Το παιχνίδι των δύο κομμάτων, ενόψει των εκλογών, φαίνεται να παίζεται –δυστυχώς– όχι επί της ουσίας, αλλά επί των εντυπώσεων.
Με τον Συνασπισμό να έχει το προβάδισμα, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, ο πρωθυπουργός, Κέβιν Ραντ, αποφάσισε να υιοθετήσει την τακτική των πολιτικών του αντιπάλων και να συνεχίσει το παιχνίδι με χτυπήματα κάτω από τη ζώνη. Ως εκ τούτου, εγκαταλείπει το αρχικό «Ένας Νέος Τρόπος» («Α Νew Way») και συνεχίζει με το «Αν κερδίσει, θα χάσετε εσείς» («If he wins you loose»).

Τα βέλη του πρώτου συνθήματος απευθύνονταν, τόσο στην προκάτοχό του Τζούλια Γκίλαρντ, ότι είχε χάσει δηλαδή το παιχνίδι, όσο και στον αρχηγό της αντιπολίτευσης Τόνι Άμποτ ότι δεν είχε επαφή με τον μέσο πολίτη.

ΑΛΑΖΩΝ ΟΣΟ ΠΟΤΕ

Ο νεοαναστηθείς, εντούτοις, Ραντ, μετά την επάνοδό του -πανηγυρική, όπως φαινόταν τουλάχιστον αρχικά-, δεν μπόρεσε να πείσει τους ψηφοφόρους, ότι είχε όντως έναν νέο τρόπο, ένα νέο πιάτο να τους σερβίρει.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, φαίνεται περισσότερο αλαζών από την προκάτοχό του, Τζούλια Γκίλαρντ, και τον αρχηγό της αντιπολίτευσης, Τόνι Άμποτ.

Αποδίδεται στο ότι επέλεξε να «πουλήσει» την προσωπικότητά του, και να εκτοξεύσει αρνητικά σλόγκαν στον πολιτικό του αντίπαλο.
 Αναφορικά με το θέμα υπεροψίας για το οποίο κατηγορούνται και οι δύο αρχηγοί, σύμφωνα με το Newspol, του Ραντ από 28% που ήταν το 2008, εκτοξεύθηκε στο 71%, ενώ του Άμποτ από 67% που ήταν πέρυσι τον Απρίλιο, μειώθηκε στο 65% το περασμένο Σαββατοκύριακο που έγινε η εν λόγω σφυγμομέτρηση. Να σημειωθεί εδώ ότι στο ίδιο θέμα, η υπεροψία της Γκίλαρντ, ως πρωθυπουργού ήταν 54%, δηλαδή 17% χαμηλότερη από του Ραντ.
To μεγάλο πρόβλημα του κυβερνώντος κόμματος, βέβαια, είναι ότι δεν κατόρθωσε να προσφέρει τα υποσχόμενα, ένα νέο τρόπο, μια διαυγή πολιτική στο οικονομικό θέμα, εκείνο που βρίσκεται στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων του ψηφοφόρου.

Η ειρωνεία του θέματος, ότι η διαρκώς κλονιζόμενη εμπιστοσύνη στην Γκίλαρντ και τον Γουέιν Σουάν, αναφορικά με την οικονομική διαχείριση της χώρας, ήταν που προκάλεσαν την νεκρανάσταση του Κέβιν Ραντ.

Επόμενο να είναι ασήκωτο το βάρος που απέθεσαν στους ώμους του, εκείνοι που τον έφεραν πίσω στην εξουσία.
Να υπενθυμίσουμε, ότι η πρώην πρωθυπουργός Τζούλια Γκίλαρντ, και ο θησαυροφύλακας Γουέιν Σουάν, απέτυχαν να δώσουν την πραγματική εικόνα της οικονομίας, δημιουργώντας ένα κλίμα δυσπιστίας το οποίο σύντομα μετατράπηκε σε αίσθημα έλλειψης εμπιστοσύνης.
Καμμιά κυβέρνηση, εκτιμούν οι αναλυτές, δεν μπορεί να επιβιώσει με έναν θησαυροφύλακα ο οποίος δεν είναι σε θέση να παρουσιάσει μία πειστική, συνεπή και διαυγή εικόνα αναφορικά με το πού βαδίζει η οικονομία.

Η πραγματικότητα, βέβαια, ήταν ότι οι ρυθμοί της ανάπτυξης είχαν ήδη επιβραδυνθεί και ενώ το έλλειμμα βρισκόταν στα $30 δις ο Σουάν, μέχρι πριν οχτώ μήνες από το τέλος του οικονομικού έτους, ισχυριζόταν ότι θα το μετατρέψει σε πλεόνασμα. Λέγεται, ότι η πρώην πρωθυπουργός έκανε ορισμένα τραγικά λάθη επί των ημερών της και ένα από εκείνα που της στοίχισαν την αρχή, ήταν ότι δεν αντικατέστησε τον Σουάν, όταν διαπίστωσε ότι ήταν «λίγος» ως θησαυροφύλακας.

ΚΑΥΤΗ ΠΑΤΑΤΑ

Όταν ανέλαβε την αρχή ο Ραντ, γνώριζε ότι το οικονομικό ήταν μια ζεστή, καυτή στην ουσία, πατάτα, που δεν θα τολμούσε ούτως ή άλλως ν’ αγγίξει. Σ’ αυτό, βρήκε σύμφωνο και τον νέο θησαυροφύλακα, Κρις Μπόουεν.

Οι ψηφοφόροι, όμως, τόσο οι οπαδοί του κόμματος, όσο και οι αναποφάσιστοι, ήταν αυτό το οποίο περίμεναν. Να πληροφορηθούν για την οικονομική κατάσταση της χώρας και να ακούσουν από τον πρωθυπουργό που φιλοδοξεί να επανεκλεγεί, ποια είναι η πολιτική που θα εξασφαλίσει νέες θέσεις εργασίας, που θα πληρώσει τα κενά που δημιουργεί, ούτως ή άλλως, η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της Κίνας, και της εξορυκτικής δραστηριότητας, για να αναφερθούμε στα βασικότερα.
Δεν είχε ούτε και έχει κάτι ουσιαστικό να προσφέρει πέραν ορισμένων ανακοινώσεων που γίνονται μάλλον για να κερδηθούν οι εντυπώσεις.

 Οπότε, το πιο γερό χαρτί, συμβουλεύουν οι ειδικοί των προεκλογικών εκστρατειών, αυτή τη στιγμή, είναι η επίθεση. Επίθεση τύπου «Αν κερδίσει ο Άμποτ, χάνετε εσείς».
Χτύπημα κανονικό κάτω από τη ζώνη, αλλά, αν «όλα είναι επιτρεπτά στον πόλεμο και στον έρωτα», και εδώ περί πολέμου πρόκειται, γιατί να μην το επιχειρήσει;
Το πιο δυνατό χαρτί που έχει βέβαια αυτή τη στιγμή στο χέρι του ο Ραντ είναι η άρνηση του Άμποτ να προβεί σε επίσημη κοστολόγηση των προεκλογικών του υποσχέσεων και αυτό, υποστηρίζουν οι σύμβουλοι του πρωθυπουργού, θα πρέπει να το εκμεταλλευτεί στο έπακρον.

Αυτό είναι το μελανό, όσο και αδύνατο σημείο του Άμποτ που όσο κι αν προσπαθεί να το παρακάμψει, είναι εκεί και ζητά την πρέπουσα αντιμετώπισή του.

ΟΧΙ ΟΛΟΙ ΕΥΤΥΧΕΙΣ

Υπάρχει βέβαια και το μεγάλο θέμα της αμοιβής των μαμάδων του μέλλοντος από την τσέπη των μεγαλοεπιχειρηματιών κατά ένα μεγάλο βαθμό, που δημιουργεί κύματα διαμαρτυριών που προσπαθεί σ’ αυτό το σημείο να κατευνάσει ο Άμποτ, πάλι κρατώντας τα χαρτιά του κλειστά, μέχρι πότε όμως;
Και δεν είναι ότι η γενναιοδωρία του αναγνωρίζεται από όλες γενικά τις μαμάδες του μέλλοντος.

Από ένα μεγάλο αριθμό γυναικών, κατηγορείται, ότι κάνει διακρίσεις μεταξύ των δύο φύλων, δίνοντας την ευκαιρία στις μαμάδες να μείνουν με το νεογέννητο έξι μήνες, αμειβόμενες πλήρως, ενώ οι μπαμπάδες μόνο δύο εβδομάδες. Πού είναι η ισότητα; ρωτάνε πολλές καριερίστες οι οποίες παίρνοντας, έστω και πληρωμένη εξάμηνη άδεια, χάνουν ευκαιρίες προαγωγής και επαφής με την εξέλιξη του κλάδου τους.

Τώρα, είναι ευκαιρία, ισχυρίζονται, η άδεια να μοιραστεί εξίσου, μεταξύ του ζευγαριού. Να μείνει και ο πατέρας τρεις μήνες με το νεογέννητο, για να «δεθεί» (to bond), επιχειρηματολογούν. Φυσικά, επιλέγουν να αγνοήσουν το άλλο θέμα που έπαιξε μεγάλο ρόλο στο να ευαισθητοποιηθεί ο Άμποτ και να προβεί σ’ αυτήν τη γενναιόδωρη χειρονομία προς τις μητέρες του μέλλοντος. Μόλις τελευταία πληροφορήθηκε, είπε, ότι ο θηλασμός των νεογνών, επί έξι μήνες, τα θωρακίζει από πολλές ασθένειες του παρόντος και του μέλλοντος. Εδώ τώρα τι επιχείρημα μπορούνε να αντιπαραθέσουν οι γυναίκες, καριερίστες και μη, θα άξιζε να ερευνηθεί.
Όπως και μέχρι πού θα φτάσει «η αρνητική εκστρατεία» που συμβουλεύουν οι ειδικοί ότι περνάει στους αναποφάσιστους ψηφοφόρους στους οποίους ποντάρουν και οι δύο πολιτικοί αρχηγοί.