Σε ενδεχόμενο πρόωρης προσφυγής στις κάλπες μέσα στο φθινόπωρο αναφέρθηκε ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, Φώτης Κουβέλης, μιλώντας στη Δημοτική Τηλεόραση Θεσσαλονίκης.

Οι αναφορές του έρχονται να ενισχύσουν τη διάχυτη αίσθηση ότι οι προκλήσεις τις οποίες καλείται να διαχειρισθεί η κυβέρνηση το αμέσως προσεχές διάστημα είναι μεγάλες, τα ζητήματα πολυσύνθετα, οι παράγοντες -εσωτερικοί και εξωτερικοί- που επιδρούν είναι πολυδιάστατοι και, εντέλει, δεν μπορεί επ’ ουδενί να αποκλεισθεί ένα «ατύχημα» που θα οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές.

Ο κ. Κουβέλης, πάντως, διαχώρισε τη θέση του και τη θέση του κόμματός του όσον αφορά μια τέτοια εξέλιξη, αφήνοντας να εννοηθεί ότι μάλλον δεν θα βοηθούσε στην κατάσταση που βρίσκεται η χώρα. Ειδικότερα, τόνισε:«Η χώρα δεν έχει καμία ανάγκη, αντιθέτως, να οδεύσει προς εκλογές. Εκείνο που χρειάζεται είναι αλλαγή της πολιτικής. Η πολιτική σταθερότητα δεν συνδέεται με τη συντηρητική κατ’ ανάγκην πολιτική».

Για τον τρόπο που θα πρέπει να προχωρήσει η κυβέρνηση, ώστε να αλλάξει αυτή η πολιτική, σημείωσε: «Η κυβέρνηση οφείλει να διαπραγματευτεί, οφείλει να αξιοποιήσει την ομολογία των εταίρων μας ότι έχουν γίνει λάθη, προκειμένου να διεκδικήσει καλύτερες ρυθμίσεις, προκειμένου να απαλλαγεί ο τόπος από τις επαχθείς ρυθμίσεις του Μνημονίου. Αλλά δεν μπορώ να αποκλείσω το ενδεχόμενο εκλογών, περίπου στην περίοδο του Οκτωβρίου, Νοεμβρίου».

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΤΑΙΡΟΥΣ

Ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ αναφέρθηκε, για άλλη μια φορά, στους λόγους που οδήγησαν στην αποχώρηση του κόμματός του από την κυβέρνηση, υπεραμυνόμενος της συγκεκριμένης επιλογής.
Επισήμανε χαρακτηριστικά ότι σε αυτήν την απόφαση ώθησε το γεγονός ότι «δεν ακολουθήθηκε η πολιτική που έπρεπε να ακολουθηθεί», ενώ προέβαλε την ύπαρξη σημαντικών διαφορών μεταξύ της ΔΗΜΑΡ και των άλλων δύο κυβερνητικών εταίρων, παραθέτοντας ως παράδειγμα τη ΔΕΗ, για την οποία είπε ότι είχε γίνει «γραπτή συμφωνία» όταν συμμετείχε στην κυβέρνηση, ότι «ναι μεν η ηλεκτρική ενέργεια πρέπει να απελευθερωθεί, αλλά τα δίκτυα, ο εξοπλισμός και οι υποδομές της ΔΕΗ πρέπει να μείνουν στα χέρια του ελληνικού Δημοσίου».