«Η οργή είναι χάσιμο χρόνου» πιστεύει ο Νίκολας Κέιτζ. «Είχα κι εγώ τις δύσκολες, οργισμένες στιγμές μου, δεν λέω, και ναι, έχω κάνει πράγματα για τα οποία σήμερα αισθάνομαι άβολα όταν τα σκέφτομαι. Όμως οργή μέσα μου δεν έχω πια. Με τα χρόνια πολύς κόσμος γίνεται πιο οργισμένος απ’ ό,τι πριν. Εγώ, αντιθέτως, χαλαρώνω. Νιώθω ότι είναι πολύ πιο ξεκούραστο όταν αντιμετωπίζεις τα πράγματα με ηρεμία και υπομονή».
Καθισμένος στην πολυθρόνα του πολυτελούς Mazeratti Lounge στο τεράστιο προαύλιο του ξενοδοχείου Exelsior ο αμερικανός ηθοποιός έδειχνε όντως πολύ χαλαρός και cool στην ημίωρη κουβέντα που είχαμε μαζί του. Ένα μπεζ μπουφάν πάνω από το λευκό T-shirt κάλυπτε το τατουάζ που εξείχε αμυδρά από τον δεξιό καρπό του. Σκούρα γυαλιά ηλίου με ανοιχτόχρωμο σκελετό, μαύρο παντελόνι, μαύρα παπούτσια. Ένα μεγάλο δαχτυλίδι στο μεσαίο δάχτυλο του αριστερού χεριού, αρκετοί μπρασελέδες. Αλλά και πολλή διάθεση να μιλήσει – κάτι που δεν θυμάμαι από παλαιότερες συναντήσεις μου μαζί του. Άσο για την έννοια της οργής, δεν μπήκε χωρίς λόγο στην κουβέντα.
Ο ΤΥΠΟΣ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ ΤΖΟ
Ο λόγος που έφερε για μία ακόμη φορά στο Λίντο τον Νίκολας Κέιτζ είναι ένας τύπος που λέγεται Τζο. Πρόκειται για το όνομα του ήρωα που ο 49χρονος Κέιτζ υποδύεται στην τελευταία ταινία του, το «Τζο» του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν. Κυριολεκτικά μεταμορφωμένος ο Κέιτζ σε αυτή την ταινία έχει τη μορφή ενός κανονικού… ανθρώπου, κάτι που δύσκολα θα έλεγες για τις τελευταίες ερμηνείες του, σε ταινίες όπως οι «Ghost Rider», «Trespass», «Το κυνήγι των μαγισσών» και «The Scorcerer’s Apprentice». Ο Τζο, που κάποτε είχε κάνει φυλακή, εργάζεται πλέον στα δάση του Τέξας και δουλειά του είναι η καταστροφή δέντρων. Είναι ένας άνθρωπος που παρ’ ότι δεν πάει γυρεύοντας κρύβει οργή μέσα του, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να ξεσπάσει. Με ένα τσιγάρο στο στόμα και ένα μπουκάλι στο χέρι ζει μόνος και αφοσιώνεται με πάθος σε έναν έφηβο από διαλυμένο σπίτι (Τάι Σέρινταν).
«Ένιωσα ότι με αυτόν τον ρόλο δεν θα χρειαζόταν να παίξω» λέει ο Κέιτζ. «Υποκρίνομαι ορισμένες φορές σημαίνει ψεύδομαι και το ψέμα είναι αναπόφευκτο στη δουλειά ενός ηθοποιού. Ο Τζο με άγγιξε σε ένα πιο προσωπικό επίπεδο, σκάλισα τις αναμνήσεις μου, βρέθηκα στα εφηβικά μου χρόνια όταν η συμπεριφορά μου δεν ήταν και τόσο αρμοστή. Καταλάβαινα πολύ καλά τον Τζο και δεν χρειάζεται να είσαι το 80% του για να τον καταλάβεις, ούτε να έχεις παίξει μπουνιές με τους αστυνομικούς. Όλοι μας έχουμε ένα ποσοστό του Τζο μέσα μας και νομίζω ότι όλοι έχουμε ανάγκη να τον έχουμε μέσα μας, άντρες και γυναίκες».
Ανάγκη; Κάπως βαριά δεν είναι αυτή η λέξη για έναν κινηματογραφικό ήρωα; «Κάθε άλλο» απαντά ο Κέιτζ και γουρλώνει τα καταγάλανα μάτια του. «Έτσι όπως εγώ το βλέπω, όλοι μας νιώθουμε την ανάγκη να κοντρολάρουμε την οργή μας και όλοι μας νιώθουμε την ανάγκη να είμαστε έντιμοι, ακόμη και αν αυτή η εντιμότητά μας πολλές φορές μάς δημιουργεί μπελάδες. Όλοι μας επίσης έχουμε την ανάγκη να ενδιαφερθούμε για έναν άνθρωπο που αντιλαμβανόμαστε ότι έχει πάρει τον λάθος δρόμο. Ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί με τον Τζο».
ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ
Η δουλειά είναι το πάθος του Κέιτζ, ακόμη και αν πιστεύει, ή αυτό τουλάχιστον λέει, ότι «η εποχή που ζούμε δεν είναι καλή για τις διασημότητες». Ο Κέιτζ δεν αναφέρεται μόνο στη διαρκή έκθεση των διασημοτήτων και στην «τρομοκρατία του Internet» αλλά και στο πώς η έκθεση και η φήμη επηρεάζουν το σκεπτικό πολλών συναδέλφων του. «Όταν ξεκινούσα αυτή τη δουλειά, το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να μπορέσω να κάνω κάτι αντίστοιχο με το “Ανατολικά της Εδέμ” ή το “Λιμάνι της αγωνίας”, ταινίες που θα έκαναν αυτόν που τις έβλεπε να αισθάνεται όμορφα, έτσι όπως αισθανόμουν εγώ όταν τις έβλεπα. Δεν ξέρω αν πολλοί νιώθουν έτσι σήμερα».
Ο Νίκολας Κέιτζ έχει «κατηγορηθεί» στο παρελθόν για την ανάγκη του να παίζει συνεχώς και παντού. «Είναι πράγματι παράξενο που η κινηματογραφική βιομηχανία στην οποία ανήκω είναι η μόνη που δέχεται αρνητική κριτική όταν κάποιος δουλεύει πάρα πολύ» απαντά όταν του το λέω. Μήπως όμως φταίνε και λίγο οι πάνω-κάτω παρόμοιες μεταξύ τους επιλογές που έχει κάνει τα τελευταία χρόνια; Ο Κέιτζ γουρλώνει και πάλι τα μάτια – το κάνει όποτε ενοχλείται. «Ακόμη και σε αυτό το επιχείρημα διαφωνώ!» απαντά ψύχραιμα. «Αν κοιτάξετε προσεκτικά τη φιλμογραφία μου, θα δείτε ότι έχει εναλλαγές. Για κάθε “National Treasure” υπάρχει ένα “Δίδυμοι Πύργοι”, για κάθε “Ghost Rider” υπάρχει ένα “Bad Lieutenant”. Απλώς οι περιπέτειες κερδίζουν μεγαλύτερη προσοχή, κάτι που δεν καταλαβαίνω αλλά δεν είναι δική μου δουλειά να το ερμηνεύσω. Ξέρω ποιος είμαι, υποστηρίζω τη δουλειά μου και προσπαθώ πάντα να είμαι εκλεκτικός. Όλα είναι προσχεδιασμένα στην περίπτωσή μου. Ακόμη και όταν ακούω να λένε ότι είμαι υπερβολικός, ακόμη και τότε το έχω κάνει βάσει σχεδίου. Υπερβολικός σημαίνει ότι βρίσκεσαι εκτός ελέγχου και εγώ είχα πάντα τον έλεγχο σε ό,τι έχω κάνει».
ΤΑ ΓΟΝΙΔΙΑ ΤΗΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑΣ
Με τα χρόνια ο Νίκολας Κέιτζ άρχισε να πιστεύει στη σημασία αυτού που ο ίδιος αποκαλεί «τα γονίδια του χώρου». Για τον Κέιτζ μια ερμηνεία μπορεί να επηρεαστεί δραστικά από τον χώρο στον οποίο ο ηθοποιός βρίσκεται και δουλεύει. «Ακόμη και η χώρα στην οποία εργάζεσαι, ο πολιτισμός της, οι άνθρωποί της, δίνουν ενέργεια στην παράστασή σου» λέει. «Τελικά αυτό που βρίσκεται έξω από σένα βρίσκεσαι και μέσα σου».
Ένας από τους αγαπημένους χώρους του είναι το Λας Βέγκας, όπου έχει γυρίσει αρκετές ταινίες, συμπεριλαμβανομένης και του «Αφήνοντας το Λας Βέγκας», για την οποία κέρδισε το μοναδικό ως σήμερα Όσκαρ της καριέρας του. Μιλάει με πάθος για το γεγονός ότι το Λας Βέγκας είναι η πιο φωτεινή πόλη στον κόσμο, «την ημέρα από τον ήλιο, το βράδυ από το ηλεκτρικό». Μιλάει επίσης για το πορτοκαλί και το μπλε στην ατμόσφαιρα της περιοχής όπου γύρισε το «Τζο», στο Όστιν του Τέξας. «Ένιωθες να σε αγκαλιάζει αυτό το χρώμα και την ανάγκη να δημιουργήσεις». Στην Ταϊλάνδη όπου γύρισε την ταινία «Bangkok Dangerous» ένιωσε πιο ελεύθερος στο παίξιμό του όταν έμαθε ότι το όνομα της χώρας, Thai, σημαίνει ελευθερία. Και τα ελληνικά γονίδια; Τι ήταν αυτό που εξέλαβε ο Νίκολας Κέιτζ δουλεύοντας στη χώρα μας πριν από περίπου μία δεκαπενταετία στο «Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι»; «Η υπερηφάνεια» απάντησε αμέσως ο ηθοποιός. «Ο Έλληνας δεν λέει “good morning” στον ξένο, λέει “καλημέρα”!» (λέει τη λέξη στα ελληνικά).
Επόμενος σταθμός του Κέιτζ είναι η Κίνα, όπου πρόκειται να γυρίσει την ταινία «Outcast». «Μαθαίνω ότι στην Κίνα το φαγητό στα διαλείμματα των γυρισμάτων είναι καταπληκτικό!» λέει. «Το φαγητό θα δραστηριοποιήσει τη φαντασία μου και θα κάνω ενδιαφέροντα πράγματα στις σκηνές μου».
«ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ» ΜΕ ΤΑ ΦΙΔΙΑ
«Ο Νίκολας Κέιτζ είναι ένας από τους πιο αφοσιωμένους στη δουλειά τους και ριψοκίνδυνους ηθοποιούς που έχω γνωρίσει ποτέ» θα μου πει αργότερα ο σκηνοθέτης του «Τζο» Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν. Το παράδειγμα που φέρνει είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας, εκείνη με το φίδι. Σε κάποια στιγμή της ταινίας, όταν ένα δηλητηριώδες φίδι κάνει την εμφάνισή του στο δάσος, ο Τζο / Κέιτζ το πιάνει από το κεφάλι και αφού βγάζει λόγο ολόκληρο κρατώντας το ψηλά, τελικά το πετά μακριά. «Το φίδι ήταν αληθινό» είπε ο Γκριν. «Είχαμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε είτε ψεύτικο είτε μη δηλητηριώδες, όμως ο Νικ επέμενε να κάνει τη σκηνή με το αληθινό. Ήταν η πιο τρομακτική στιγμή της ζωής μου. Αν τον δάγκωνε, θα πέθαινε».
Η ανάγκη του συγκεκριμένου ηθοποιού να βουτάει με τα μούτρα στους ρόλους του είναι εδώ και χρόνια ένα από τα χαρακτηριστικά του. Λέγεται ότι δεν δίστασε να βγάλει ένα δόντι για τις ανάγκες της ταινίας «Μπέρντι, ο άνθρωπος-πουλί», ενώ στο «Έρωτας με την πρώτη δαγκωματιά», όπου έπαιξε έναν σύγχρονο βρικόλακα, έφαγε μια κατσαρίδα.
Φεύγοντας από τον χώρο του Mazeratti Lounge λίγο αργότερα είδα ξαφνικά τον Κέιτζ μπροστά μου και του είπα: «Μόλις μάθαμε ότι το φίδι ήταν αληθινό». Και εκείνος, σηκώνοντας τους ώμους του, είπε μόνο δύο λέξεις: «Ναι, ήταν».
ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ
Οι περισσότερες ταινίες που προβλήθηκαν εφέτος στη Μόστρα ένιωθες ότι συμβάδιζαν με τη γενικότερη δυσαρέσκεια που παρατηρείται στις ημέρες μας. Εντύπωση πάντως έκανε η «Miss Violence» του Αλέξανδρου Αβρανά, μια ταινία που προκάλεσε συζητήσεις στο κοινό, γιατί ανήκει σε αυτές που μπορούν να δημιουργήσουν διάλογο. Εμπνευσμένη από αληθινά περιστατικά που συνέβησαν στη Γερμανία πριν από μερικά χρόνια, εκτυλίσσεται ως επί το πλείστον στο σπίτι μιας ελληνικής πολύτεκνης οικογένειας όπου συμβαίνουν σημεία και τέρατα. Εξίσου σκληρή όμως είναι και «Η γυναίκα του αστυνομικού» του Γερμανού Φίλιπ Γκρόνινγκ που σε ένα πιο άμεσο και ρεαλιστικό πλαίσιο παρακολουθεί τα δρώμενα μέσα στο σπίτι μιας τριμελούς οικογένειας, ο πατέρας της οποίας είναι αστυνομικός και έχει βίαιες αντιδράσεις.
Σε πιο ανάλαφρους τόνους, το «Tracks» του Τζον Κουράν ακολουθεί το ταξίδι μιας μοναχικής κοπέλας (Μία Γουασίκοφσκα) που αποφασίζει να διασχίσει την Αυστραλία από τη μία άκρη ως την άλλη – ένας τρόπος για να ανακαλύψει τον εαυτό της. Και ένα άλλο ταξίδι, αυτό της «Φιλομένα», δηλαδή της Τζούντι Ντεντς στην ταινία του Στίβεν Φρίαρς, ήταν τόσο ευχάριστο μέσα στο δυσάρεστο πλαίσιό του που στο τέλος της προβολής ο κόσμος ξέσπασε σε τρελά χειροκροτήματα και κραυγές ενθουσιασμού!
Η ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΚΜΗ ΕΝΟΣ 70ΧΡΟΝΟΥ ΘΕΣΜΟΥ
Ο Τζορτζ Κλούνεϊ επιδείκνυε τον μαρκαδόρο με τον οποίο εμφανίστηκε στην πρεμιέρα του «Gravity» σαν να ήθελε με τον χαριτωμένο τρόπο του να πει στους έξαλλους θαυμαστές του «κοιτάξτε, ήρθα προετοιμασμένος, δεν σας ξέχασα». Και πραγματικά, ο 53χρονος αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός προσπάθησε να μη χαλάσει σε κανέναν το χατίρι το βράδυ της Τετάρτης 28 Αυγούστου, όταν άνοιγε η αυλαία του φεστιβάλ.
Όχι μόνο μοίραζε αυτόγραφα αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις έπιανε διάλογο με αυτούς που τα ζητούσαν. Αναλόγως (αν και όχι με τόσο οικείο στυλ) συμπεριφέρθηκαν και άλλοι σταρ που πέρασαν από το Λίντο κατά τη διάρκεια του τελευταίου 12ημέρου. Από τους πιο μικρούς σε ηλικία, όπως ο Ντάνιελ Ράντκλιφ, η Σκάρλετ Τζοχάνσον, η Ντακότα Φάνινγκ και ο Τζέσι Αϊζενμπεργκ μέχρι τους μεγαλύτερους όπως η αξεπέραστη λαίδη Τζούντι Ντεντς που μάλιστα κυκλοφορούσε με μπαστούνι γιατί, όπως μας είπε, την ερχόμενη εβδομάδα μπαίνει στο νοσοκομείο για εγχείρηση στο πόδι.
Αν όμως όλα αυτά συνιστούν την εικόνα μιας γιορτινής ατμόσφαιρας στην 70ή κινηματογραφική Μόστρα, η εικόνα αυτή είναι πλασματική. Ο επετειακός χαρακτήρας της εφετινής διοργάνωσης δεν είχε την αίγλη και τη λάμψη που θα περίμενε κανείς για το αρχαιότερο σε λειτουργία κινηματογραφικό φεστιβάλ του κόσμου.
Αν μάλιστα συγκρίνει την εφετινή εικόνα με την εικόνα του σε χρονιές του πρόσφατου παρελθόντος, η διαφορά είναι τρομερή! Ακολουθώντας με τους δύσκολους καιρούς μας το φεστιβάλ της Βενετίας δεν θα μπορούσε παρά να περνά και αυτό την κρίση του. Ο επετειακός χαρακτήρας δεν σήμανε περισσότερους επισκέπτες. Τουναντίον, ήταν λιγότεροι και αυτό το έβλεπες στις μειωμένες ουρές έξω από τις αίθουσες, στα άδεια τραπέζια των εστιατορίων (με την εξαίρεση των Σαββατοκύριακου). Άδειοι ήταν και οι πράσινοι χώροι στην παραλιακή οδό του Λίντο όπου τα παλαιότερα χρόνια φιλοξενούνταν έργα τέχνης φτιαγμένα ειδικά για τη διοργάνωση. Και τι αν όχι θλίψη μπορεί να σου προκαλέσει η εικόνα του θρυλικού ξενοδοχείου «Des Bains», στην εξώπορτα του οποίου βλέπεις λουκέτα και στο εσωτερικό του αισθάνεσαι την εγκατάλειψη σε όλο της το «μεγαλείο».
Η ειρωνεία είναι ότι την παλιά λάμψη της Βενετίας στην περίοδο του φεστιβάλ την έβλεπες στα ολιγόλεπτα, ασπρόμαυρα ή έγχρωμα κινηματογραφικά επίκαιρα που «προλόγιζαν» τις ταινίες του επίσημου διαγωνιστικού τμήματος. Επιμελημένες προσεκτικά από το επιτελείο του κινηματογραφικού αρχείου του φεστιβάλ, σκηνές από παλιές διοργανώσεις σου έφερναν δάκρυα στα μάτια.
Αλλοτινές εποχές που δεν πρόκειται ποτέ να ξανάρθουν, που πάει, έφυγαν για τα καλά. Τότε που η Γκρέτα Γκάρμπο, η Σοφία Λόρεν, η Μπριζίτ Μπαρντό, ο Λουκίνο Βισκόντι, ο Αλμπέρτο Σόρντι, ο Βιτόριο Γκάσμαν, ο Χένρι Φόντα, ο Άντονι Κουίν και τόσοι ακόμη ηθοποιοί και σκηνοθέτες με το που πατούσαν το πόδι τους στο φεστιβάλ ηλέκτριζαν αυτομάτως την ατμόσφαιρα. Τότε που η σημερινή Pala Darsena ήταν ένας τεράστιος ανοιχτός χώρος που λεγόταν Arena και φιλοξενούσε υπαίθριες προβολές.