Στις 9 Μαΐου 2013 από τη στήλη αυτή αναφέρθηκα στο βιβλίο του Αμερικανού Νομπελίστα Καθηγητή Οικονομικών, Τζόζεφ Στίγκλιτς, με τίτλο “The Price of Inequality”, Allen Lane, 2012. Στην Ελλάδα το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Το τίμημα της ανισότητας».

Ο Πρόλογος του βιβλίου του Στίγκλιτς αρχίζει ως ακολούθως:
«Υπάρχουν κάποιες στιγμές στην ιστορία όπου φαίνεται πως οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ξεσηκώνονται, για να πουν ότι κάτι δεν πάει καλά, για να ζητήσουν αλλαγές».
Και πράγματι, στο βιβλίο του ο Αμερικανός οικονομολόγος δείχνει, με την αδιάψευστη γλώσσα των αριθμών, πως πολλά είναι εκείνα που δεν πάνε καλά στις ΗΠΑ.
«Ένας από τους λόγους γι’ αυτό είναι ότι ένα μεγάλο μέρος της ανισότητας είναι αποτέλεσμα των παραποιήσεων της αγοράς, καθότι τα κίνητρα δεν είναι για τη δημιουργία νέου πλούτου, αλλά για την υφαρπαγή του από άλλους», γράφει ο διακεκριμένος οικονομολόγος.

Στο βιβλίο του ο Τζόζεφ Στίγκλιτς αναλύει και την καταστροφική επίδραση της ανισότητας στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος των ΗΠΑ, αλλά και της ίδιας της οικονομίας, και εξετάζει πώς η δημοσιονομική πολιτική, παράλληλα με την παγκοσμιοποίηση, συνέβαλαν στη διόγκωση των προβλημάτων που απορρέουν από την ανισότητα.

Πριν από λίγες εβδομάδες στην Αυστραλία κυκλοφόρησε το βιβλίο του Andrew Leigh “Battlers & Billionaires – The story of inequality in Australia”, Redback 2013.
Ο πρώτος όρος του τίτλου “Battlers” είναι αυστραλιανή έκφραση που δεν υπάρχει στα αγγλο-ελληνικά λεξικά. Ο πλησιέστερος αντίστοιχος όρος στα ελληνικά που μπορώ να σκεφθώ είναι «Βιοπαλαιστές», οπότε ο τίτλος του βιβλίου στα ελληνικά γίνεται «Βιοπαλαιστές και Δισεκατομμυριούχοι – Η ιστορία της ανισότητας στην Αυστραλία».
Όπως θα δούμε από την ανάλυση των κύριων πορισμάτων, στα οποία καταλήγει ο Andrew Leigh, από την δική του έρευνα γύρω από την ανισότητα στην Αυστραλία, μία από τις επιπτώσεις είναι και το πλήγμα που δέχεται ο δημοκρατικός θεσμός στην Αυστραλία κατά τα τελευταία χρόνια.

Ο Andrew Leigh είναι πρώην καθηγητής Οικονομικών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Αυστραλίας, και νυν βουλευτής στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Το 2011 αναγνωρίσθηκε από την Εταιρεία Οικονομολόγων Αυστραλίας ως ο καλύτερος οικονομολόγος της Αυστραλίας κάτω των 40 ετών.

ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Στα τρία πρώτα κεφάλαια του βιβλίου του ο Andrew Leigh στρέφει την προσοχή του σε τρεις περιόδους στην εξέλιξη της αυστραλιανής κοινωνίας.
Η πρώτη περίοδος καλύπτει τον εποικισμό της Αυστραλίας από τους Άγγλους, μέχρι το 1901, όταν η Αυστραλία ανακηρύχθηκε σε ανεξάρτητο ομοσπονδιακό κράτος, απαρτιζόμενο από τις Πολιτείες και Περιφέρειες που μέχρι τότε αποτελούσαν βρετανικές αποικίες. Η οικονομική ανισότητα κατά την περίοδο εκείνη βρισκόταν σε πολύ υψηλό επίπεδο, καθότι ο πλούτος βρισκόταν στα χέρια μικρού αριθμού λευκών γαιοκτημόνων και κτηνοτρόφων. Για την περίοδο εκείνη τα στατιστικά στοιχεία είναι ελάχιστα για την εξαγωγή βάσιμων συμπερασμάτων.

Να σημειώσω εδώ πως ο Andrew Leigh χρησιμοποιεί το ετήσιο εισόδημα των κατοίκων, και όχι το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων, ως μέτρο για τον βαθμό ανισότητας μεταξύ του ενός εκατοστού των κατοίκων με τα υψηλότερα ετήσια εισοδήματα, και των υπόλοιπων 99% των κατοίκων.
Η δεύτερη περίοδος αρχίζει από το 1901 και φτάνει μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ενώ κατά την πρώτη δεκαετία αυτής της περιόδου η ανισότητα παρέμεινε σε υψηλό επίπεδο, σε βαθμό που το 1% των κατοίκων απολάμβανε 12% των εισοδημάτων, από τις αρχές του 1910 άρχισε να παρατηρείται μια σταδιακή μείωση στο ποσοστό του εισοδήματος που τους αναλογούσε.

Αυτό δεν σημαίνει πως τα εισοδήματά τους μειώθηκαν ποσοτικά, αλλά δείχνει πως τα εισοδήματα του 99% των εργαζομένων άρχισαν να αυξάνονται σταδιακά. Αυτή η σταδιακή αύξηση σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στα κοινωνικά ευεργετήματα που κατά περιόδους εισήγαγε η Ομοσπονδιακή κυβέρνηση, καθώς και πιο δίκαια φορολογικά μέτρα.

Σταθμό στο εργασιακό καθεστώς στην Αυστραλία αποτελεί η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου με την οποία από τις αρχές του 1948καθιερώθηκε το 40ωρο της εργαζόμενης εβδομάδας, μετά από αγώνες των εργατικών συνδικάτων. Αυτό σήμαινε πως οι ώρες εργασίας πέραν των 40 ωρών την εβδομάδα χαρακτηρίζονταν ως υπερωρίες, με υψηλότερη αμοιβή.

Άλλος παράγοντας για την σταδιακή μείωση της ανισότητας ήταν η πολιτική της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης να αυξήσει σημαντικά τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων.
Για την οικονομία στο σύνολό της, η περίοδος 1949–1966, όταν Πρωθυπουργός ήταν ο Robert Menzies, στα ημερομίσθια παρατηρήθηκε μια αύξηση της τάξης του 4% κατ’ έτος, που ήταν πενταπλάσια της ετήσιας αύξησης κατά την περίοδο 1901 – 1940. Επιπλέον, για τους εργάτες η πληρωμένη ετήσια άδεια αυξήθηκε από μία σε τρεις εβδομάδες από τα τέλη της δεκαετίας του 1950.Επιπλέον, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 τα ημερομίσθια των γυναικών εξισώθηκαν με τα ημερομίσθια των ανδρών στα ίδια επαγγέλματα.

Αποτέλεσμα των παραπάνω εξελίξεων ήταν το ποσοστό του εισοδήματος του 1% των πλουσιότερων κατοίκων της Αυστραλίας να μειωθεί από το 12% όλων των εισοδημάτων, που ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1910, στο 8% το 1950, και στο 5% το 1980. Με άλλα λόγια, σε 70 χρόνια (1910 – 1980) η ανισότητα στην κατανομή των εισοδημάτων μειώθηκε κατά 60%.

Ο ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΔΙΝΕΙ ΝΕΑ ΩΘΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ

Δυστυχώς για την εργατική τάξη, από το 1980 άρχισε να παρατηρείται μια αύξηση στην ανισότητα, θέτοντας τέρμα στην πτωτική πορεία που είχε ακολουθήσει τα προηγούμενα 70 χρόνια.
Από τη δεκαετία του 1980 μέχρι το 2010 οι αποδοχές των υψηλόμισθων εργαζομένων αυξήθηκαν κατά 59%, ενώ τα ημερομίσθια των εργατών σημείωσαν αύξηση μόνο 15%.

Οπωσδήποτε δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως σύμπτωση το γεγονός ότι η περίοδος κατά την οποία η ανισότητα πήρε την ανιούσα συμπίπτει με τη εμφάνιση του νεοφιλελευθερισμού.
Με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμούτα τελευταία 30 χρόνια παρατηρείται η ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου, η μεταφορά θέσεων εργασίας σε υπεράκτιες εταιρείες, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, με τη μετατροπή σε πολλές περιπτώσεις συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε μερική, καθώς και η μείωση της δύναμης των συνδικάτων.

Το αθροιστικό αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών για τους εργαζόμενους είναι η απώλεια πολλών προνομίων που είχαν κερδίσει στο παρελθόν με τους αγώνες τους, και η καθήλωση των ημερομισθίων.

Το λυπηρό, για να μην πω απαράδεκτο, είναι ότι στην περίπτωση της οικονομικής ανισότητας η Αυστραλία αντέστρεψε μια πορεία μακρόχρονης μείωσής της, αφού οι προνομιούχοι του 1% των υψηλών εισοδημάτων είδαν το μερίδιό τους να αυξάνεται στο 10% του συνόλου, από το 5% που είχε περιορισθεί το 1980.
Με άλλα λόγια, τα τελευταία χρόνια η ανισότητα στην Αυστραλία άρχισε να αυξάνεται, γεγονός που αντανακλά την επιδείνωση των συνθηκών ζωής των χαμηλόμισθων κατοίκων της. Στο βιβλίο του ο Andrew Leigh περιλαμβάνει έναν πίνακα με τις 34 πιο ανεπτυγμένες χώρες, με γνώμονα το βαθμό ανισότητας που επικρατεί στις κοινωνίες τους. Η Χιλή έχει την πιο υψηλή ανισότητα, η Αυστραλία είναι ένατη, και η Ελλάδα δέκατη έκτη. Με άλλα λόγια η ανισότητα στην Αυστραλία βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο από ότι στην Ελλάδα, παρόλα τα προβλήματα που έχει.

Δύο Βρετανοί καθηγητές επιδημιολογίας, ο RichardG. Wilkinson και η Kate Pickett, έπειτα από έρευνες τριάντα ετών, στο βιβλίο τους «The Spirit Level: Why More Equal Societies Almost Always DoBetter» (2009), αναφέρονται στις κοινωνικές συνέπειες που προκύπτουν από υψηλά επίπεδα οικονομικής ανισότητας. Συγκεκριμένα, παρουσιάζουν αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα και ζητήματα υγείας επιδεινώνονται σε χώρες που εμφανίζουν μεγάλη οικονομική ανισότητα, σε σύγκριση με χώρες, όπως οι σκανδιναβικές, με μικρότερα επίπεδα ανισότητας.

Την ερχόμενη εβδομάδα θα ασχοληθώ περαιτέρω με τους παράγοντες που συμβάλλουν στη διεύρυνση της ανισότητας, καθώς και στις τις συνέπειες της οικονομικής ανισότητας στην Αυστραλία, όπως απορρέουν από την έρευνα του Andrew Leigh στο βιβλίο του “Battlers & Billionaires – The story of inequality in Australia”.