Έχουμε εδώ μπροστά μας μια συλλεκτική έκδοση μέσω της οποίας πραγματοποιείται η συνάντηση δύο καλλιτεχνών: του ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε και της καλλιτέχνιδας Λότε Πρίτσελ.
Ο Αυστρογερμανός Ράινερ Μαρία Ρίλκε (1875-1926) γεννήθηκε στην Πράγα από πατέρα πρώην στρατιωτικό και μητέρα μια κοσμική γυναίκα, από πλούσια οικογένεια βιομηχάνων, κόρη αυτοκρατορικού συμβούλου. Η παιδεία του ήταν ανοργάνωτη και αποσπασματική. Μετά από διάφορες δυσάρεστες περιπέτειες το 1895 εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και διδάσκεται Λογοτεχνία, Ιστορία της Τέχνης, Φιλοσοφία και Νομικά. Σπουδάζει ακόμα στο Μόναχο και το Βερολίνο. Ταξιδεύει ακατάπαυστα σε όλη την Ευρώπη. Δημοσιεύει το “Ωρολόγιον” (1905). Το 1901 παντρεύεται τη γλύπτρια Κλάρα Βέστχοφ και την ίδια χρονιά γεννιέται η κόρη τους. Εγκαθίσταται στο Παρίσι. Συνδέεται με τον Ροντέν και εξελίσσει ένα νέο ύφος ακραίας γλωσσικής και λυρικής εκλέπτυνσης. Εκδίδει τα “Νέα Ποιήματα” (1907- 1908) και τις “Αναμνήσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε” (1910). Περιέρχεται σε δημιουργική κρίση και βαθύτατη κατάθλιψη έως το 1922. Το 1923 ολοκληρώνει τις “Ελεγείες του Ντουίνο” (1923) και τα “Σονέτα στον Ορφέα” (1923). Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Μυζό, κοντά στη λίμνη της Γενεύης.
Η Γερμανίδα καλλιτέχνις Λότε Πρίτσελ, δημιουργεί κούκλες για τη από κερί, ύψους από 27 έως 65 εκατοστά. Αναπαριστούν κυρίως χορεύτριες, φιγούρες από τον κόσμο του θεάτρου και εξωτικές μορφές. Λεπτεπίλεπτες, λυγερές, ευφάνταστα ενδεδυμένες και πολυτελώς διακοσμημένες. Τις βάφτιζε με ονόματα όπως Σιμονέττα, Ομφάλη, Γανυμήδης, Μπαγιαντέρα, Σισέτ, Άμλετ, Αποκαλυπτόμενη, Λατρεία κ.ά. Αυτ;eς οι κούκλες βρίσκονται στις σελίδες αυτής της ξεχωριστής έκδοσης, σε μετάφραση Κώστα Κουτσουρέλη). Ένα βιβλίο που αναβιώνει με τις δεκαέξι αυθεντικές λιθογραφίες της Πρίτσελ, ενενήντα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση («Puppen», Hyperionverlag, 1921), τη συνάντηση του Αυστριακού ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε και της κουκλοποιού.
Αρχές φθινοπώρου 1913 όταν ο Ρίλκε επισκέφτηκε μια έκθεση της Λότε Πρίτσελ στο Μόναχο. Η εντύπωσή του ήταν τέτοια που του ενέπνευσε ένα κείμενο για τις κούκλες ως έκφραση της συναισθηματικής αλληλεπίδρασης του παιδιού με τον κόσμο. Οι δυο τους ξανασυναντήθηκαν και πάλι λίγα χρόνια αργότερα στον βιβλιοφιλικό «Υπερίωνα» του Μονάχου. Τώρα το δοκίμιο του Ρίλκε πλαισίωναν σχέδια της ίδιας της Πρίτσελ, σ’ ένα βιβλίο όπου το πυκνά γραμμένο κείμενο του ποιητή συνόδευαν χορεύτριες, σπουδές της καλλιτέχνιδας πάνω στις κέρινες κούκλες της.
Ένα κείμενο μεγάλης πυκνότητας της γραφής που συνεπαίρνει τον αναγνώστη κατακλύζοντάς τον με αισθήματα. Μολονότι οι κέρινες φιγούρες ενήλικων θηλυκών της Πρίτσελ παρουσιάζουν ελάχιστο ενδιαφέρον για τα παιδιά, διεγείρουν τις αναμνήσεις του ποιητή από την παιδική του αγάπη για τα παιχνίδια αλλά και την πεποίθησή του για την επιζήμια εντέλει επίδρασή τους στην ψυχή του παιδιού κι αργότερα στη σχέση του με τον κόσμο. Η καλλιτέχνις επικεντρώνεται στη στιγμή της κίνησης και τους δίνει πρόσωπα ντελικάτα. Άλλες αγκαλιάζονται ή ξαπλώνουν, λικνίζονται ελαφρά με υπονοούμενο ή χορεύουν, γονατίζουν σαν ξωτικά με τα χέρια τους να σχηματίζουν γωνίες, στέκονται ημίγυμνες, κρύβουν ντροπαλά, νωχελικά το κεφάλι τους, αγγίζονται μεταξύ τους πότε πιο απαλά, πότε πιο σφιχτά, όμως πάντα αισθησιακά.