Μια από τις καθημερινές των διακοπών μου, είχα τελειώσει με το απογευματινό μου μπάνιο, το ντους μου για να φύγουν τα αλάτια και αφού στολίστηκα, κατηφόρισα προς το μοναδικό ταβερνάκι της παραλίας. Παρήγγειλα το πρώτο τσίπουρο με το μεζέ του και άρχισα να απολαμβάνω την ησυχία της νύχτας, το φεγγάρι και τον ήχο του απαλού κύματος.
Κάποια στιγμή παρατήρησα το νεαρό γκαρσόνι να δείχνει σε κάποιον ηλικιωμένο το τραπέζι μου. (ηλικιωμένους βαφτίζω, μόνο άνδρες και όσους υπολογίζω πως είναι έστω και μία εβδομάδα μεγαλύτεροι από μένα.)
Ο κύριος πλησίασε και καλά έκανα που σας τον ανέφερα σαν «ηλικιωμένο» γιατί απ’ ότι είπε ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερος από μένα και απ’ ότι έμαθα, εξ εγκύρου πηγής, ήταν δεκαπέντε.
Μου είπε πως ήταν και αυτός Αυστραλός, από τη Μελβούρνη και πως ζει στην Ελλάδα τα τελευταία δέκα χρόνια:
«Από το Βόλο είμαι και στο Βόλο ζω. Έχω φτιάξει μια μικρή περιουσία. Εδώ και είκοσι χρόνια ξεκίνησα, και σιγά-σιγά, έχτισα δύο ακίνητα. Ζω από τα ενοίκια. Ακόμη και τώρα με την κρίση καλά τα βολεύω. Τους έκανα κάποιες εκπτώσεις στο ενοίκιο, κυρίως στα διαμερίσματα, όχι τόσο στα μαγαζιά γιατί είναι στο κέντρο. Είμαστε όλοι ευχαριστημένοι.
Μόνος, ολομόναχος. Ζω στο παλιό σπίτι των γονιών μου, μονάχος. Κολυμπάω, ψαρεύω, σκαλίζω τον κήπο και κάπου- κάπου με κανένα φίλο, σπάνια στον αδελφό μου και ελάχιστα στ’ ανίψια μου.
Δέκα χρόνια πριν ήλθαμε, για καλά, μαζί με το γιο μου, τη γυναίκα του και την εγγονούλα μου, οχτώ μηνών αγγελούδι, τότε.
Ανοίξαμε μαγαζί, για την ακρίβεια δύο μαγαζιά, δύο καφετέριες. Τα δούλεψε ο γιός μου τρία χρόνια και όταν το αγγελούδι μου, που είχε τ’ όνομα της μακαρίτισσας της γιαγιάς της, η Σοφούλα μας, άρχισε να λέει λογάκια και να θέλει τον παππού της, τους πήρε κι’ έφυγε. Τηλεφωνάει και μου μιλάνε όλοι. Η Σοφούλα, μου μιλάει Ελληνικά και ρωτάει και μου ματώνει την καρδιά «πότε θα έλθεις παππού;» Είναι καλά και, για να λέω και τις αλήθειες, πέτυχε. Έχει έξη καφετέριες, ούτε μία ούτε δύο, έξη. Τις κουμαντάρει όλες αυτός και η γυναίκα του που είναι και λογίστρια.
Θα τον ξέρεις ή αν δεν ξέρεις αυτόν θα ξέρεις, σίγουρα, τα μαγαζιά του. Έχουν όλα το ίδιο όνομα…… Τον παρακαλάω: Έλα αγόρι μου και δεν χρειάζεται να δουλεύεις, λεφτά έχουμε. Εγώ είμαι γέρος, δεν μπορώ πια. Άφησε με να πεθάνω στον τόπο μου και να έχω κοντά τα παιδιά μου. Αν τον δεις, αφού λες ότι τον ξέρεις, μίλησε του για τον πατέρα του. Πες του να πουλήσει τα μαγαζιά, να πάρει ακίνητα στη Μελβούρνη, να τα νοικιάσει και σαν πεθάνω, λίγα τα ψωμιά μου, ας γυρίσει να ζήσει όπως και όπου θέλει.»
Σας μετέφερα τα περισσότερα και ουσιωδέστερα απ’ όσα συζητήσαμε εκείνο το βράδυ με τον… ηλικιωμένο.
Γύρισα στη Μελβούρνη επικοινώνησα τηλεφωνικώς και κάποιο ήσυχο απόγευμα πήγα να συναντήσω το γιό του …. γέροντος.
«Όταν μου τηλεφώνησες, κύριε Κώστα, θυμήθηκα ότι είχες την κόρη σου παντρεμένη στο Βόλο. Είχα μάθει πως ήσουνα για διακοπές στην Ελλάδα και όταν μου ζήτησες να με δεις κατάλαβα πως ήσουνα ο…. δέκατος έκτος. Δεκαέξι συμπάροικοι, μέχρι σήμερα, έχουν έλθει να μου πουν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, τα ίδια και τα ίδια, για το γέρο πατέρα μου που ζει μόνος του και ζητάει να δει την εγγονή του πριν πεθάνει. Να πω, ίσως για τελευταία φορά, ότι λέω στον κάθε αποσταλμένο του πατέρα μου. Πήγα στην Ελλάδα με πρόθεση να μείνω. Αγαπώ την πατρίδα μας, την αγαπώ πολύ. Πήγα. Προσπάθησα. Άνοιξα δύο μαγαζιά με τα πρώτα ξαδέλφια μου. Έχασα τα λεφτά μου, ταλαιπωρήθηκα και έβλεπα πως θα ήταν δύσκολο, στα 45 που ήμουν τότε, να προσαρμοστώ και να μπω στους ρυθμούς που κινούντο όλοι.
Πήρα την οικογένεια κι’ έφυγα. Είχε πει πως σε έξι μήνες θα ερχόταν. Ξέρω είναι μεγάλος. Είναι καλά στην υγεία του σχετικά. Το ζάχαρο και τα’ αρθριτικά μπορούμε να τα κουμαντάρουμε κι’ εδώ. Του είπα να πάω να τον πάρω. Να γυρίσουμε πρώτη θέση για να μην κουραστεί πολύ. Να σταματήσουμε δύο-τρεις ημέρες στη Σιγκαπούρη ή κάπου αλλού, για να ξεκουραστεί και να μην του φανεί το μεγάλο ταξίδι. Αγαπάει την Ελλάδα και θέλει να πεθάνει εκεί. Έφτασα να του υποσχεθώ πως, αν πεθάνει, θα τον πάω στη γη που γεννήθηκε, να τον σκεπάσει το χώμα της πόλης που αγαπάει. Μέχρι τότε, όποτε έλθει η ώρα του και παρακαλάω ν’ αργήσει αυτή η ώρα, ας έλθει να ζήσει με αυτούς που λέει ότι αγαπάει. Θέλει να βλέπει και να ζει κοντά στη θάλασσα που αγαπάει; Υπόσχομαι πως θα μετακομίσω στην παραθαλάσσια περιοχή της Μελβούρνης που θα διαλέξει. Ας ξεχάσει εμένα. Τον ζητάει η εγγονή του που δεν γνώρισε γιαγιάδες ούτε τον άλλον παππού. Η Σοφούλα θέλει να πάνε μαζί στην εκκλησία, να πάρουν αντίδωρο από το χέρι του παππά.»
Φίλες και φίλοι εσείς τι λέτε;