Έκκληση στους ομογενείς να ενθαρρύνουν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους να μάθουν την ελληνική γλώσσα έκανε ο ομογενής δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Βικτώριας Αιμίλιου Κύρου σε εκδήλωση-συζήτηση προς τιμήν του που οργάνωσαν από κοινού το Φεστιβάλ «Αντίποδες», σε συνεργασία με το δίκτυο Ελληνοαυστραλών γυναικών «Foοd for Thought».
«Η γλώσσα μας είναι καθοριστικό στοιχείο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και η εκμάθησή της μόνο οφέλη έχει για όλους μας» είπε ο ομογενής καθηγητής.
Αποκάλυψε μάλιστα πως όταν έφτασε στην Αυστραλία μικρό παιδί και έζησε τον ρατσισμό στο πετσί του, όταν πήγαινε στο ελληνικό σχολείο του άρεσε:
«Ήταν το καταφύγιο μου εκεί» είπε. «Ήμουν ίσος ανάμεσα σε ίσους».
Κάτι που δεν γινόταν στο αυστραλιανό σχολείο με αποτέλεσμα να αλλάξει το όνομα του. Ήθελε να τον λένε «Τζον». Ήταν και ξανθός οπότε δεν τον καταλάβαιναν πως ήταν μετανάστης για να τον χλευάσουν…
Μόνο όταν ενηλικιώθηκε κάπως και κατάλαβε ποιος ήταν ζήτησε πίσω την ταυτότητά του.
Επανέφερε το ελληνικό όνομά του Αιμίλιος και απαιτούσε από όλους «Αιμίλιο να με λες». Έτσι πήρε το όνομα και το βιβλίο του.
Ο ίδιος υπογράμμισε ότι είναι απαραίτητο να καταγραφεί η μεταναστευτική ιστορία των Ελλήνων.
«Και η καταγραφή μπορεί να γίνει από το οικογενειακό περιβάλλον. Να βάλουμε τους γονείς και τους παππούδες της πρώτης γενιάς να μας εξιστορήσουν τις οδύσσειες τους» είπε.
Μαζί του συμφώνησαν και ο συντονιστής της συζήτησης καθηγητής του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, Νίκος Παπαστεργιάδης, και η εκδότρια, Ελένη Νίκα, που επίσης μίλησε στην εκδήλωση.
Επίκεντρο της συζήτησης ήταν το αυτοβιογραφικό βιβλίο του ομογενή δικαστή, με τίτλο «Αιμίλιο να με λες» που είναι αφιερωμένο στους γονείς του Κύρου, που είναι οι ήρωες του. Βοσκός ο πατέρας του Γιάννης, εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία οκτώ ετών και η μάνα του εργαζόταν στο βαμβάκι και στα καπνά άφησε το σχολείο μόλις εννέα ετών. Η καταγωγή τους ήταν από το χωριό Σφυκιά της Ημαθίας και στην Αυστραλία μετανάστευσαν μαζί με τον Αιμίλιο και τον άλλο τους γιο Θεόδωρο που σήμερα είναι γιατρός.
Το πρόγραμμα της εκδήλωσης άνοιξε η διακεκριμένη νομικός, Ολίβια Νίκου, που, εκτός των άλλων, μίλησε και για τον «άνεμο αλλαγής που πνέει στην Ελληνική Κοινότητα της Μελβούρνης στον πολιτιστικό τομέα με την συνεργασία των κορυφαίων του πνεύματος και των τεχνών από την ευρύτερη αυστραλιανή κοινωνία».
Η ιδρύτρια και επικεφαλής του δικτύου Ελληνοαυστραλών γυναικών «Foοd for Thought» Βαρβάρα Αθανασίου-Ιωάννου μίλησε για τον ρόλο και την δράση του φορέα του οποίου ηγείται με στόχο την ανάδειξη της Ελληνοαυστραλής γυναίκας.
Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα όμως απ’ αυτό του δικαστή Κύρου δεν θα μπορούσε να υπάρξει όπως τονίστηκε από τον ίδιο και τους άλλους ομιλητές, αλλά και από τη συζήτηση-συνέντευξη του με την σύζυγο του Έλληνα πρέσβη, Εύα Δαφαράνου. Κάτι που ο ίδιος καταγράφει και στο βιβλίο του. Όπως προέκυψε και από την εκδήλωση του Σαββάτο η πορεία ζωής του Αιμίλιου Κύρου από τότε που ξεκίνησε μικρό παιδί από τη Βόρεια Ελλάδα και έφτασε στην Αυστραλία, είναι στην ουσία μία ιστορία υφασμένη με δυσκολίες και θυσίες.
Ακόμα και χρόνια μετά την εγκατάστασή του στην Αυστραλία, όταν νέος άνδρας πλέον κατάφερε να περάσει ως φοιτητής την πόρτα της υψηλού κύρους Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, ένοιωθε άβολα και μοναχικά, όπως ο ίδιος εξομολογείται στο βιβλίο του. Τελικά, όμως, στο βιβλίο του Αιμίλιου υπάρχει η ιστορία ενός ανθρώπου που τα κατάφερε παρ’ όλες τις αντιξοότητες της ζωής.
Το βιβλίο του ομογενή δικαστή που φέρει τον τίτλο «Αιμίλιο να με λες», δεν μπαίνει στα κλασικά καλούπια της αυτοβιογραφίας που ασχολείται με τα επιτεύγματα και τις επιτυχίες του «αντικειμένου» της. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αιμίλιος είναι ένας επιτυχημένος δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου Βικτώριας και πρώην επιφανής δικηγόρος και συνέταιρος ενός εκ των πλέον διασήμων δικηγορικών γραφείων της Αυστραλίας και ο αναγνώστης θα περίμενε να διαβάσει πώς κατάφερε να βρεθεί εκεί. Εντούτοις, ο Αιμίλιος σταματά την αυτοβιογραφία του στο χρόνο που αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο. Ούτε μία κουβέντα για την επιτυχημένη του σταδιοδρομία.
Ιδιαίτερα συμβολικό το βάρος που δίνει ο Αιμίλιος στα παιδικά του χρόνια στην Ελλάδα και στην Αυστραλία. Μετανάστευσε με την οικογένειά του στην Αυστραλία όταν ήταν οκτώ χρόνων. Είναι χρόνια δύσκολα, χρόνια φτώχιας. Είναι τα χρόνια που ο Αιμίλιος γνώρισε το άσχημο πρόσωπο του ρατσισμού στην Αυστραλία, αλλά και τα χρόνια που καθόρισαν το χαρακτήρα του, τα χρόνια που θεμελίωσαν σ’ αυτόν το ήθος της σκληρής δουλειάς και το ηθικό υπόβαθρο που γέννησε αργότερα τον επιτυχημένο δικηγόρο και σήμερα δικαστή.
Ο Αιμίλιος περιγράφει αυτά τα χρόνια με μία ιδιαίτερα επώδυνη τιμιότητα, ειδικά όταν αναφέρεται στον ρατσισμό που γνώρισε όντας παιδί ακόμα. Ο ρατσισμός που βίωσε στάθηκε και η αιτία να αναθεωρήσει την προσωπική του ταυτότητα για αρκετό καιρό και η άμεση επίπτωση αυτής της πορείας και τακτική επιβίωσης, στην ουσία, ήταν να αλλάξει το όνομά του.
. Ο Αιμίλιος καταφέρνει να δώσει με τον πλέον γλαφυρό τρόπο τη πραγματική εικόνα της φτώχιας στην Ελλάδα των παιδικών του χρόνων, μέσα από τα βιώματά του. Οι δυσκολίες εντούτοις δεν γεννούν δυσαρέσκεια ή λύπη για όσα πέρασε εκείνα τα χρόνια -και αυτό σε αντίθεση με τα πρώτα του χρόνια του στην Αυστραλία, όπου γεννούν στην παιδική του ψυχή παρόμοιες σκέψεις και συναισθήματα. Στην ουσία, είναι ο τρόπος του Αιμίλιου να πει μία αλήθεια που γνωρίζουν όλοι όσοι πήραν τον δρόμο της μετανάστευσης, ότι η απόφαση κάποιου να μεταναστεύσει δεν είναι ούτε εύκολη ούτε απλή επιλογή.
Το κύριο μήνυμα αυτού του βιβλίου είναι ότι ποτέ και κανένας δεν πρέπει να κρίνει τον συνάνθρωπό του, με βάση την εθνικότητα ή τη θρησκεία του και ότι οι προσπάθειες για τη στήριξη των νέων μεταναστών πρέπει να αυξηθούν. Και το παράδειγμα που χρησιμοποιεί για να κάνει το μήνυμά του ακόμα πιο δυνατό, είναι αυτό της περιγραφής της μητέρας του από έναν υπάλληλο του Προξενείου της Αυστραλίας στην Ελλάδα όταν η οικογένεια ετοίμαζε τα απαραίτητα έγγραφα για να μεταναστεύσει στην Αυστραλία που την αποκάλεσε «μία τυπική αγράμματη αγρότισσα, που έχει πάει μέχρι την Τετάρτη Δημοτικού». Πόσο λάθος έκανε, θα σκεφτεί κανείς σήμερα!
Ο δικαστής είπε πως πρέπει όλοι οι Έλληνες μετανάστες να ψάξουν στα αρχεία για να βρουν πως τους αξιολόγησαν οι Αυστραλοί όταν τους δέχθηκαν.
Όσο για τον χαρακτηρισμό «αγράμματη χωριάτισσα» για τη μάνα του λέει πως αν δεν ήταν οι γονείς του αυτός δεν θα πετύχαινε τίποτα. Και το ίδιο ισχύει γθα χιλιάδες πετυχημένους ομογενείς επιστήμονες.
Ο ομογενής δικαστής μίλησε επί ώρα για τον ρατσισμό. «Με έκαναν να αρνηθώ την καταγωγή μου» είπε και πρόσθεσε πως είναι χρέος όλων να τον καταπολεμήσουν.
Η φωτογραφία του εξωφύλλου του βιβλίου είναι και αυτή ενδεικτική του περιεχομένου. Ένα νεαρό αγόρι με μάτια φοβισμένα που δεν ξέρει τι του κρύβει η επόμενη μέρα. Η δική του ιστορία, ιστορία του αγώνα κάθε μετανάστη. Ένας αγώνας άξιος…
Το βιβλίο του «Αιμίλιο να με λες», είναι μια προσωπική εξερεύνηση της ταυτότητας και της αποφασιστικότητας που τον μεταμόρφωσε από έναν ευάλωτο νέο μετανάστη σε έναν επιτυχημένο δικηγόρο και, τελικά, δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επίσης ως μια οικογενειακή ιστορία, το βιβλίο παρουσιάζει και τις πολλές δυσκολίες που αντιμετώπισε μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων μεταναστών και οι οποίες τους ώθησαν να επιτύχουν μέσα στην αυστραλιανή κοινωνία, διατηρώντας παράλληλα την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά τους. Το βιβλίο εξετάζει ακόμα τον τεράστιο αντίκτυπο που είχε στη ζωή του η Αυστραλία, μια χώρα που ο δικαστής Κύρου θεωρεί «από τις λίγες πραγματικά αξιοκρατικές στον κόσμο”, εκφράζοντας τη βαθιά του ευγνωμοσύνη για τις πολλές ευκαιρίες που του προσέφερε.
Παράλληλα, ο δικαστής, όπως επισήμανε και στη δική του ομιλία ο Έλληνας πρέσβης, κ. Χ. Δαφαράνος, ζήτησε οι ομογενείς να έχουν πιο στενές σχέσεις με την Ελλάδα.
Να μην την επισκέπτονται μόνο ως τουρίστες αλλά να έρχονται σε επαφή με τους Έλληνες συναδέλφους τους. Να καταλάβουν την σύγχρονη Ελλάδα, όπως τόνισε.