Έλεγα ν’ αργήσω λίγο ακόμη, αλλά σκεφτόμουν εσάς, τους πολυπληθείς αναγνώστες μου, τους φανατικούς, τους παθιασμένους. Πώς να αφήσω χωρίς πνευματική τροφή τους δεκάδες χιλιάδες αναγνώστες μου; Τους άφησα μόνους κοντά δύο μήνες. Πώς άντεξαν;
Την αγάπη και αφοσίωσή σας την είδα και στο αεροδρόμιο. Παρά το ότι είχα παρακαλέσει τους συνάδελφους να μην πουν την ημερομηνία αφίξεώς μου, στο ευρύτατο αναγνωστικό μου κοινό, δεκάδες φανατικοί αναγνώστες μου, ήλθαν να με υποδεχθούν. Τους ευχαριστώ. Τη μεγαλύτερη ικανοποίηση την ένοιωσα όταν διαπίστωσα (μετρώντας τους έναν-ένα) ότι ο αριθμός αυτών που ήλθαν να με υποδεχθούν στο αεροδρόμιο, ξεπερνούσαν, κατά πολύ, τον αριθμό όσων πήγαν να υποδεχθούν τον Μπάμπη Σταυρόπουλο, όταν επέστρεφε από την… έρημο. Για να καταλάβετε την διαφορά και το γιατί ξεχείλισα από περηφάνια σας εξομολογούμαι και να μείνει εντελώς μεταξύ μας, πως ο Μπάμπης τα έχει καλά με όλους.
Οι Αριστεροί, οι Δεξιοί, οι λογοτέχνες, οι τέκτονες, οι Μακεδονικοί σύλλογοι, οι Βασιλόφρονες, οι Εθνικόφρονες, οι Παλαιοί πολεμιστές, όλοι είναι μαζί του. Τους έχει πλανέψει. Εμένα, απ’ ό,τι κατάλαβα, με σώζει η αντικειμενικότητα και η σοβαρότητα των κειμένων μου. Θα ήθελα να σας παρακαλέσω να με συγχωρέσετε, όλοι εσείς που ήλθατε στο αεροδρόμιο για να με καλωσορίσετε. Μετριόφρων και χαμηλών τόνων άνθρωπος, δεν δημοσίευσα καμία φωτογραφία από τη λαοθάλασσα της υποδοχής, στο σημερινό «Νέο Κόσμο». Σας ευχαριστώ. Καταλάβετέ με. Δουλεύουμε τόσα χρόνια μαζί. ζηλεύουν, το ξέρω και δεν θέλω να τους πληγώσω, συνάδελφοι με αδυναμίες είναι, τι να κάνουμε.
Ζητώ συγγνώμη, επίσης, που δεν μπόρεσα να απαντήσω στα ερωτήματά σας, στο αεροδρόμιο. Γενικά δεν δίνω συνεντεύξεις μετά τις οκτώ το βράδυ και αφετέρου, να λέμε και του στραβού το δίκιο, μετά από τριάντα ώρες ταξίδι, ένοιωθα κομμάτι κουρασμένος.
Σε ορισμένες από τις πολλές ερωτήσεις σας, θα απαντήσω περιληπτικά σήμερα.
Στα ογδόντα επτά άτομα που με ρώτησαν για την κρίση στην πατρίδα, εξομολογούμαι τα εξής: Την κρίση στην Ελλάδα μας, πρέπει να ψάξεις να την βρεις και να ξέρεις να την ξεσκεπάσεις γιατί, για λόγους τουριστικούς, είναι σχετικά καμουφλαρισμένη και στριμωγμένη σε ορισμένα, μόνο, σημεία των διαφόρων πόλεων.
Δεν θα την βρεις στις αριστοκρατικές συνοικίες των μεγαλουπόλεων, στις παραλίες με το «φραπέ» και τις ξαπλώστρες και στα νησιά με… όνομα. Καλοκαίρι είναι, να μην τρελαθούμε κιόλας.
Τη κρίση θα την δεις στα μικρά εμπορικά κέντρα, άλλοτε ζωντανά και θορυβώδη, όπου τα ξεθωριασμένα ενοικιαστήρια, τα κατεβασμένα ρολά, τα άδεια μαγαζιά και τα σκυθρωπά πρόσωπα των ιδιοκτητών, δείχνουν τη λαίλαπα που πέρασε, την μπόρα που συνεχίζει και την καταιγίδα που έρχεται.
Αν προσέξεις λίγο θα δεις τη κρίση στα κουρασμένα, σκυθρωπά πρόσωπα των ηλικιωμένων, στο μισοβαμμένο μαλλί της ώριμης κυρίας και στο χαραγμένο από αγωνία πρόσωπο του νεαρού που διαβάζει τη χθεσινή εφημερίδα που βρήκε στο παγκάκι.
Για εσάς τους φίλους και φανατικούς αναγνώστες αυτής της στήλης (τους πολλούς) που ρωτούσατε πως πέρασα, θα απαντήσω με λίγες απλές λέξεις: Απλά, ανθρώπινα, και ορισμένες ημέρες πολύ όμορφα. Έτυχε να βρεθώ με επείγον περιστατικό συγγενούς σε νοσοκομείο της Αθήνας. Θαύμασα τις ικανότητες και την ταχύτητα δράσης των ιατρών καθώς και την προσπάθειά τους να καλύψουν τα κενά των ελλείψεων και τη διάχυτη απαισιοδοξία.
Στην κηδεία της αδελφής του γαμπρού μου, στο Βόλο, ξανάζησα τον ελληνικό τρόπο αποχαιρετισμού των αγαπημένων προσώπων. Κοπέλα 42 χρόνων, που έφυγε ξαφνικά αφήνοντας πίσω της δεκάχρονο αγόρι, τον άνδρα της και τ’ αδέλφια της, έσβησε μέσα σε λίγες ώρες. Την έκλαψαν. Ο κόσμος, φίλοι, συνάδελφοι και συγγενείς μπαινόβγαιναν στο σπίτι, απ’ τα μεσάνυχτα μέχρι το ξημέρωμα, προσκυνώντας και αποχαιρετώντας.
Είδα παιδιά και εγγόνια. Δεν προλαβαίνεις να δεις πόσο γρήγορα μεγαλώνουν, πόσο αλλάζουν. Το κοριτσάκι έγινε δεσποινίς και το αγοράκι το μικρό, το μωρό, πάει κιόλας σχολείο. Ευτυχώς εμείς δεν αλλάξαμε. Είμαστε, ακόμη, ο παππούς και η γιαγιά.
Τον υπόλοιπο λίγο καιρό, όμορφα. Έμοιαζε σαν ζούσα τα φτωχά μου όνειρα, στα φτωχικά παιδικά παραμύθια της εποχής μου.
Ένα μικρό σπίτι δίπλα στη θάλασσα, με ελληνικό ξημέρωμα και ακόμη πιο όμορφη δύση. Όμορφος ο καιρός, μπάνιο, ψάρεμα κι ένα μικρό ταβερνάκι εκατό μέτρα πιο κάτω για τους λίγους ντόπιους κι εμάς τους… ξένους.
Καλώς σας βρήκα.