Μια φράση του έχει αποτυπωθεί στο μυαλό μου. «Οσους συγγραφείς θαύμαζα, όταν τους γνώριζα μου άρεσαν και ως άνθρωποι. Κατά κάποιον τρόπο, η γλώσσα αντανακλά το τι είσαι ακόμη και όταν δεν γράφεις για τον εαυτό σου». Με τον Κόλουμ Μακ Καν συναντηθήκαμε στη Νέα Υόρκη, όταν το βραβευμένο με το NationalBookAward βιβλίο του, «Κι άσε τον κόσμο τον μεγάλο να γυρίζει» (εκδ. Καστανιώτη), είχε ήδη κυκλοφορήσει στα ελληνικά. Είχε επομένως «παλιώσει» δημοσιογραφικά, αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Το ζητούμενο ήταν η γνωριμία με τον άνθρωπο ο οποίος είχε γράψει ένα αξιοθαύμαστα δαιδαλώδες πόνημα και ταυτόχρονα ένα βιβλίο τόσο βαθιά ανθρώπινο, ώστε να φτάσει να χαρακτηριστεί μεγαθύμως «ο νέος Ντον ΝτεΛίλο».
Το ευχάριστο ήταν ότι δεν είχε αντίρρηση για τη συνέντευξη, μολονότι είχε ήδη αρχίσει να γράφει το βιβλίο το οποίο κοσμεί πλέον τις προθήκες των αμερικανικών βιβλιοπωλείων και αναμένεται να σκαρφαλώσει στην κορυφή των ευπώλητων: «TransΑtlantic» είναι ο τίτλος του. Συναντηθήκαμε στο πιο διάσημο στέκι της Γουόλ Στριτ, το Harry’s Bar στο Κάτω Μανχάταν, «το καλύτερο μέρος στη Νέα Υόρκη», σύμφωνα με τον ίδιο. Όχι, δεν μένει εκεί κοντά ούτε συγχρωτίζεται με χρηματιστές, όμως ήθελε οπωσδήποτε να γνωρίσω τον ιδιοκτήτη του, Χάρη Πουλακάκο. Τον Έλληνα από το Ξηροκάμπι της Σπάρτης, ο οποίος μετανάστευσε στην Αμερική πριν από μισό αιώνα και «είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία ζωής να αφηγηθεί». Επέμεινε, διακριτικά αλλά σθεναρά, θέλοντας να δώσει προβάδισμα δημοσιότητας στον καλό του φίλο – ο οποίος κάνει, μάλιστα, και μια «cameo» εμφάνιση στο «Κι άσε τον κόσμο τον μεγάλο να γυρίζει». Δύσκολα αντιπαθείς έναν τέτοιο τύπο.
Κατά κάποιον τρόπο, λοιπόν, από τα βιβλία του μπορείς να ψηλαφίσεις την υφή του χαρακτήρα του. Να ανατρέξεις, δηλαδή, στην επιφάνεια που θα σε προϊδεάσει για το περιεχόμενο. Για ό,τι κρύβεται πίσω από το σκούρο πουκάμισό του και το φουλάρι γύρω από τον λαιμό του το οποίο δεν αποχωρίζεται ποτέ. Ο ουμανισμός του, για παράδειγμα. Στο «Κι άσε τον κόσμο τον μεγάλο να γυρίζει», μια αλληγορία εν τέλει για την 11η Σεπτεμβρίου, η οποία διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη του 1974 όσο ο Φιλίπ Πετί εκτελεί την περίφημη σχοινοβασία του ανάμεσα στους Δίδυμους Πύργους, γράφει για τις προσωπικές «πτώσεις», αλλά εστιάζει στη χάρη της ανάνηψης και της ανάκτησης δυνάμεων. Στο «TransΑtlantic», άλλο ένα φιλόδοξο εγχείρημα, ξεκινάει με την περιγραφή της πρώτης υπερατλαντικής πτήσης από τους Τζον Αλκοκ και Αρθουρ Μπράουν το 1919 και τελικά συνυφαίνει τις ιστορίες άσημων ανθρώπων που αποτόλμησαν το πέρασμα από την Ιρλανδία στην Αμερική με αυτές των επιφανών προσωπικοτήτων που έκαναν την αντίστροφη διαδρομή. Η Ιστορία γράφεται και από μικρότερες ιστορίες και βρίσκεται πάντα κοντά ή υπό τη σκιά του πολέμου. Αυτό, όμως, είναι ένα βιβλίο για την ειρήνη, για αυτή «την αιθέρια αίσθηση, που δεν μπορείς να γειώσεις», όπως σχολιάζει. «Κάποιοι άνθρωποι πιστεύουν ότι η ειρήνη φέρει μόνο τη συναισθηματική αξία της γιατί δεν κρατάει. Δεν έχει να κάνει, όμως, με τη διάρκειά της. Εχει να κάνει με το γεγονός ότι ως άνθρωποι νιώθουμε την ανάγκη να την επιζητούμε».
Η ΙΡΛΑΝΔΙΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ
Όπως και οι ήρωές του, έτσι και ο Μακ Καν ενέδωσε στη γοητεία της υπερατλαντικής πτήσης Ιρλανδία-Αμερική. Ίσως ήταν μια πορεία προδιαγεγραμμένη εδώ και καιρό, από τότε δηλαδή που ήταν μικρό παιδάκι και διάβαζε συγγραφείς της μπιτ γενιάς. Οι Κέρουακ, Γκίνσμπεργκ, Φερλινγκέτι τού είχαν αποκαλύψει έναν κόσμο που ένιωθε ότι ήθελε να ανακαλύψει: τη μυθολογία της χώρας με τους ατέλειωτους δρόμους και τα νωχελικά, αλλά περιπετειώδη ταξίδια απόδρασης. Το 1986, λοιπόν, ακολούθησε το παράδειγμά τους, theirishway: βρέθηκε πάνω σε ένα ποδήλατο να διασχίζει επί δύο ολόκληρα χρόνια αυτή την άγνωστη ήπειρο. Ηταν και ένας τρόπος να διαφοροποιηθεί από άλλα μέλη της οικογένειας Μακ Καν, οι οποίοι είχαν περάσει την Ιρλανδική θάλασσα σε αναζήτηση μιας συναρπαστικής περιπέτειας ή απλώς μιας καλύτερης τύχης.
Για τον Κόλουμ η Βρετανία δεν ήταν ποτέ επιλογή. «Δεν θα ήθελα να είμαι άλλος ένας “paddy”» λέει και τα ήρεμα χαρακτηριστικά του στιγμιαία τσιτώνουν. Ίσως επειδή ακόμη θυμάται πως όταν πήγαινε με τον πρώην ποδοσφαιριστή πατέρα του σε κάποιο βρετανικό γήπεδο για να δουν μπάλα, εκείνος τον απέτρεπε από το να μιλάει «για να μην ακουστεί η ιρλανδική προφορά του». Το πέρασμα του Ατλαντικού φάνταζε η μόνη λύση. «Νομίζω, πάντως, ότι ο άνθρωπος που φεύγει από τη χώρα του έχει την κρυφή επιθυμία να πληγώνει τον εαυτό του. Έχεις πάντα επίγνωση ότι έφυγες, ότι άφησες πίσω το σπίτι σου, οπότε θέλεις να έχεις μια μόνιμη υπενθύμιση αυτής της απουσίας, αυτής της απώλειας. Θέλεις να νιώθεις σαν να κόβεις το δάχτυλό σου και να βάζεις αλάτι πάνω στην πληγή. Είναι μια συνειδητοποίηση η οποία σε πονάει, αλλά ταυτόχρονα σε οπλίζει με ένα είδος ενέργειας ανάλογης με αυτή που απαιτείται για να πετύχεις σε κάτι».
Στην περίπτωσή του αυτή η ενέργεια απέφερε καρπούς. Πολλούς καρπούς. Το έκτο βιβλίο του, «TransΑtlantic», έχει μόλις ξεκινήσει την πορεία του και παρά τις όποιες επιφυλάξεις από μερίδα της κριτικής χαιρετίζεται ως το νέο σημαντικό πόνημα του μεγάλου, πλέον, ιρλανδού συγγραφέα. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε που έγραφε βιβλία για τον Νουρέγεφ («Ο χορευτής») ή για μια τσιγγάνα ποιήτρια («Ζόλι»). Το «Κι άσε τον κόσμο τον μεγάλο να γυρίζει» μεταφράστηκε σε 35 χώρες. Επρόκειτο, μάλιστα, να γίνει ταινία από τον Τζ. Τζ. Αμπραμς, παραγωγό του «Lost». Κάποια στιγμή οι διαδικασίες πάγωσαν. Καλύτερα. Ο κόσμος του βιβλίου δεν θα ήταν πρόσφορο έδαφος για μελιστάλαχτη κινηματογράφηση του είδους στο οποίο μάς συνηθίζει το Χόλιγουντ και ο Μακ Καν δεν αρέσκεται να αφηγείται ηθικοπλαστικές ή διδακτικές ιστορίες. Ποιος ιρλανδός συγγραφέας εξάλλου το κάνει; Γιατί ακόμη και αν έγραψε ένα έπος για την 11η Σεπτεμβρίου – εμπνευσμένο, μάλιστα, από τον Αμερικανό πεθερό του, ο οποίος βγήκε από τον 59ο όροφο του πρώτου πύργου και έφτασε σπίτι με το σώμα του να καπνίζει –, ακόμη και αν πλέον διαθέτει διπλή υπηκοότητα, η καρδιά του θα είναι πάντα η καρδιά ενός Κέλτη.
Το παραδέχεται. «Έχω γράψει για τη Νέα Υόρκη, τη Σλοβακία, τη Ρωσία, στην ουσία όμως πιστεύω ότι γράφω ιρλανδικά μυθιστορήματα. Και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά γιατί αυτός είμαι: Ιρλανδός. Αισθάνομαι ευλογημένος υπό μια έννοια που είχα αυτή την τύχη να κουβαλάω την πλούσια λογοτεχνική παράδοση της χώρας μου. Αλλά δουλεύω και σκληρά. Πολύ, πολύ σκληρά». Ένας ταπεινός και περήφανος Ιρλανδός, ο οποίος όμως δεν είναι καθόλου πατριδολάγνος.
O Mακ Καν μιλάει για το «πάρτι» που έζησε η Ιρλανδία και για «την εφηβεία που χτύπησε κόκκινο στις αρχές των 00s». Για την επόμενη ημέρα, η οποία βρίσκει τους συμπατριώτες του «να επαναπροσδιορίζουν τις αξίες τους και να κοιτάζουν τον εαυτό τους καθημερινά στον καθρέφτη», για το κελτικό πνεύμα που αναδύεται μαζί με την αλληλεγγύη. Αλλά όχι μόνο. «Στην Ιρλανδία ζουν πλέον πολλοί μετανάστες» θα σχολιάσει. «Υπάρχει ρατσισμός και είναι πιο εμφανής από ό,τι στη Νέα Υόρκη, η οποία είναι άλλωστε ένα κλασικό χωνευτήρι όπου διαφορετικές εθνότητες συνυπάρχουν αρμονικά. Υπάρχει ρατσισμός, αλλά υπάρχουν πάντα περιπτώσεις που μαθαίνεις ότι κάποιος φρόντισε έναν μετανάστη, κάποιος επέδειξε βαθιά ανθρωπιά. Είναι αδύνατο να βγάλεις απόλυτα συμπεράσματα. Η απάντηση σε κάθε ερώτηση έχει και θετικό και αρνητικό πρόσημο». Στη δική του περίπτωση, πάντως, δεν υπάρχει αμφισημία.
Για τον Μακ Καν, ακόμη και το επόμενο σπουδαίο ιρλανδικό μυθιστόρημα θα μπορούσε κάλλιστα να γραφτεί από έναν μετανάστη, για παράδειγμα από έναν Ιρλανδοπορτογάλο. «Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο προχωρά ο κόσμος. Πρέπει να το αποδεχτούμε και να ανοίξουμε τις κοινωνίες με ευρηματικούς τρόπους, γιατί αλλιώς θα πέσουμε στην παγίδα της επικίνδυνης νοσταλγίας, αυτής που είναι γλυκερά συναισθηματική. Υπάρχει, όμως, και ένα άλλο είδος, αυτό που οι Πορτογάλοι αποκαλούν “saudade”. Είναι μια πολύ όμορφη λέξη. Σαν τη λαχτάρα… Θα ήθελα να δω αυτή τη λαχτάρα να διοχετεύεται σε νέα πράγματα που καλλιεργούν το μυαλό και ευφραίνουν την καρδιά».
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ;
Ο Κόλουμ Μακ Καν γεννήθηκε το 1965 στο Δουβλίνο και του έλαχε «η χειρότερη μοίρα» για έναν συγγραφέα: είχε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. «Παιδί της μεσαίας τάξης, μεγάλωσα σε ένα σπίτι στα προάστια και είχα έναν καλό πατέρα» θα πει. Ξεκίνησε την καριέρα του ως δημοσιογράφος, την καριέρα που είχε ακολουθήσει και ο πατέρας του, και από το πρώτο του κιόλας ρεπορτάζ, μια έρευνα για τις κακοποιημένες γυναίκες, άρχισε να διαμορφώνεται η κοσμοθεωρία του. Ήταν μόλις 17 χρόνων και δούλευε στην εφημερίδα «The Irish Press». Σήμερα διδάσκει δημιουργική γραφή στο HunterCollege και εξακολουθεί –αν και όλο και πιο σπάνια– να γράφει ως εξωτερικός ανταποκριτής για ιρλανδικές εφημερίδες.
Γιατί, άραγε, η δημοσιογραφία από μόνη της δεν είναι ποτέ αρκετή; Γιατί τόσο πολλοί δημοσιογράφοι δεν ησυχάζουν έως ότου αναγνωριστεί και το όποιο συγγραφικό τους ταλέντο; Ο Μακ Καν δεν σκέφτεται καθόλου για να απαντήσει: «Πιστεύω ότι μία από τις μεγάλες παρανοήσεις είναι ότι οι δημοσιογράφοι δεν είναι συγγραφείς. Θεωρώ πως ένα καλό δημοσιογραφικό κομμάτι έχει την ίδια αξία με ένα καλό ποίημα, με ένα καλό θεατρικό έργο, ένα καλό μυθιστόρημα. Η λέξη έχει δύναμη. Στα χέρια του κατάλληλου προσώπου μπορεί να κάνει θαύματα, σε αδέξια χέρια μπορεί να προκαλέσει καταστροφή. Πρέπει να είσαι προσεκτικός με αυτό το είδος της δύναμης. Δεν απαλλάσσω τη μυθοπλασία από αυτή την ευθύνη. Ο επινοημένος κόσμος έχει δύναμη αντίστοιχη με του πραγματικού. O “Οδυσσέας” του Τζέιμς Τζόις περιγράφει μια ημέρα του Ιουνίου του 1904. Ο παππούς μου ήταν οκτώ χρόνων τότε. Τον συνάντησα μόνο μία φορά, διαβάζοντας όμως τον “Οδυσσέα”, γνωρίζω τη διάρθρωση της ζωής του σε πολύ μεγαλύτερο βάθος από όσο θα μπορούσα εάν διάβαζα ένα ιστορικό ντοκουμέντο».