ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: ήταν μια σπάνια, εικόνα…
ΕΝΑ προκλητικά αινιγματικό χαμόγελο που το συνόδευαν δυο λυπημένα μάτια, σαν αυτά των αδέσποτων σκύλων, που εξαντλημένοι από τις ταλαιπωρίες, ψάχνουν για καταφύγιο.
ΑΝ και στο τηλεοπτικό κάδρο δεν στάθηκε πάνω από πέντε-έξι δευτερόλεπτα, ήταν από τις εικόνες που ανοίγουν την (αποκλειστικά) δική τους σελίδα στο άλμπουμ της μνήμης με τις κορυφαίες επιλογές.
ΗΤΑΝ μια ακόμα εικόνα από τη Βόρεια Κορέα. Τη χώρα που άφησε κληρονομιά ο Κιμ Ιλ Σουνγκ στο γιο του Κιμ Γιονγκ Ιλ, για να φτάσει στο δικό του μοναχοπαίδι τον Κιμ Γιονγκ Ουν.
ΕΧΩ αδυναμία στη Βόρεια Κορέα και νομίζω ότι λιτό (και απαλλαγμένο από κάθε τι το περιττό) «σκηνικό της» προσφέρεται για φωτογραφίες και ντοκιμαντέρ που μπορούν να αφηγηθούν αυθεντικές ιστορίες χωρίς λόγια.
ΑΣΕ που μπορείς να περπατήσεις στους πιο πολυσύχναστους δρόμους της Πνομγιάνγκ, χωρίς να χρειαστεί να γίνεις κασκαντέρ προκειμένου για να αποφύγεις όσους περπατούν πια χαζεύοντας τις φωτεινές οθόνες των κινητών τους.
ΜΕ το τηλεκοντρόλ στο χέρι είχα βγει για «κυνήγι» στην γκρίζα τηλεοπτική ζούγκλα της πληροφόρησης, ψάχνοντας ένα ξέφωτο για να σταθώ. Να πάρω μια ανάσα…
ΤΥΧΑΙΑ έπεσα πάνω στο Dateline της τηλεόρασης της SBS, που αναφέρονταν στην επίσκεψη μιας ομάδας δυτικών δημοσιογράφων στη Βόρεια Κορέα, που όσο περνούν τα χρόνια φαντάζει, όλο και πιο απόμακρη.
ΣΑΝ ένα κομμάτι γης που αποκόπηκε από τον πλανήτη εδώ και μισό αιώνα και από τότε απαλλαγμένη από το νόμο της βαρύτητας, που μας κρατά «δεμένους», κινείται μόνη (και χωρίς επιρροές) σε ένα παράλληλο σύμπαν.
ΣΑΝ τις φυσαλίδες οξυγόνου που ανακαλύπτουν οι επιστήμονες και ερευνητές των κλιματολογικών αλλαγών στα βάθη των πάγων της Ανταρκτικής προκειμένου να κατανοήσουν το παρελθόν, που θα τους δώσει τη δυνατότητα να ανιχνεύσουν το μέλλον.
ΣΑΝ τέτοια «φυσαλίδα» του κόσμου μας, που άρχισε να αλλάζει δραματικά μετά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, λειτουργεί πλέον η Βόρεια Κορέα.
ΩΣ μια παγωμένη «σελίδα», ενθύμιο (και αυθεντικό ντοκουμέντο) της περίπλοκης ανθρώπινης πορείας στον ιστορικό χρόνο.
ΜΙΑΣ ιστορίας έμπλεης υποσχέσεων που διαψεύστηκαν και προσδοκίες που (ποτέ) δεν επαληθεύθηκαν.
ΜΙΑ πραγματική εικόνα ενός κόσμου, που ακόμα και ως ανάμνηση αρχίζει να ξεθωριάζει.
ΜΙΑ συνεχή αναζήτηση και ένα ψηλάφισμα τυφλών το καταμεσήμερο.
ΕΧΩ αρχίσει να σχηματίζω την εντύπωση ότι οι Βορειοκορεάτες έχουν «ανταλλάξει» (στο παζάρι της επικοινωνίας) το λόγο με αυτό που αποκαλούμε «γλώσσα του σώματος».
ΚΑΙ αν -όπως λένε- μια φωτογραφία αξίζει χίλιες λέξεις, γιατί να μπουν στον κόπο να εκφράσουν με τη γλώσσα όσα μπορούν να πουν με τα μάτια και ένα μειδίαμα;
ΑΣ επιστρέψουμε, όμως, στο σκηνικό μέσα στο οποίο εξελίχτηκε η εικόνα.
ΟΙ δημοσιογράφοι της αποστολής ζητούσαν από το συνοδό τους να τους πάει κάπου να συναντήσουν «απλούς ανθρώπους» και να τους ρωτήσουν πώς ζουν.
ΤΟΥΣ πήγε, λοιπόν, ο άνθρωπος σε μια τελετή που γινόταν κοντά στον ανδριάντα του Άγνωστου Στρατιώτη, στα πόδια του οποίου άφηναν λίγα λουλούδια «επίσημοι» με μαύρα κοστούμια και πρόσωπα που έμοιαζαν με μάσκες του γιαπωνέζικου καμπούκι.
ΣΕ κάποια στιγμή η δημοσιογράφος πλησίασε μια στρατιωτίνα και τη ρώτησε για την τελετή και τη ζωή στη χώρα της.
Η τύπισσα περίμενε με φανερή αγωνία τα όσα της μετέφραζε ο συνοδός και, αφού έκανε τη γνωστή συγκαταβατική κίνηση (που κάνουν οι Ασιάτες για να δείξουν ότι κατάλαβαν), μεταμορφώνεται σε «τίγρη».
ΜΕ δυνατή και στεντόρεια φωνή, για να την ακούσουν ακόμα και οι παγωμένες μαρμάρινες πλάκες της ατελείωτης πλατείας, που χωρίς κόσμο έμοιαζε ακόμα μεγαλύτερη και πιο άδεια, αρχίζει να «περιγράφει» τη ζωή στη χώρα της.
«ΕΙΜΑΣΤΕ περήφανοι που έχουμε τη τύχη να ζήσουμε στη χώρα που ίδρυσε ο ένδοξος πατριώτης Κιμ Ιλ Σουνγκ, στον οποίοι και χρωστούμε τα πάντα. Εδώ ήλθαμε για να δείξουμε ότι είμαστε αποφασισμένοι να θυσιαστούμε και για τον νέο μας ηγέτη και να σκοτώσουμε αν χρειαστεί τους Αμερικανούς και Νοτιοκορεάτες εχθρούς μας και όλους τους καπιταλιστές που εκμεταλλεύονται τον κόσμο… » και τα λοιπά γνωστά και μη εξαιρετέα.
ΜΕ το που τελείωσε την θλιβερά επαναλαμβανόμενη «εθνική προσευχή» ξαναπαίρνει την ανθρώπινη διάστασή της και κοιτάζει την κάμερα ανακουφισμένη περιμένοντας να βεβαιωθεί ότι «καλά τα είπε».
Η «προσποιητή» σκληράδα του προσώπου της παραχώρησε τη θέση της σε ένα χαμόγελο σαρκαστικό που έσταζε όλη την πίκρα για το ρόλο που η ζωή την έχει αναγκάσει να υποδύεται.
ΜΙΑ ματιά να έριχνες στον περίγυρο καταλάβαινες ότι αυτός ήταν ο μοναδικός ρόλος που υποχρεώνονται να παίζουν πρωταγωνιστές και κομπάρσοι στο βορειοκορεάτικο θέατρο του παραλόγου. Άλλο ρόλο η ζωή για αυτούς δεν έχει.
ΕΝΤΕΛΩΣ, βέβαια, διαφορετικά πράγματα είπε με το χαμόγελό της και πολύ περισσότερα ομολόγησαν σε λίγα δευτερόλεπτα τα λυπημένα μάτια της. Ο καθρέφτης της ζωής μας…
ΤΟ βλέμμα της μου θύμισε το χαιρετισμό των τριών μαυροφορεμένων συνοδών που αποχαιρετούσαν με τα μαντήλια τους, τους δυτικούς επισήμους είχαν πάει στη Βόρεια Κορέα για να παραβρεθούν στην κηδεία του Κιμ Γιονγκ Ιλ πριν λίγα χρόνια. (Σημείωση: είχα περιγράψει τη σκηνή στη στήλη).
ΤΟ βουβό μήνυμα του ψυχορραγούντος εκείνου αποχαιρετισμού με τα μαντήλια, δίπλα στο διάδρομο απογείωσης της Πνομ Γιανγκ και το βλέμμα της στρατιωτίνας, ήταν ακριβώς το ίδιο: μη μας ξεχνάτε…
…ΕΜΕΙΣ το μόνο που μας απόμεινε να λέμε είναι αυτά που ακούτε. Και όσο περισσότερο το επαναλαμβάνουμε τόσο λιγότερο το πιστεύουμε. Για απόγνωση πρόκειται που με ενθουσιασμό εκφράζεται… Κλείνει η παρένθεση.
ΠΕΝΤΕ κουβέντες ήθελα να αφιερώσω στο πιο πάνω θέμα, αλλά παρασύρθηκα στην αποκρυπτογράφηση των λεπτομερειών. Συγχωρήσετε με.
ΣΤΗΝ απουσία της στήλης την περασμένη βδομάδα ήθελα να αναφερθώ. Για τους λόγους που δεν είχα διάθεση να βγω έξω από το σπίτι και να συναντήσω ανθρώπους, ήθελα να σας μιλήσω.
ΚΑΙ ήθελα να το κάνω γιατί ψυχανεμίζομαι ότι στο ίδιο «λούκι», που οδηγεί αργά, αλλά σταθερά, στην απόσυρση (που άλλοι ονομάζουν βαρεμάρα και οι πιο γραμματιζούμενοι κατάθλιψη) βρίσκονται και άλλοι.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ πιστεύω ότι δεν πρόκειται (μόνο) για ψυχικό νόσημα, αλλά κυρίως για τη «λειτουργία» του ευαίσθητου στον χρόνο βιολογικού μας ρολογιού, που δεν βλέπει πια τους λόγους που πρέπει να συνεχίζει να χτυπά.
ΛΙΓΟ η διαρκής επανάληψη των ίδιων και των ίδιων πραγμάτων, λίγο ο χρόνος που περνά συνεχώς επιταχύνοντας, και από κοντά οι ατελείωτοι λογαριασμοί για ασφάλειες, αυτοκίνητα, τηλέφωνα, νερό, γκάζι κινητά (και… ακίνητα) σε σχέση με τη ματαίωση των προσδοκιών για καλύτερες μέρες, γέμισε το ποτήρι της ανυπακοής για τις ανάγκες της καθημερινότητας.
ΤΟ ερώτημα που μου έθετε ο εαυτός μου, πριν καλά-καλά ξυπνήσω, συμπυκνώνεται σε τούτο: «Αν υπολογίζεις να ζήσεις και τα υπόλοιπα χρόνια που σου έμειναν για να εργάζεσαι και να πληρώνεις λογαριασμούς, φρόντισε από εδώ και πέρα να το κάνεις μόνος σου. Εγώ λέω να αποσυρθώ από αυτό το αχθοφόρο και χωρίς νόημα φιάσκο».
ΔΕΝ τον ρώτησα πού σκοπεύει να πάει όταν «αποσυρθεί» γιατί έχω αρχίσει να υποπτεύομαι τα σχέδιά του.
ΣΕ αυτή (τη γνώριμη πια) ψυχική διάθεση βρισκόμουν όταν έσταξε στο ποτήρι και η τελευταία σταγόνα που το έκανε να ξεχειλίσει.
ΚΑΙ η «σταγόνα» αυτή που ήλθε την κατάλληλη στιγμή, ήταν η γνωστή (για τους κινηματογραφόφιλους) ταινία του Σον Πεν «Ταξίδι στην Άγρια Φύση» («Into The Wild»).
ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για ένα road movie βασισμένο στο βιβλίο (με τον ίδιο τίτλο) του Αμερικανού συγγραφέα, Τζον Κρακάουερ, και έχει βασιστεί σε μια πραγματική ιστορία που έλαβε χώρα στις ΗΠΑ πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια.
ΜΕ δυο κουβέντες το στόρι της ταινίας αναφέρεται στη φυγή του 22χρονου Κρίστοφερ Μακάντλες, από την Βιρτζίνια, για να ζήσει μόνος στην παγωμένη έρημο της Αλάσκας.
Ο Σον Πεν προσπάθησε με το δικό του τρόπο να θέσει σε νέα βάση το επαναλαμβανόμενο φιλοσοφικό ερώτημα για το νόημα της ζωής.
ΓΙΑΤΙ, τέλος πάντων, ερχόμαστε σε αυτό τον κόσμο, τι σημαίνει να είναι κάποιος «ευτυχισμένος» (οι χαζοί -έτσι και αλλιώς- είναι) και τι νόμισμα πρέπει, τελικά, να καταβάλει κανείς για την ψιλοτραγουδισμένη ευτυχία.
Ο νεαρός που προερχόταν από μια μικροαστική οικογένεια που ζούσε το «αμερικάνικο όνειρο» αποφάσισε ότι αν είναι έλθει σε ρήξη με τον κατεστημένο (και κενό για τον ίδιο) τρόπο ζωής, αυτό πρέπει να το κάνει αμέσως πριν οι «ευθύνες» γίνουν χιονοστιβάδα και τον παρασύρουν όπως όλους μας.
ΣΤΟΥΣ γονείς τους εξήγησε ότι δεν τον ενδιαφέρει το αυτοκίνητο που του χάρισαν, ούτε να κάνει καριέρα, λεφτά, οικογένεια και λοιπά, «δεν με ενδιαφέρουν τα δώρα σας και τα πραγματάκια, δεν θέλω πραγματάκια…»!
ΜΕ τα πιο πάνω λόγια τους αποχαιρέτησε, χάρισε και $24.000 που είχε συγκεντρώσει δουλεύοντας σε μια φιλανθρωπική οργάνωση, και ξεκίνησε κάνοντας οτοστόπ για την Αλάσκα, να ζήσει μια αυθεντική ζωή κοντά στη φύση.
ΠΡΟΤΙΜΗΣΕ, όπως είπε, να ζήσει έστω για λίγο, τη μοναχική ζωή των λύκων παρά αυτή των πολιτισμένων ανθρώπων.
ΓΙΑ τον Μακάντλες, αν είχε κάτι νόημα να ζήσει κάποιος είναι η αυθεντικότητα της ζωής (στο πλαίσιο των φυσικών νόμων) και όχι η επιτηδευμένη (και ανταγωνιστική) υποκρισία του πολιτισμού μας.
ΣΤΟ εγκαταλειμμένο λεωφορείο στο οποίο βρήκε καταφύγιο τους λίγους μήνες που επέζησε στην άγρια φύση μακριά από τα υψηλά ανθρώπινα ιδανικά, έφτασε μετά από πολλές περιπέτειες στο δρόμο.
«ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ» που του έδωσαν τη δυνατότητα να γνωρίσει ανθρώπους που δεν θα γνώριζε ποτέ στη Βιρτζίνια.
ΑΝΤΕ, δηλαδή, μετά από μια τέτοια ταινία να βρω διάθεση να έλθω την άλλη μέρα στη δουλειά. Δεν υπήρχε περίπτωση…. Γεια χαρά.