ΕΝΑΝ αιώνα ζωής συμπλήρωσε φέτος ο παροικιακός Τύπος στην Αυστραλία, σύμφωνα με ένα (σχετικό) άρθρο που δημοσίευσε προχθές ο «Νέος Κόσμος», ο οποίος πρωτοκυκλοφόρησε στις 13 Φεβρουαρίου του 1957.
ΤΟ πώς πέρασαν τα χρόνια μη με ρωτάτε, γιατί και εγώ δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι έχω περάσει τα δύο τρίτα της ζωής μου σε τούτη την εφημερίδα.
ΓΙΑ την ιστορία (και όσους δεν διάβασαν την προχθεσινή είδηση) αναφέρω ότι η πρώτη παροικιακή εφημερίδα με το όνομα «Αυστραλίς» κυκλοφόρησε το 1913 στη Μελβούρνη.
ΕΚΔΟΤΗΣ της εφημερίδας ήταν ο Στρατής Βενλής, που έφτασε από την Αίγυπτο στην Αυστραλία το 1904 σε ηλικία 31 ετών.
ΠΕΡΙΤΤΟ να γράψω ότι η εφημερίδα, που πωλούσε καμιά ογδονταριά φύλλα, ήταν (εντελώς) χειροποίητη, αφού ο ίδιος έκανε όλες τις δουλειές…
ΠΑΡ’ ΟΛΑ αυτά, οι δυσκολίες ήταν αξεπέραστες και γι’ αυτό ο Στρατής μάζεψε ό,τι είχε και δεν είχε, έβαλε την εφημερίδα σε μια… βαλίτσα και μετακόμισε στο Σίδνεϊ για αναζήτηση περισσότερων αναγνωστών.
ΤΑ υπόλοιπα, όπως λέει και το σχετικό κλισέ, είναι ιστορία. Μια ιστορία, βέβαια, συνυφασμένη με τη ζωή της εδώ παροικίας μας.
ΟΙ εφημερίδες μας με όλες τις δυσκολίες, ελλείψεις και προβλήματα, είναι, έως ένα βαθμό, ένας καθρέφτης της εδώ ζωής και των όσων αντιμετωπίσαμε για να φτάσουμε εδώ που είμαστε.
ΜΗΝ ξεχνάμε, ότι και οι περισσότεροι άνθρωποι που επάνδρωσαν τις εδώ εφημερίδες, ως εκδότες, αρχισυντάκτες, δημοσιογράφοι, τεχνικοί και λοιπά, ερασιτέχνες ήταν που αυτοσχεδίαζαν όπως και οι υπόλοιποι για να βγάλουν ένα μεροκάματο.
ΚΑΙ οι εφημερίδες, όπως και οι υπόλοιπες παροικιακές επιχειρήσεις, ακολουθώντας αυστηρά το νεοελληνικό επιχειρείν της εποχής εκείνης (το οποίο, μάλιστα, έχει μέχρι σήμερα επιζήσει αναλλοίωτο στο χρόνο!) στο γόνατο είχαν στηθεί για να καλύψουν… προσωρινές ανάγκες.
ΕΠΕΙΔΗ, όμως, τίποτα μονιμότερον του προσωρινού, κατάφεραν να επιζήσουν και ορισμένες από αυτές (όπως ο «Νέος Κόσμος») να γίνουν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας.
ΟΤΑΝ εγώ άρχισα να εργάζομαι στο «Νέο Κόσμο» η εφημερίδα βρικσόταν ακόμα στην εφηβεία της. Μόλις και είχε συμπληρώσει τον 16ο χρόνο της ζωής της.
ΤΑ πολύ δύσκολα χρόνια του «βγαίνουμε-δεν βγαίνουμε» είχαν περάσει και οι δεκαετίες του 1950 και 1960 έμοιαζαν πολύ μακρινές.
ΠΑΡ’ ΟΛΑ αυτά, ο τρόπος παραγωγής στις αρχές της δεκαετίας του 1970, δεν είχε αλλάξει και όλα τα κείμενα περνούσαν από το πυρωμένο μέταλλο των πανάρχαιων λινοτυπικών μηχανών και από τα έμπειρα χέρια του Γιώργου Πάρνου και της Ματίνας Παναγιωτοπούλου.
ΑΠΟ τότε που ο Γουτεμβέργιος κατασκεύασε τα πρώτα ξύλινα κινητά τυπογραφικά στοιχεία (το 1448) μέχρι και τη δεκαετία του 1970, οι εφημερίδες έβγαιναν παντού με τον ίδιο («πρωτόγονο») τρόπο.
ΚΑΙ στον «Νέο Κόσμο» η κατάσταση ήταν σχετικά «πρωτόγονη» όχι μόνο όσον αφορούσε την τυπογραφική δουλειά, αλλά και όλα τα υπόλοιπα.
Η οργάνωση της εφημερίδας ακολουθούσε πιστά το ελληνικό know how σε όλους τους τομείς, ανάγοντας την προχειρότητα σε πρότυπο οργανωτικής δομής.
ΣΤΟΝ μόνο τομέα που ο «Νέος Κόσμος» ήταν μπροστά απ’ όλες τις υπόλοιπες εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στην Αυστραλία, ήταν στην ύλη που δημοσίευε.
ΣΤΟΝ τομέα αυτό η εφημερίδα είχε δημιουργήσει μια παράδοση, αφού πάντα πρόσεχε τα κείμενα που δημοσίευε και φρόντιζε να είναι αντικειμενικά και να ανταποκρίνονται στα γεγονότα που απασχολούσαν την παροικία.
ΑΥΤΗ η άγνωστη για τα τότε έντυπα της εποχής εκείνης συνέπεια του «Νέου Κόσμου», ήταν αυτή που τον έκανε, όχι μόνο μεγάλη, αλλά και σοβαρή εφημερίδα στα μάτια των αναγνωστών του.
ΔΕΝ είναι τυχαίο ότι υπάρχουν ακόμα χιλιάδες αναγνώστες που δεν έχουν χάσει έκδοση της εφημερίδας για 55 χρόνια!
ΣΤΟΝ «Νέο κόσμο» συνέβη χοντρικά ότι συμβαίνει και στις ποδοσφαιρικές ομάδες που αφήνουν «εποχή».
ΟΤΑΝ, δηλαδή, τυχαίνει στην ίδια ομάδα, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, να παίζουν μεγάλοι παίκτες που «δένουν» μεταξύ τους.
ΤΗΡΟΥΜΕΝΩΝ των αναλογιών, ο «Νέος Κόσμος» είχε την τύχη να στήσει από την αρχή μια «καλή ομάδα», η οποία στη συνέχεια εμπλουτίστηκε με νέους «ταλαντούχους» παίχτες που κοντά στους παλαίμαχους έμαθαν τη τέχνη των ειδήσεων.
ΟΙ ειδήσεις έφταναν στην εφημερίδα τότε με διάφορους τρόπους, αλλά, κυρίως, μέσω άλλων εφημερίδων (που έφταναν στην Αυστραλία αεροπορικώς μετά ένα τριήμερο!) και με τηλέφωνο.
ΚΑΘΕ Τετάρτη και Κυριακή (αναφέρομαι στην εποχή πριν αγοραστεί το 1979 και η «Νέα Ελλάδα») τηλεφωνούσαμε στον ανταποκριτή μας στην Αθήνα, ο οποίος μας έλεγε περιληπτικά τις τελευταίες ειδήσεις.
ΤΙΣ τηλεφωνικές «περιλήψεις» (για λόγους οικονομίας) τις μαγνητοφωνούσαμε σε ένα μαγνητοφωνάκι και, στη συνέχεια, με… χορηγό τη φαντασία μας τις «πλάθαμε» (όπως έλεγε και ο αείμνηστος Μουρίκης) και τις κάναμε ειδήσεις.
ΚΑΠΟΙΑ εποχή μετά την πτώση της χούντας ανταποκριτής μας στην Αθήνα ήταν ο Αλέκος Τράγκας, που εργαζόταν στην «Καθημερινή» της Ελένης Βλάχου που είχε επανακυκλοφορήσει, όπως και άλλες εφημερίδες τότε.
ΤΟ τηλεφώνημα από Αθήνα γινόταν γύρω στις 8.30 το πρωί, για να έχουμε καιρό να «πλάσουμε» τις ειδήσεις και να «ταΐσουμε» τις λινοτυπικές του Πάρνου και της Ματίνας.
ΣΤΗ συνέχεια ακολουθούσαν οι διορθώσεις των κειμένων και η επίπονη σελιδοποίηση για να προλάβουμε το τυπογραφείο και να γίνει η διανομή της εφημερίδας που έφτανε στα μιλκ μπαρ μαζί με το γάλα.
ΤΑ περιθώρια ελαχιστοποιούνταν αγχωτικά όταν περιμέναμε να τελειώσουν και οι ποδοσφαιρικοί αγώνες στην Ελλάδα προκειμένου να συμπεριλάβουμε στην έκδοση της Δευτέρας και τα αποτελέσματα.
«ΜΕ την ψυχή στο στόμα» γινόταν αυτή η δουλειά τα ξημερώματα της Δευτέρας για να προλάβουμε το τυπογραφείο, οπότε και σκεφτείτε το άγχος μας, όταν στις τρεις τα ξημερώματα που δεν προλαβαίναμε ούτε να αναπνεύσουμε, μας τηλεφωνούσαν και φίλαθλοι (που δεν μπορούσαν να περιμένουν μέχρι το πρωί!) να δουν τι έκανε η ομάδα τους.
ΜΙΑ Κυριακή, λοιπόν, οι ώρες άρχισαν να περνούν και ο ανταποκριτής μας από την Αθήνα δεν είχε ακόμα τηλεφωνήσει για τα… νεότερα.
ΟΙ προσπάθειες οι δικές μου να τον βρω στο σπίτι του και στην «Καθημερινή» δεν απέδωσαν, οπότε το μόνο που μου απέμεινε ήταν να περιμένω…
ΕΙΧΕ περάσει το μεσημέρι όταν χτύπησε το τηλέφωνο και έδωσε το παρών του ο Αλέκος, ο οποίος και για να δικαιολογηθεί μου έλεγες ότι προσπαθούσε τέσσερις ώρες να μου τηλεφωνήσει για να με πληροφορήσει ότι δεν είχε ειδήσεις να μου πει γιατί βρίσκονταν σε ένα ξενοδοχείο στο Καρπενήσι με μια φίλη του.
«ΜΑ δεν διάβασες καμιά εφημερίδα; Δεν άκουσες τίποτα;» τον ρωτώ εγώ.
«ΟΧΙ μου απαντάει δεν ξέρω τίποτα. Έχω δύο μέρες στο Καρπενήσι και λόγω χειμώνα, δεν φτάνει τίποτα σε αυτή την ερημιά…».
«ΚΑΤΙ πρέπει να βρεις Αλέκο», του λέω εγώ. «Δεν μπορούμε να βγούμε αύριο χωρίς τα τελευταία νέα από την Ελλάδα. Δεν γίνεται αυτό…».
ΚΑΙ, τελικά, «κάτι βρήκαμε». Ήταν κάτι παλιές βρεγμένες εφημερίδες στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του Αλέκου.
ΑΠΟ τις εφημερίδες εκείνες και όσα θυμόταν ο Αλέκος από την Παρασκευή το πρωί που έφυγε από την Αθήνα, «βγάλαμε» δυο-τρεις ειδήσεις της… τελευταίας στιγμής!
ΑΛΛΑ, είπαμε, οι καλές ειδήσεις είναι όπως και καλό κρασί: όσο παλιώνουν τόσο καλύτερες γίνονται.
ΑΥΤΑ για σήμερα και θα τα πούμε πάλι από βδομάδα.