροβαλλόμενους multi-δοκτορόπληκτους κριτές, καθώς και τους αγγλογλωσσόπληκτους (αυτή είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία). Το πρόβλημά μας όμως δεν είναι τόσο οι κριτές όσο οι κρινόμενοι και εδώ είναι που αρχίζουν τα δύσκολα.
Σε όλες τις εκφάνσεις του βίου μας υπάρχει μια ποιοτική διαβάθμιση και δεν θα μπορούσε φυσικά να υπάρξει εξαίρεση και στην πνευματική δημιουργία στην ελληνική μας παροικία γιατί σ’ αυτήν περιοριζόμαστε.

Να εξαιρέσουμε εδώ όσους κατάφεραν να προσπεράσουν αλώβητοι τις συμπληγάδες των κριτών είτε πληρούσαν είτε όχι τους όρους του χώρου. Υπό το θαμπό όμως φως της δημοσιότητας διακρίνει κανείς τα όσα μύρια.

Ενδεικτικά, από όσα η μνήμη συγκρατεί και ο «καιρός» επιτρέπει:
Ιστορικές μαρτυρίες κατά το δοκούν. Χρυσοποίκιλτες ιστορικές αναφορές, ανύποπτης ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
Κατά παραγγελίαν βιογραφήματα, ψυχογραφήματα, αερογραφήματα. Συγγραφείς κατά φαντασίαν (αμελητέος αριθμός σελίδων). Στιχοπλόκους, ών ο αριθμός ούκ έστιν τέλος.

Λογοτεχνικές, ρητορικές κορώνες υποβαθμισμένες ως εκεί που δεν πάει άλλο. Εν ολίγοις και κατά τον διαχρονικό Γ. Σουρή: «Της προβατίνας το μαλλί πουλιέται για μετάξι».

Υπάρχει όμως και το αντίπαλο δέος και εμείς μόνο με δέος επιβάλλεται να ανταποκριθούμε. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν καταθέσει ψυχή και πνεύμα και εξακολουθούν να το πράττουν υπέρ όλως μας. Άνθρωποι που δημιουργούν και παραμένουν συνειδητά στο περιθώριο κι’ άλλοι που δημιουργούν αλλά εμφανίζονται μόνο υπό βροχή υποβαστάζοντας ομπρέλα.

Για να αξιολογήσει κανείς, να αναλύσει, να ταξινομήσει, να αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, πάντα με υποκειμενικά κριτήρια, πρέπει να είναι χαλκέντερος και να διαθέτει υψίστης σημασίας κρίση. Αλλά, ποιός θα αναλάβει να ξεχωρίσει την ήρα απ’ το στάρι και γιατί να το κάνει. Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει.

«Ανάμικτα όλα, κι όλα αδελφωμένα
σε μίαν απέραντη αρμονία ταιριασμένα,
Στην πολυσύνθετη αρμονία της ζωής»
κατά τον Α. Προβελέγγιο, σ’ ένα από τα ωραιότερα ποιήματά του υπό τον τίτλο: «Η ζωή».
Θα ήταν άδικο να μην επισημάνουμε εδώ και μια ιδιαιτερότητα που αφορά την «αμφιλεγόμενη» λογοτεχνία μας προερχόμενη κυρίως από την πρώτη γενιά. Το πλήρωμα του χρόνου, άποψή μου είναι, εύρε εαυτήν στα βράχια μιας απέραντης μοναξιάς. Η μοναξιά από την φύση της είναι δημιουργική αλλά είναι επώδυνη. Αρκετοί απ’ αυτούς πήραν μολύβι και χαρτί και κατέγραψαν, τι άλλο, τον πόνο τους. Και ναι, τα γραφόμενα, ίσως όχι όλα, δεν έχουν λογοτεχνική αξία κρύβουν όμως μια ιστορική αλήθεια.

Πιστεύω, και το έχω ξαναπεί, ο ερευνητής του μέλλοντος, και σ’ αυτήν την «αμφιλεγόμενη» λογοτεχνία θα καταφύγει προς αποκατάστασιν της πορείας της μαζικής μετανάστευσης.

Τελικά ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ (William Shakespeare) ίσως κατευνάσει τα πνεύματα (ύστερα μάλιστα από την Καβαφική υστερία) και να τα βάλει σε περισυλλογή, μέσα από το έργο του «Τίμων ο Αθηναίος»:

I pitted him in his blindness, but can I boast I see?
Perhaps, there, walks a spirit close by who pities me.
και μεταφράζω:

Τον ευσπλαγχνίστηκα εις την τυφλότητά του
αλλά μπορώ να καυχηθώ ότι βλέπω,
ίσως εκεί να περπατάει ένα πνεύμα
που να με ευσπλαγχνίζεται εμένα.