Ανησυχασμός! Η εφεύρεση της λέξης είναι πηγαία, όχι στημένη. Γιατί είναι με τα «θρύψαλα μιας κομμένης ανάσας που αναπαρασταίνει πρισματικά το σύμπαν πάνω στα αγγεία του». Αυτός είναι στίχος από το πρώτο ποίημα της συλλογής, που λόγω αναφοράς παρουσιάζεται εδώ στο τρίτο πρόσωπο.

Αρχίζοντας την ευχετήρια αυτή εισαγωγή από το σχέδιο του εξωφύλλου, όπου στον τίτλο φιλοτεχνείται το όνομα του ποιητή στον αδιάσπαστο κύκλο του όμικρον και όπου τα σίγμα στη λέξη Ανησυχασμός είναι όλα τελικά, συμπεραίνει κανείς πώς δύο είναι οι δυνατότερες ενέργειες που διέπουν τα περιεχόμενα στο έργο: ἡ τάση για απελευθέρωση από τον παιδεμό των σύγχρονων, ανήσυχων και ευτράπελων ημερών πού χαρακτηρίζουν την εποχή μας, καθώς και η κραυγή για βοήθεια στην τελεσίδικη, κυματώδη πορεία του ανθρώπου στη γη, τάσεις που ο ποιητής θα τολμήσει να ανατρέψει-αμβλύνει μέσα από τα κείμενα-εργαλεία της ποιητικής του γλώσσας και μέσα από συνθέσεις πού θα θελήσει να παραδώσει, διασώζοντας το διαρκές και το προβλεπόμενο. Μια ιδιαίτερη λεπτομέρεια είναι εδώ χρήσιμη: η χρονική περίοδος πού δημιουργήθηκε ο Ανησυχασμός, σύμφωνα με εξομολόγηση του ποιητή, προηγείται αυτήν του έργου του Άπτερος Νίκη, πού είχα επίσης την τιμή να προλογίσω. Η ανησυχία πριν την αποδέσμευση φαίνεται έτσι πώς έπεται, ενώ ουσιαστικά προηγείται, και η (δια)τριβή πριν από την κατάθεση των ποιητικών πορισμάτων για το τί είναι ελεύθερο και τί δεσμευμένο παίρνει χρονολογικά αντίθετη σειρά. Γιατί… τί άλλο παρά διατριβή είναι ο Ανησυχασμός πού ακολουθεί τα προπορευόμενα πορίσματα της Απτέρου Νίκης, απελευθερώνοντας όσα φαινομενικά κι ανώδυνα και τεχνικά, μόνο, προηγούνται;

Διαβάζοντας το έργο ὁ μελετητής εμβαθύνει περισσότερο στις δύο τάσεις πού, φαίνεται πώς έμμεσα πλην όμως γραφικά (και κυριολεκτικά), προαναγγέλλονται στην προφητεία του εξωφύλλου. Αδημονεί να δει να γίνεται το θαύμα της απόδρασης, ο υπομονετικός αναγνώστης, από τον κύκλο του όμικρον (Ύλη: «ενός μεστού ταμπούρλου») και τη μετατροπή του φαινομενικού τελικού σίγμα (Ελευθερία: «πού ξεχειλίζει επιφωνήματα») στο ατελές και αιώνιο (Ποίηση: «και αποβάλλει το περίσσευμα μυστικώς»).

Σε μία εποχή όπου το μεγάλο θέμα πού εμμένει στο παρελθόν μας, εδώ στους Αντίποδες, έχει δραπετεύσει στο… παρελθόν, οι ποιητικές δημιουργίες του Κωνσταντίνου Καλυμνιού φυτρώνουν δυνατές, ζωντανές, πρωτοπόρες, σε τέχνη τόσο όσο και σε θεματικό περιεχόμενο. Ἡ κατάθεση των ανησυχιών, όταν γίνεται με την ταυτόχρονη αποδοχή λύσεων, («Ταφή», Μυστικά της Νέας Αλεξάνδρειας), προσφέρει ένα «άνοιγμα» στην ποιητική χοάνη των δημιουργών του.

Η εμπειρία ποιητικής έξαρσης απέκτησε νέο θρόνο, σε νεότατα σημεία στημένο, θρόνο τολμηρά κτισμένο, ωστόσο στερεό, πού έλκει τον καθένα να τον βασιλέψει. Αναλογίζομαι, γράφοντας αυτά, όσα σχετικά είπε ο γνωστός Γάλλος ποιητής Paul Valery. Μεταφράζω από τα Γαλλικά. «Αυτός πού γράφει με στίχους περπατάει πάνω σε σχοινί. Περπατάει, χαμογελάει, χαιρετάει και όλα αυτά δεν είναι τίποτε το εξαιρετικό, μέχρι τη στιγμή πού θα αντιληφθούμε πώς αυτός ὁ άνθρωπος ο τόσο απλός και άνετος τα κάνει όλα αυτά πάνω σ’ ένα σχοινί πάχους ενός δακτύλου». Ακούραστος και ανεπανάληπτος, πώς βαδίζει σ’ ένα λεπτό σχοινί με μόνη σκέψη τη γραφή του, είναι ο ποιητής Κωνσταντίνος Καλυμνιός στο νήμα των ευαισθησιών του. Ο κάθε στίχος του ποιητικού του έργου Ανησυχασμός δημιουργεί μπροστά στα μάτια μας δίψα και ξεδίψασμα. Δίψα για να ξεδιψάσουμε και ξεδίψασμα πού θα μας φέρει στον ίδιο κύκλο δίψας.

Αν θα διαβάσετε το ποιητικό έργο του ποιητή στην Ελλάδα, ευγενικά προτείνω τρεις, σχετικά με τον τρόπο που θα πρέπει να εκτιμηθεί, οπτικές γωνίες. Α) Ο προσδιορισμός του έργου του Καλυμνιού, σαν έργο Έλληνα της διασποράς, μόνο για λόγους εκτός κειμένων θα πρέπει να δηλώνει προέλευση. Στην ποίηση, όπως και σε κάθε άλλη δημιουργία, η προέλευση του χώρου δεν προκαθορίζει το επίπεδο του περιεχομένου, όπως ακριβώς συμβαίνει και για το αντίθετο. β) Ο Ανησυχασμός είναι έργο γραμμένο σε ελληνικό χώρο της διασποράς και δεν επικαλείται κρίσεις. Αν υπάρχουν αυθαίρετες τέτοιες του τις οφείλουμε να είναι δίκαιες.

«Τα της περιφέρειας» είναι όροι πολιτικής, όχι τέχνης, και τα μη κεντρικά (εκ-κεντρικά) δεν είναι απαραιτήτως «μη κεντρικά,» στην τέχνη. Και θα είναι άτοπο, για ένα τέτοιο έργο, να γίνεται συζήτηση συγκριτικής ανάλυσης γεωγραφικών τοποθετήσεων μητρόπολης και περιφέρειας. γ) Είναι αναγκαίο, με την ανάγνωση και μελέτη των στίχων του Ανησυχασμού, να γίνει αποδεκτή η νέα γενιά ποιητών μας στην Ωκεανία, πού φέρει μαζί της ένα νέο ελληνικό όραμα. Να υπολογίσουμε δηλαδή το «αίμα» των γραμμάτων, όπου γης ελληνικής, με το ανοικτό, καταδεκτικό μάτι του κληροδότη, του ελεύθερου από συνοριακά, στενά πλαίσια σύγκρισης αναγνώστη- κριτικού-κληροδότη. Και τέλος, αν μπορώ να προσθέσω ακόμα κάτι ουσιώδες, να δεχτούμε πως ξεπεράστηκε ο όμορφος κατά τα άλλα αλλά κουραστικός στα θέματα εξέλιξης τέχνης ρομαντισμός του οδυρμού, πού αν και συνδετικός κρίκος άρρηκτος, διάνυσε και διανύει (ακόμα) η διασπορά, και πού έχει σαν διαρκές του φόντο τον ξεριζωμό και την απώλεια της πατρίδας. Καμία πατρίδα δεν έχει χαθεί αν πάνω από ένα αιώνα η Ελληνική γλώσσα δημιουργεί στους Αντίποδες τέχνη, μια τέχνη γλώσσας πού πλάθει και παλεύει μαζί της ο Καλυμνιός, μια ποιητική κλωστή πού καταδικάζει το σημειωτόν, πού προσπαθεί να ξεπεράσει την ποίηση και «ξιφασκεί» μαζί της γράφοντας: (Πηγή – Πηγαία μου, / ξεχειλώνω από έκσταση/ σαν λίμνη/ και εξατμίζεσαι). Μια τέχνη μας προσφέρεται, πού δεν είναι ακλάδωτη, είναι επηρεασμένη από τον ευρύτερο χώρο αλλά και από το είδος γραφής των λίγων εκλεκτών δημιουργών μας, εδώ στην Αυστραλία.

Δεν υπήρχε μέχρι σήμερα η λέξη «ανησυχασμός». Γεννήθηκε, όχι σε αναλογία με το υποθετικό αντίθετο του, τον εφησυχασμό, αλλά σαν λέξη πού περιγράφει την ψυχική διάθεση για αγρύπνια και αποδοχή της εννοίας μιας πορείας πού βαδίζει ακριβώς στο σχοινί αυτό, στην «εξέδρα» αυτή που περιγράφει ο Βαλερύ: την εξέλιξη της τέχνης για εξαγνισμό. Γεννήθηκε για να γίνει μαρτυρία και απόδειξη. Υπάρχει ένα αόρατο ερωτηματολόγιο πυκνό σ’ ερωτήσεις, όπως ακριβώς μας το καταθέτει ο Rene Char, σαν «buisson de questions», θάμνο ερωτήσεων, όπου «δεν μπορεί να τραγουδήσει κανένα πουλί», απαιτητικό σε απαντήσεις πού δίνεται χαραγμένο στην ποιητική αυτή συλλογή. Θα αναφερθώ μόνο στο κυριότερο: Να είναι το αν του Ανησυχασμού ένα προσθετικό στερητικό σε μια μαρτυρία της ελλειπτικής ηρεμίας μας, μια φανταστική δηλαδή χρονοτριβή στο κυνηγητό του ιδεώδους, ή να είναι το ίδιο αν, το αν μιας υπόθεσης, ίσως και προϋπόθεσης στα αναπάντητα ακόμα ερωτηματικά πού μας οφείλει η πορεία μας στην Τέχνη της Αιωνιότητας; Ακόμα, να είναι η τραγική έλλειψη της άσκησης για συνεχή θεοπτία και συμμετοχή στα άυλα μονοπάτια της αγνότητας που βαφτίστηκε στο χώρο του βιβλίου με το όνομα Ανησυχασμός; Ο Ησυχασμός των Αγίων και ευλαβών αρχίζει εδώ να ουσιαστικοποιείται με την περιγραφή της καθημερινότητας σαν άδειας ζωής από όπου λείπει η ασκητική και όπου /ξετρυπώνει κανείς το κεφάλι του/ {…} /μπας και προλάβει καμιά περίσσια σταγόνα. (Πηγή). Η περιγραφή της κούφιας σημερινής κοινωνίας με τα χρώματα του παρελθόντος πού την χαρακτηρίζουν γεννά μιαν άλλη κοινωνία στο νού, πού κτίζεται σταδιακά για να δώσει χλωμά και ταπεινά το χρώμα της αναζήτησης του φωτός. Το Άκτιστο Φώς των Ησυχαστών, αυτή η αλήθεια πού προϋπάρχει σαν σταγόνα, κτίζεται εδώ με το να αποταχθεί ο κάθε ποιητής του φωτός το έντονο και τυφλωτικό υλικό και να ενταχθεί στο χλωμό αλλά ταπεινό και αναγεννησιακό, [Επίθετα: «Αυτές τις θετές όψεις/ πού περιέγραψα λοστρόμος/ επί χάρτινα πελάγη/ αποτάσσομαι {…} /Τώρα θα λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, /αποκλειστικά/ υποθέτω.»] Μην μπορώντας να εμπιστευτεί ακόμα τον εαυτό του, ο κάθε διαβάτης των αισθήσεων δεν έχει συλλάβει την απόλαυση της τέχνης της δημιουργίας της αποκλειστικότητας, σε πνευματικό επίπεδο, αυτής πού θα επικοινωνήσει στην ύπαρξή του την ασύγκριτη παρουσία του άκτιστου και Άκτιστου Φωτός. Κτίζει, με λίγα λόγια, το φώς αυτό ο Καλυμνιός με το να αραδιάσει σταδιακά όλα εκείνα τα υλικά πού το αποστάχθηκαν παλαιότερα, καταθέτοντας έτσι τη μεταμέλεια της ψυχής του παρελθόντος και την θλίψη του για την αργοπορία του στο νέο χτίσιμο. Γίνεται έτσι ο Ανησυχασμός μια εξομολόγηση κοινωνικο-θρησκευτικού περιεχομένου, και μια έμμεση περιφορά συγγνώμης.

Μια ανάβαση στην τέχνη, μια «σημαιοφορία» στην τέχνη, ένα βάδην…, όσο κι αν είναι δύσκολο στον οποίο σημερινό ποιητή να απαιτήσει πρωτοτυπία, γίνεται πάντα η έρευνα του ποιητικού εγώ, η εξαντλητική λογοτεχνική καταγραφή ενός εγώ δεμένου (και δεδομένου) στο κουβάρι των παιδευτικών ερωτημάτων [Νιρβάνα: «Σε σαγηνεύω./ Ιστό με ιστό σε απορροφώ./ Τα μάτια σου ασπρίζουν τώρα/ Είσαι/ ολότελα λευκή/ Μία ιστοσελίδα απολυτρωμένη/ από τις αόρατες μάντρες/ του δεδομένου.»]
Λίγοι γνωρίσαμε τα θετικά αποτελέσματα αυτής της επείγουσας γραφής, της αργής σε μύηση των αναγνωστών στα γραφόμενά μας ή των κριτικών στην αναγνώριση μας, της κατασταλαγμένης και έτοιμης για παράδοση στα χρόνια πού έρχονται κατάθεσής μας. Μα όσοι είχαμε την τύχη να είμαστε πρόδρομοι των μελλοντικών σελίδων αυτής της τέχνης, γνωρίσαμε, εκτός από την τιμή του να είσαι μεταξύ των δημιουργών της πορείας του μέλλοντος, ταυτόχρονα και την «α-τύχη» της μη αποδοχής του προδρομικό υλικού μας σ’ αυτή τη γραφή. Και μένει πάντα το χέρι του δικού με τον δικό, το χέρι του όμοιου με τον όμοιο, όπως ακριβώς χαράζεται σ’ ένα σκίτσο ενός βιβλίου, σ’ αυτό το γερό πιάσιμο (Νομάς μιας Νύχτας, Εκδόσεις Αφροδίτη 2009) μεταξύ των ελαχίστων του «νομικισμού»… και είναι η υποστήριξη των ομοίων πού θα δώσει ισχύ στην ένωση και ένωση στην ισχύ. Συναντιέται ἡ γραφή μας, συνενώνεται, για να δημιουργήσει μια σύγχυση, την αταξία, το disarray της πορείας για την Τέχνη του μέλλοντα.

Ο Κωνσταντίνος Καλυμνιός βρίσκεται, μ’ αυτή τη νέα δουλειά του στην καρδιά της δημιουργίας του, στην καρδιά της αναγνώρισης των ελλείψεων του πνευματικού ανθρώπου. Με την αναγνώριση-αποδοχή οι πνευματικές ελλείψεις θα μειωθούν. Με βαθιά φιλοσοφική και συνάμα κυνική προσέγγιση στον κόσμο πού ξεδιπλώνεται το περιεχόμενο των αγωνιών του είναι έτοιμος να ψηλώσει τα φρύδια κάποιων γιγάντων της πέννας: ο «Ανησυχασμός» εγείρει κεντρικές αρτηρίες των οδών της γνώσης και αφύπνισης και μελετάει και γίνεται όπως λίγοι το κατάφεραν η ποίηση πού γράφει η ποίηση σε όσα προδιαγράφει η πορεία της αγνότητας. Κυριότερα, δίνει ανησυχητικές υποθέσεις (hypotheses), αφού έχει δώσει ησυχαστικές εξηγήσεις προηγούμενα (Άπτερος Νίκη).

«Κολυμπώντας» ταυτόχρονα σε δύο όχθες, του σουρεαλισμού και του συμβολισμού, το σώμα της ποίησης στο έργο του Καλυμνιού είναι πολύ γοργόφτερο για να μπορέσει να το προφτάσει η όποια ετικέτα. Ωστόσο, ούτε αταξινόμητο μπορεί να χαρακτηριστεί. Γιατί ο Καλυμνιός δεν είναι σελίδα της ιστορίας των Ελληνικών γραμμάτων της διασποράς πού περνάει με εύκολο ξεφύλλισμα. Το δάκτυλο μένει αδρανές, δεν βιάζεται να φτάσει στην επόμενη αράδα. Όπως τη λέξη «ανησυχασμό» πού αποφεύγει ο διορθωτής, ο σκληροπυρηνικός καθηγητής και όσοι κρύβονται πίσω από τακτά και προταγμένα.

Αυτή να είναι η ανάγκη της μεταμόρφωσης της εκτενούς εκπλήρωσης των εσωτερικών μανδυών μιας δέησης των σημερινών χρόνων; Πρέπει να διαβάσει κανείς την παράγραφο ξανά και ξανά για να εννοήσει πρώτα και έπειτα να απαντήσει στην ερώτηση. Δεν είναι εύκολο με τον Καλυμνιό ν’ απαντήσει κανείς σ’ ερωτήσεις πού συνδέονται με τη γνώση, τη βαθιά περισυλλογή και το βάθος της εκτίμησης των λεπτομερειών πού αναδεύει το γράψιμο. Οι συμβολισμοί ακλουθούν ένα πεδίο με πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις, γίνονται δοχείο με πολλά στόμια. Το γνωρίζουμε από τον Εμπειρίκο και όλους του μετέπειτα σουρεαλιστές πώς ὁ λυρισμός δεν χωράει σε τέτοιες εκδηλώσεις του νου, κι όμως… τα σουρεαλιστικά ποιήματα του Κωνσταντίνου Καλυμνιού μαζί με τον συμβολισμό του δεν μπόρεσαν ούτε και στον κατάλογο των να χωρέσουν. Ο ποιητής θα πρέπει να έχει περάσει από έντονες γλυκιές τύψεις για να γράψει ένα έργο σαν κι αυτό. Πρέπει να έχει περάσει από το «Je ne pense pas, je note», «Δεν σκέφτομαι, σημειώνω» του Pierre Revered. Τύψεις για καθυστέρηση των ακατάθετων ακόμα ανασκαφών του πνεύματός του και για τα όσα μαρτυρούν τα καθ’ οδόν μιας πορείας. Γλυκιές για ένα νέο θρίαμβο στην επιτέλεση του Έργου, πού τον στρατολογεί σε νέες εκστρατείες πνεύματος. Η ποίησή του αφήνει χνάρια σε δρόμους πού δεν έμειναν αναπαυμένοι. Σε αισθήματα πού έδωσαν όλο τους τον παλμό. Είναι η ταυτόχρονη προσωποποίηση και αποπροσωποποίηση του εαυτού…
Δύσκολο να βρούμε, να ξεχωρίσουμε το ποιητικό εγώ από το αυτοβιογραφικό του ποιητή, στον Ανησυχασμό. Αυτή είναι η ουσία της γραφής. Αν διαβάσατε ή όχι προηγούμενα έργα του, το συγκεκριμένο είναι μια συνέχεια, όχι του αριθμού των τίτλων αλλά της εύρεσης και απώλειας του εαυτού και του εφησυχασμού πού οφείλουμε στην αφυπνισμένη εξαντλητική ανησυχία μας. Ψηλαφιστά σύρεται από τη μνήμη της ποιητικής ομιλίας του ή ικανότητα του να μας λυτρώσει με δύναμη από τη βιαιότητα των ημερών μέσα από την εξιλεωτική του τέχνη.

«τα υγρά εκείνα ποιήματα/ πού ρήμα το ρήμα/ κατασκευάστηκαν
αιώνες από αίμα και ιδρώτα/ δεν είναι αλήθειες./ Αλήθειες φτιάχνονται στο δευτερόλεπτο/ αλλά προϋπάρχουν,/ ως σταγόνες.»
Το καταθέτουν οι μεγάλοι της τέχνης, όπως ό Denis Roche, πως η ποίηση εἶναι ἀπαράδεκτη, ἀνεπίτρεπτη… “inadmissible”. Καί μόνο ένας ποιητής γνωρίζει πόσο εύκολο ή ὄχι εἶναι νά κρατήσει αὐτό τό ἀνεπίτρεπτο στά σπλάχνα του, στά σπλάχνα τῆς τέχνης του, ὁ κάθε ποιητής.

*Η ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Καλυμνιού “Ανησυχασμός” θα παρουσιαστεί από την  Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτωρίας, τον Ελληνο-Αυστραλιανό Πολιτιστικό Σύνδεσμο Μελβούρνης και το Σύνδεσμο Ελλήνων Λογοτεχνών Αυστραλίας, την Κυριακή, 8 Σεπτεμβρίου 2013 και ώρα 3:00μμ στον Παναρκαδικό Σύλλογο “Ο Κολοκοτρώνης” 570 Victoria Street, North Melbourne. Κύριος ομιλητής ο Δρ Βρασίδας Καραλής, από το Πανεπιστήμιο Σίδνεϊ.