Η επιθυμία μου να δραπετεύω από την καθημερινότητα με ακολουθεί (σαν πιστός σκύλος) από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.
ΣΕ αυτή τη (κακοφορμισμένη) επιθυμία έχουν τις αφετηριακές τους ρίζες και τα ταξίδια που έχω που έχω κάνει.
ΜΕ το που αφήνω πίσω μου τη ροή των υποχρεώσεων (που τελειωμό δεν έχουν) και την εναλλαγή των ίδιων εικόνων, γίνομαι άλλος άνθρωπος.
ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ μια (λυτρωτική) εσωτερική γαλήνη και τη χαρά που αισθάνονται οι δραπέτες όταν καταφέρνουν να ξεφύγουν από τους διώκτες τους.
ΤΟ περασμένο Σαββατοκύριακο, πέντε μήνες μετά την επιστροφή μου από το ταξίδι μου στη Βόρεια Αυστραλία, αποφάσισα να κάνω μια σύντομη (μοτοσικλετιστική) βόλτα στα κοντινά βουνά της Πολιτείας μας.
ΑΙΤΙΑ της απόδρασης από την επίπεδη Μελβούρνη, δεν ήταν μόνο η προκλητική (για τις αισθήσεις) Άνοιξη, αλλά, κυρίως, η θορυβώδης ανακαίνιση που έκανε στο διπλανό διαμέρισμα ο νέος του ιδιοκτήτης.
ΜΕ είχαν τρελάνει την περασμένη βδομάδα, οι συνεχόμενοι θόρυβοι από πριόνια, τρυπάνια, σφυριά και όλα τα σχετικά, που συνοδεύουν τέτοιου είδους δουλειές.
ΕΤΣΙ αποφάσισα «να πάρω τα βουνά» και αντί για τρυπάνια και σφυριά, να ακούω τα πουλιά.
ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ πίσω την πόλη (το στενάχωρο κλουβί του πολιτισμού μας) αισθάνθηκα τη γνώριμη χαρά που αισθανόμαστε στο δημοτικό σχολείο όταν ο δάσκαλός μας μάς ανακοίνωνε ότι «σήμερα δεν έχει μάθημα. Θα πάμε εκδρομή…».
ΠΡΩΤΟΣ σταθμός, για καφέ, σάντουιτς και τσιγάρο στο Healesville και στη συνέχεια πάλι στο δρόμο προς Βορά.
ΛΟΓΩ έλλειψης προορισμού δεν υπήρχε και συγκεκριμένο πρόγραμμα. Το καλύτερό μου δηλαδή…
ΟΠΟΥ με έβρισκε η νύχτα θα κοιμόμουν και την επόμενη μέρα θα επέστρεφα στο κλουβί μου, την εργασία μου και τους απλήρωτους λογαριασμούς μου.
ΚΑΤΑ τη διάρκεια της μοναχικής μου διαδρομής απολάμβανα τις μυρωδιές (και τα χρώματα) της Άνοιξης και σκεφτόμουν πολλά και διάφορα, σχετικά και άσχετα.
ΟΛΑ πήγαιναν καλά, μέχρι που σε κάποιο καταπράσινο ξέφωτο του δάσους αντίκρισα ένα μικρό σπιτάκι στο οποίο και έκαναν παρέα καμιά δεκαριά αγελάδες που δεν σήκωναν κεφάλι από το χορτάρι.
ΑΥΘΟΡΜΗΤΑ, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα βλέποντας την εικόνα, ήταν τι κάθομαι και κάνω στο κλουβί μου στη St. Kilda.
ΓΙΑΤΙ παραμένω «φυλακισμένος» στους (αυστηρά) περιοριστικούς ορίζοντες της πόλης;
ΓΙΑ ποιο λόγο έχω συμβιβαστεί; Τι με έχει αναγκάσει να παριστάνω το Σίσυφο και γιατί δεν μπορώ να αποφασίσω να εγκαταλείψω το (βασανιστικό) φορτίο της δικής μου πέτρας;
ΚΑΙ επειδή όταν το μυαλό «αυτονομείται» το ένα φέρνει το άλλο, εμφανίζεται και πάλι απρόσκλητη η ερώτηση που για εμάς τους μετανάστες έχει την αξία του προπατορικού αμαρτήματος.
ΑΞΙΖΕ τελικά τον κόπο ο (συναισθηματικά) βίαιος ξεριζωμός από τον τόπο που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε;
ΚΑΙ ακόμα: αν γνωρίζαμε τότε, όσα οι εμπειρίες και ο βίος μας δίδαξε τα χρόνια που πέρασαν θα παίρναμε την ίδια απόφαση.
ΠΑΡΑ την πολυτέλεια (και την άνεση) που μας δίνει ο χρόνος που πέρασε, να προσεγγίσουμε την απόφαση από διάφορες γωνίες, ο καθένας (υποθέτω) θα απαντούσε διαφορετικά.
Η δική μου ξεκάθαρη (και αυστηρά ζυγισμένη) απάντηση είναι ότι δεν άξιζε τον κόπο.
ΤΑ υλικά αγαθά, η άνεση και οι ευκολίες δεν μπορούν να παλαντζάρουν το συναισθηματικό κενό που άφησε η αποκοπή από τη μητρική γη.
ΤΟ «καταραμένο έλλειμμα» δεν μπορεί να συμπληρωθεί με την προκοπή, τα πλούτη και τις (τυχόν) επιτυχίες.
ΟΣΟ και αν προσπαθούμε να γεφυρώσουμε το χάσμα, όσα άλλοθι και αν επιστρατεύσουμε, γέφυρες στο κενό δεν χτίζονται.
ΤΟΝ εαυτό τους περιπαίζουν (και απλώς το πρόβλημα μεταθέτουν) όσοι ισχυρίζονται ότι τα κατάφεραν.
ΚΑΙ αυτό γιατί τα συναισθήματα, (σε αντίθεση με τα υλικά αγαθά) έχουν τη δική τους αυτόνομη μνήμη.
ΔΕΝ μπορείς, δηλαδή, ούτε να ξεφύγεις, ούτε να τα παρακάμψεις. Ό,τι και αν κάνεις θα σε επισκέπτονται απρόσκλητα (και απροειδοποίητα) μιας και καιροφυλακτούν ψάχνοντας πάντα για ένα (αβανταδόρικο) ερέθισμα.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, όταν κάνω βόλτες (ή ταξίδια) στην Αυστραλία δεν μπορώ να αποφύγω τις συγκρίσεις με την πατρίδα, που τη θεωρώ κορυφαίο προορισμό.
ΑΥΤΟ σημαίνει ότι για μένα, που με αφήνουν αδιάφορο οι άνθρωποι, σε σχέση με τη φύση, το πρόβλημα εκδηλώνεται εντονότερα.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ είχα (ενδεχομένως) λιγότερους λόγους να μεταναστεύσω, από έναν τόπο που η Άνοιξη προσφέρει μοναδικές και ανεπανάληπτες στιγμές.
ΑΣ το πω με δυο κουβέντες και όσο πιο απλά γίνεται: έτσι και αλλιώς, από μικρός «βόλτες» ήθελα να κάνω.
ΣΥΝΕΠΩΣ, θα έπρεπε να καθίσω να τις κάνω σε έναν τόπο που γουστάρω, κυρίως γιατί μπορώ και «συνομιλώ» μαζί του, κάτι που δεν έχω καταφέρει να κάνω ακόμα με άλλον τόπο.
ΜΕ τις πιο πάνω σκέψεις και πιο κοντά στην απόφαση για ένα (ολικό) u-turn στη ζωή μου επέστρεψα στο κλουβί μου, αφήνοντας τη φύση να την χαρούν οι αγελάδες, τα πουλιά και τα λουλούδια.
ΜΠΑΙΝΟΝΤΑΣ στη Μελβούρνη, ο ορίζοντας περιορίστηκε και τις βουνοκορφές και τις καταπράσινες κοιλάδες, αντικατέστησαν τα επιτεύγματα του πολιτισμού μας: δρόμοι, τοίχοι, καταστήματα με διάφορα καταναλωτικά αγαθά, άνθρωποι, σηματοδότες και αυτοκίνητα.
ΑΚΟΜΑ πιο περιορισμένος μου φάνηκε ο ορίζοντας του σαλονιού μου, που τελείωνε σε πέντε (μόλις) πέτρα.
ΛΙΓΟ η κλειστοφοβία, λίγο η συνήθεια με έσπρωξαν να ανοίξω την τηλεόραση. Το μόνο της ζωής μας «παράθυρο» που μας δίνει τη δυνατότητα (κάποιες φορές) για μια πιο μακρινή ματιά.
ΔΕΝ πέρασε, όμως, περισσότερο από μία ώρα μέχρι να φτάσω στα όρια της αντοχής μου, κυρίως λόγω των διαφημίσεων οι περισσότερες εκ των οποίων είχαν να κάνουν με την «προστασία» της υγείας μας.
Η μια να σε προειδοποιεί πώς επιβάλλεται για τα άτομα κάποιας ηλικίας (όπως εμείς) να κάνουν «εξετάσεις» για τον διαβάτη, η άλλη για το πόσο «χρήσιμο» είναι για την καρδιά να ασκείται κάποιος και τα λοιπά.
ΚΑΙ να αλλάξεις κανάλι δεν γλυτώνεις τη συστηματική πλύση εγκεφάλου, μιας και οι περισσότεροι τηλεοπτικοί σταθμοί σταματούν τη ροή του προγράμματος τους ακριβώς την ίδια στιγμή.
ΑΝΑΛΟΓΑ, βέβαια, με το ποιος βλέπει τηλεόραση τη συγκεκριμένη ώρα αλλάζουν και οι διαφημιστικές εκστρατείες και έτσι τα κυβερνητικά σποτ ακολουθούν διαφημίσεις διαφόρων ασφαλειών.
ΚΑΙ πάνω που λες ότι γλύτωσες, πλακώνουν απανωτά και τα σποτάκια να σου υπενθυμίσουν τη… κηδεία σου!
ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ στις διαφημίσεις διαφόρων ασφαλειών προκειμένου να μας πείσουν ότι επιβάλλεται (οπωσδήποτε) να κάνουμε (και) ασφάλεια για την… κηδεία μας, για να μην… επιβαρύνουμε την οικογένεια και τα παιδιά μας.
ΔΥΟ μόνο ώρες μπρος στην τηλεόραση ήταν αρκετές να εξανεμίσουν την ευφορία του (μικρού) ταξιδιού και να σε επαναφέρουν στην αδυσώπητη τυραννία της ρουτίνας.
ΜΕ σταγόνα στον (στάσιμο) Ωκεανό της καθημερινότητας έμοιαζε η βόλτα στα βουνά της Βικτώριας.
ΠΑΡΗΓΟΡΗΘΗΚΑ, όμως, λίγο με τη σκέψη, ότι και ο Ωκεανός από σταγόνες αποτελείται. Γεια χαρά.