Σήμερα ολοκληρώνω τη συζήτηση για το θέμα της ανισότητας στην Αυστραλία, σε σχέση με τα στοιχεία που παρουσιάζει ο Andrew Leigh στο νέο του βιβλίο “Battlers & Billionaires – The story of inequality in Australia”, Redback 2013.
Υπενθυμίζω πως ο Andrew Leigh είναι πρώην καθηγητής Οικονομικών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Αυστραλίας, και νυν βουλευτής του Εργατικού Κόμματος στην Ομοσπονδιακή Βουλή.

Αναφορικά με τις εξελίξεις στην Αυστραλία, την περασμένη εβδομάδα είδαμε πως η ανισότητα στα εισοδήματα (όχι στον απόλυτο πλούτο) που αναλογούν στο 1% των υψηλόμισθων Αυστραλών, σε σύγκριση με το 99% των υπόλοιπων, βρισκόταν σε πολύ υψηλό επίπεδο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ενώ από το 12% που ήταν κατά τη δεκαετία 1910 σταδιακά μειώθηκε στο 5% το 1980.
Ατυχώς όμως για τους πολίτες με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, από το 1980 μέχρι το 2010 η ανισότητα αυξήθηκε από το 5% στο 10%, δηλαδή διπλασιάστηκε σε τριάντα χρόνια.

Με άλλα λόγια, ενώ στο 1% των ατόμων με πολύ υψηλά εισοδήματα το 1980 αντιστοιχούσε το 5% όλων των εισοδημάτων, το 2010 έφτασε στο 10%.
Αυτό δεν σημαίνει πως τα εισοδήματα των χαμηλόμισθων δεν αυξήθηκαν καθόλου κατά την περίοδο αυτή, απλώς η ποσοστιαία αύξησή τους ήταν κατά πολύ μικρότερη από την ποσοστιαία αύξηση των υψηλόμισθων.

Αν αυτή η τάση συνεχισθεί, οι εισοδηματικές διαφορές θα πάρουν τις διαστάσεις χάσματος, με σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, γιατί θα δίνουν την εντύπωση πως τα άτομα που βρίσκονται στην κορυφή της εισοδηματικής πυραμίδας ζουν σε διαφορετικό κόσμο από τα άτομα στη βάση της πυραμίδας.

ΣΥΡΡΙΚΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ – ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑΣ

Την περασμένη εβδομάδα αναφέρθηκα σε έναν από τους παράγοντες που συμβάλλουν στη διεύρυνση της ανισότητας: τον νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος έχει επικρατήσει εις βάρος του ελέγχου που οι κρατικές αρχές ασκούσαν παραδοσιακά στο κεφάλαιο, και έχει επιφέρει την απορρύθμιση στο χώρο της εργασίας.
Σύμφωνα με τον Andrew Leigh, μια άλλη, παράλληλη εξέλιξη, η οποία συνέβαλε στην αύξηση της ανισότητας, είναι η σταδιακή μείωση στην ισχύ των εργατικών συνδικάτων.

Τα στατιστικά στοιχεία που δίνει ο Andrew Leigh είναι άκρως ενδιαφέροντα. Η σταδιακή μείωση στην ανισότητα από τη δεκαετία του 1910 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 συμπίπτει με την σταδιακή άνοδο στο ποσοστό των εργαζομένων που ήταν μέλη των εργατικών συνδικάτων.

Για παράδειγμα, στις αρχές της δεκαετίας του 1910 μόνο 15% των εργαζομένων ήταν μέλη των εργατικών συνδικάτων. Από το 1910 μέχρι το 1980 το ποσοστό των συνδικαλιστών ακολούθησε μια ανοδική πορεία, και παρά τις κάποιες ενδιάμεσες αυξομειώσεις, το 1980 βρέθηκε στο 50% των εργαζομένων. Όμως, από το 1980 μέχρι το 2010 το ποσοστό των συνδικαλιστών άρχισε να μειώνεται σημαντικά, μέχρι που από 50% όλων των εργαζομένων που ήταν το 1980 έπεσε στο ποσοστό του 18% το 2010.

Όπως είδαμε πιο πάνω, κατά την περίοδο 1980 – 2010 η ανισότητα μεταξύ του 1% των υψηλών εισοδημάτων και του υπόλοιπου 99% διπλασιάστηκε, φτάνοντας από 5% στο 10%.

Η εξέλιξη αυτή αποδεικνύει, πέραν κάθε αμφιβολίας, πως μεταξύ της ανισότητας και του ποσοστού των συνδικαλιστών υπάρχει μια αντίστροφη σχέση, δηλαδή όσο μειώνεται ο αριθμός των συνδικαλιστών ως ποσοστό όλων των εργαζομένων, τόσο αυξάνεται η ανισότητα, και αντιστρόφως.
Ο Andrew Leigh, στη σελίδα 71 του βιβλίου του, καταλήγει στο ακόλουθο συμπέρασμα:
«Μια έρευνα για την Αυστραλία δείχνει πως το ένα τρίτο της αύξησης στην ανισότητα κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1980 και 1990 οφειλόταν στην κατάρρευση των συνδικάτων».

Αυτό γίνεται κατανοητό όταν λάβουμε υπόψη πως οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες διασφαλίζουν τα συμφέροντα όλων των πολιτών, όταν ο θεσμός της τριμερούς συνεργασίας μεταξύ των εκπροσώπων των συνδικάτων, των εργοδοτών και των εργασιακών φορέων του κράτους λειτουργεί αποτελεσματικά.
Εν όψει του γεγονότος ότι τα τελευταία χρόνια οι εργασιακές σχέσεις στην Αυστραλία υπέστησαν μεγάλο βαθμό απορρύθμισης (deregulation) από την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, και κρίνοντας από την απροθυμία των αρμόδιων εργασιακών φορέων να αποκαταστήσουν την ισορροπία στο χώρο της εργασίας, συμπεραίνω πως το χάσμα μεταξύ των υψηλών και των χαμηλών εισοδημάτων θα συνεχίσει να διευρύνεται.

Με άλλα λόγια η οικονομική ανισότητα, με όλες τις κοινωνικές της επιπτώσεις, θα συνεχίσει την ανοδική της πορεία, που ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1980, αν δεν ληφθούν προληπτικά μέτρα από τις αρμόδιες κρατικές αρχές.

ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ

Η φορολογία είναι άλλος παράγοντας που επηρεάζει, θετικά ή αρνητικά, την εισοδηματική ανισότητα, σύμφωνα με τον Andrew Leigh, ο οποίος επικεντρώνει την προσοχή του στο φόρο εισοδημάτων ατόμων, και όχι εταιρειών, ούτε και σε έμμεσους φόρους, όπως είναι ο φόρος κατανάλωσης.
Τα στατιστικά στοιχεία που παρουσιάζει ο Andrew Leigh δείχνουν πως κατά τη δεκαετία του 1920 ο φόρος που πλήρωναν τα άτομα με υψηλά εισοδήματα ήταν 10% του ετήσιου εισοδήματός τους. Το ποσοστό αυτό παρέμεινε σταθερό μέχρι το 1940, και μετά άρχισε μια ταχύρυθμη άνοδος, φτάνοντας στο 40% το 1945, και το υψηλότερο επίπεδο το 1980, που αναλογούσε στο 65% των υψηλών εισοδημάτων. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 κατέβηκε στο 50%, και στα επόμενα χρόνια, μέχρι το 2010, σταθεροποιήθηκε στο 45%.

Όταν λάβουμε υπόψη πως από το 1910 μέχρι το 1980 η ανισότητα στην Αυστραλία ακολούθησε μια πτωτική τάση, και πως κατά την ίδια περίοδο η φορολογία ακολουθούσε μια ανοδική πορεία, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι πως η υψηλή φορολογία των μεγάλων εισοδημάτων μειώνει την ανισότητα.
Αυτό το συμπέρασμα ενισχύεται και από τα πιο πρόσφατα στατιστικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η ανισότητα άρχισε να αυξάνεται από το 1980, όταν η φορολογία μειώθηκε από το 65% των υψηλών εισοδημάτων στο 45% το 2010.

Ο παραπάνω συσχετισμός ανισότητας και φορολογίας εισοδήματος ισχύει και για τις άλλες ανεπτυγμένες οικονομικά καπιταλιστικές χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Βρετανία και κάποιες χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑΣ

Εν όψει της αυξανόμενης ανισότητας κατά τα τελευταία χρόνια αναρωτιέται κανείς κατά πόσο μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατική διακυβέρνηση, όταν είναι προφανές πως οι κυβερνήσεις καθοδηγούνται από τα συμφέροντα του 1% των πολιτών που απολαμβάνουν υψηλά εισοδήματα.
Οπωσδήποτε, εκτός από τη φορολογία, είναι και άλλοι παράγοντες, όπως η παιδεία, που επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά την ανισότητα. Τα παιδιά οικογενειών με υψηλά εισοδήματα έχουν τη δυνατότητα για την απόκτηση παιδείας υψηλού επιπέδου, σε σύγκριση με τα παιδιά οικογενειών με χαμηλά εισοδήματα, και ως εκ τούτου έχουν αυτό το πλεονέκτημα στο ξεκίνημα της καριέρας τους.

Συμπερασματικά, ο Andrew Leigh συνοψίζει ως ακολούθως τα πορίσματα της έρευνάς του για τους παράγοντες που επηρεάζουν την ανισότητα στην Αυστραλία τα τελευταία χρόνια:
«Υπολογίζω πως η αύξηση της ανισότητας στην Αυστραλία κατά τη διάρκεια της περασμένης γενιάς μπορεί να αποδοθεί κατά το ένα τρίτο στην νέα τεχνολογία και στην παγκοσμιοποίηση, κατά το ένα τρίτο στην αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού κινήματος και το υπόλοιπο τρίτο στη μείωση της φορολογίας εισοδημάτων. Αυτοί μπορεί να μην είναι οι μόνοι, είναι όμως οι κύριοι συντελεστές στην αύξηση της ανισότητας στην Αυστραλία», σελ. 81.

Εκείνο που αναμφίβολα προκύπτει από τις έρευνες του Andrew Leigh, αλλά και διακεκριμένων οικονομολόγων των ΗΠΑ, όπως ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, στο βιβλίο του “The Price of Inequality”, τα τελευταία τριάντα χρόνια η οικονομική ανισότητα στην Αυστραλία ακολουθεί μια ανοδική πορεία, αντιστρέφοντας τις εξελίξεις των προηγούμενων εβδομήντα χρόνων.

Εκείνο που δεν συζητιέται στο πολιτικό επίπεδο στην Αυστραλία είναι ότι η οικονομική ανισότητα υποσκάπτει τη δημοκρατία, από τη μια με τη συγκέντρωση του πλούτου, και ως εκ τούτου της πολιτικής επιρροής, στα χέρια λίγων πολιτών, και από την άλλη θέτοντας σε δοκιμασία την αίσθηση της εθνικής κοινότητας και της κοινωνικής συνοχής.