Πρωταγωνιστής στο «Μεγάλο χτύπημα», τη φετινή ταινία του Τζουζέπε Τορνατόρε, υποδύεται έναν εκκεντρικό συλλέκτη έργων τέχνης. Οικογενειάρχης με κοινωνική συνείδηση, μοιράζει τη ζωή του σε τρεις ηπείρους και μοιάζει ικανός για κάθε ρόλο. Άλλωστε, ήταν αναγνωρισμένος στο θέατρο της γενέθλιας Αυστραλίας πολύ πριν βραβευτεί με Όσκαρ για τον «Σολίστα».
Μεγάλος εκτιμητής έργων τέχνης και δημοπράτης που αποκτά με κομπίνες αριστουργήματα της τέχνης, ο Βέρτζιλ Όλντμαν είναι ένας εξηντάρης, άσχημος, υποχόνδριος και δύστροπος. Όταν μια πλούσια, αγοραφοβική κληρονόμος ζητάει τη βοήθειά του, ο Βέρτζιλ την ερωτεύεται παράφορα και μπλέκει σε μια επικίνδυνη περιπέτεια. Ο ρόλος αυτός στο «Μεγάλο χτύπημα» του Τζουζέπε Τορνατόρε, ταινία που θεωρείται μια από τις καλύτερες της χρονιάς, έδωσε στον Τζέφρι Ρας την ευκαιρία για ένα ακόμη ρεσιτάλ ερμηνείας. «Δεν είναι απλώς ένας από τους καλύτερους αυστραλούς ηθοποιούς αλλά ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς.
Τελεία», έχει δηλώσει ο Ντέιβιντ Ντένμπι, κριτικός κινηματογράφου στο έγκριτο λογοτεχνικό περιοδικό «New Yorker» για τον Ρας, ο οποίος έγινε διεθνώς γνωστός το 1996 με τη συγκλονιστική ερμηνεία του στον «Σολίστα» – του χάρισε το Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου. Η ταινία ήταν βασισμένη στην αληθινή ιστορία του ταλαντούχου πιανίστα Ντέιβιντ Χέλφγκοτ, που μεγάλωσε σε ένα μουσικόφιλο μεν, αλλά αυταρχικό οικογενειακό περιβάλλον και έζησε για μια δεκαετία σε ψυχιατρείο πριν ξεκινήσει μια δεύτερη καριέρα παίζοντας σε μπαρ.
ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΓΚΙΜΠΣΟΝ
Αν και ήδη επιτυχημένος ηθοποιός του θεάτρου στην Αυστραλία, η διεθνής αναγνώριση ήρθε μάλλον αργά στη ζωή του Ρας, το 1996 ήταν 45 ετών. «Το ήξερα ότι το ‘χεις» του είπε ο Μελ Γκίμπσον, δίνοντάς του το χρυσό αγαλματίδιο στην απονομή των Όσκαρ. Πράγματι, ο Μελ το ξέρει καλά, ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, αφού οι δυο Αυστραλοί ηθοποιοί στα νιάτα τους μοιράστηκαν για μερικούς μήνες το ίδιο δωμάτιο στο Παρίσι, έπαιξαν μάλιστα μαζί το «Περιμένοντας τον Γκοντό».
Συμπτωματικά ή όχι, λίγο πριν από τον «Σολίστα», ο Ρας, ένας από τους πιο χαρισματικούς ηθοποιούς των τελευταίων χρόνων, πέρασε μερικές από τις χειρότερες στιγμές της ζωής του. Το άγχος και οι κρίσεις πανικού τον έκαναν να φεύγει τρέχοντας από την έξοδο κινδύνου του θεάτρου. Γρήγορα όμως συνήλθε και επανήλθε στο θέατρο, το 2009 μάλιστα έκανε το ντεμπούτο του στο Μπρόντγουεϊ. Πώς; Για ένα διάστημα αποσύρθηκε από το σανίδι, άρχισε να δουλεύει τον ρόλο του σχιζοφρενούς πιανίστα Ντέιβιντ Χέλφγκοτ ενώ παράλληλα έκανε συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία.
Ο Ρας έχτισε την καριέρα του υποδυόμενος υπαρκτά πρόσωπα, ανθρώπους ασυνήθιστους, τους οποίους ο ίδιος τους έχει χαρακτηρίσει «μεθύστακες, απατεώνες, καβγατζήδες, ηλίθιους, “σοφούς παλαβούς”». Εκτός από τον Χέλφγκοτ, έχει υποδυθεί τον Τρότσκι στη «Φρίντα», τον Μαρκήσιο ντε Σαντ στο «Quills, η πένα της αμαρτίας», τον Λάιονελ Λογκ, εκκεντρικό λογοθεραπευτή του Γεώργιου ΣΤ΄ στον «Λόγο του βασιλιά», ακόμη και τη χαμαιλεοντική περσόνα του Πίτερ Σέλερς και της μαμάς του στην ταινία «Πίτερ Σέλερς για πάντα». Επίσης έχει συμμετάσχει σε μεγάλες παραγωγές όπως «Elizabeth», «Ερωτευμένος Σαίξπηρ», «Οι πειρατές της Καραϊβικής», «Ο ράφτης του Παναμά», «The Banger Sisters», «Αβάσταχτη γοητεία» κ.ά.
Για τη συνολική συνεισφορά του, το Arts Centre της Μελβούρνης παρουσιάζει φέτος (μέχρι τι; 27/10) μια μεγάλη έκθεση-αφιέρωμα με τίτλο «The Extraordinary Shapes of Geoffrey Rush». Με την ευκαιρία αυτή, σε συνέντευξή του στον «Γκάρντιαν», ο Ρας αναφέρθηκε σε σημαντικές στιγμές–«κλειδιά» της σταδιοδρομίας του: «Είμαι πάντα ευγνώμων στη μητέρα μου, η οποία (όταν ο έφηβος γιος της αποφάσισε να ακολουθήσει έναν περιπλανώμενο θίασο) είπε “θα κάνεις ό,τι πρέπει, αγάπη μου”. Σου δίνει πολύ μεγάλη δύναμη αν ξέρεις ότι έχεις όλη αυτή την υποστήριξη όταν φεύγεις για μια τρίμηνη περιοδεία σε όλη τη χώρα. Τώρα που το σκέφτομαι, εγώ θα πανικοβαλλόμουν αν ο γιος μου δήλωνε κάτι τέτοιο».
Εξίσου σημαντικά υπήρξαν τα δύο χρόνια που πέρασε στο Παρίσι σπουδάζοντας στη Διεθνή Σχολή Θεάτρου που ίδρυσε το 1956 ο μυθικός ηθοποιός και μίμος Ζακ Λεκόκ. «Ήμουν εκεί στη χρυσή εποχή της σχολής στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Διδάχτηκα από τον ίδιο τον Λεκόκ. Ήταν μια πολύ ισχυρή παιδαγωγική πλατφόρμα που αξιοποιούσε τη δημιουργικότητα των ανθρώπων» σημειώνει.
Αγγλογερμανικής καταγωγής, ο Ρας δεν είχε θεατρική παιδεία από το σπίτι του. Σπούδασε τέχνη στο Πανεπιστήμιο Κουίνσλαντ και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο το 1971. Η μητέρα του ήταν πωλήτρια και ο πατέρας του λογιστής. Γεννήθηκε στις 6 Ιουλίου 1951 στην Τουγούμπα του Κουίνσλαντ, οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν πέντε ετών και η μητέρα του τον πήρε να ζήσουν μαζί με τους γονείς της στο Μπρίσμπαν. Είναι παντρεμένος από το 1988 με την Αυστραλή ηθοποιό Τζέιν Μενέλαους – ήταν η σύζυγος του Μαρκησίου ντε Σαντ στην «Πένα της αμαρτίας». Όταν εκείνη διαγνώστηκε με καρκίνο, ο Τζέφρι διέκοψε τα γυρίσματα της ταινίας για τον Πίτερ Σέλερς στην Αγγλία και έσπευσε να της συμπαρασταθεί. Έχουν δύο παιδιά, την εικοσάχρονη Αντζέλικα και τον δεκαοκτάχρονο Τζέιμς, και συμφώνησαν ότι ο Τζέφρι θα ασχοληθεί με την καριέρα του και η Τζέιν με τη φροντίδα και τη σταθερότητα της οικογένειας. Ο Ρας τούς παίρνει μαζί του όταν έχει γυρίσματα. «Παλιά νοικιάζαμε σπίτι, αλλά η Τζέιν ήταν υποχρεωμένη να μαγειρεύει. Τώρα τα οικονομικά μας μάς επιτρέπουν να μένουμε στη σουίτα ενός ξενοδοχείου» λέει. Προς όφελος των παιδιών, άλλωστε, κάθε ταξίδι της οικογένειας Ρας αξιοποιείται παιδαγωγικά.
ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
Ο Ρας επιστρέφει πάντα στη Μελβούρνη όπου ζει εδώ και χρόνια. Δεν οδηγεί, κινείται με το τρένο, μάλιστα για τον σταθμό Κάμπεργουελ και για να μην αλλάξει η συνολική εικόνα της περιοχής σύμφωνα με τα νέα οικιστικά σχέδια της κυβέρνησης, ο ηθοποιός συμμετέχει ενεργά στις κινητοποιήσεις των κατοίκων.
Ο ακτιβισμός του δεν σταματάει εκεί. Ο Ρας, ο οποίος εκτός από το Όσκαρ έχει κερδίσει ένα σωρό βραβεία, Έμμυ, Τόνι, BAFTA και πολλές υποψηφιότητες, δεν ανέχεται τις «επιθέσεις στα δημοκρατικά δικαιώματα» συμμετέχει συστηματικά σε δράσεις και δεν χάνει ευκαιρία για δηλώσεις υπέρ αδυνάτων.
Το 2012, για παράδειγμα, όταν ανακηρύχθηκε Αυστραλός της Χρονιάς, ζήτησε «να σταματήσει η υστερία εις βάρος όσων ζητούν άσυλο», αφού ούτε οι πολιτικοί ούτε τα μέσα ενημέρωσης «δεν μπαίνουν στη διαδικασία να εξηγήσουν γιατί οι άνθρωποι αυτοί ρισκάρουν την ίδια τη ζωή της για να κάνουν μια νέα αρχή σε μιαν άλλη χώρα».