Λες και ήταν χτες. Μόλις έχω βγει από τη διάλεξη του Στάθη Γκόντλετ για τον «Αλαφροΐσκιωτο» του Άγγελου Σικελιανού, συνεπαρμένη από τη σχεδόν άγρια δύναμη του στίχου του που λίγο να τον πλησίαζες σε κατακτούσε, αφοπλίζοντάς σε με τη μοναδική ευαισθησία του, όταν ακούω γρήγορα βήματα πίσω μου. Στο λιθόστρωτο του Old Arts Building, στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης, γίνεται η προκαθορισμένη συνάντησή μου με τη φιλόλογο και σύζυγο του Γενικού Προξένου Μελβούρνης, Πόπη Λυμπεροπούλου, το ηλιόλουστο αυτό απόγεμα του Ιούλη 1978.
Είναι χαμογελαστή, χαρούμενη, με μια λάμψη σχεδόν θριάμβου στα μάτια.
«Έλα πάμε να καθίσουμε» μου λέει ανάλαφρα, και κατευθυνόμαστε προς το Union House.
«Θέλω να κάνουμε κάτι μαζί» μου λέει χωρίς πρόλογο, μπαίνοντας αμέσως στο θέμα. «Να ιδρύσουμε το Λύκειο Ελληνίδων Μελβούρνης, στα πρότυπα εκείνου της Θεσσαλονίκης». Αυτό κι αν δεν ήταν έκπληξη, δεδομένου ότι ήδη υπήρχε ένας τέτοιος οργανισμός, ιδρυθείς στις αρχές του ‘70 του οποίου συνέβαινε μάλιστα, να είμαι και ιδρυτικό μέλος. Θυμάμαι ότι αντέδρασα έντονα, η Λυμπεροπούλου, όμως, δεν έχασε τη ψυχραιμία της. Άρχισε να μου αναπτύσσει τους λόγους που την οδήγησαν σ’ αυτή τη σκέψη, με ευγλωττία και ενθουσιασμό. Τη διέκοψα, ήρεμα, τονίζοντας ότι ‘δεν ενδιαφέρομαι για κάτι τέτοιο’. Είδα την απογοήτευση στο βλέμμα της και σχεδόν αυθόρμητα θέλησα να «επανορθώσω». «Εκείνο που θα με ενδιέφερε», είπα, «θα ήταν ένας πολιτιστικός οργανισμός που να αγκαλιάζει όλο το φάσμα των Τεχνών και των Γραμμάτων στην παροικία της Μελβούρνης».
Ποτέ δεν θα ξεχάσω την έκφρασή της. Άνοιξε το στόμα της, με κοίταξε, όπως φαντάζομαι κοιτάζει κάποιος έναν τρελό και μετά ξέσπασε σ’ ένα γέλιο που τράβηξε όλα τα βλέμματα των γύρω πάνω μας.
«Μα αυτό είναι θαυμάσιο» είπε σιγά, σαν να ήταν ένα μεγάλο μυστικό αυτό που μόλις μοιραστήκαμε.
Αλληλοδεσμευτήκαμε να επιστρατεύσουμε, η κάθε μια, άτομα που πιστεύαμε ότι θα μπορούσαν να προσφέρουν σ’ έναν οργανισμό, όπως τον είχαμε οραματιστεί.
Εκεί επιτόπου έγινε και η επιλογή του ονόματος αφού μπήκαν στο τραπέζι θυμάμαι πάρα πολλά και στο τέλος έμειναν δύο: Πνευματική Eστία και Πνευματική Κυψέλη. Συμφωνήσαμε στο πρώτο, δώσαμε τα χέρια και ενώ ο ήλιος έλαμπε ακόμη ψηλά, είχε γεννηθεί και βαφτιστεί ο οργανισμός που θα άλλαζε το πολιτιστικό γίγνεσθαι της ομογένειας.
ΨΗΛΑ Ο ΠΗΧΥΣ
Η Πνευματική Εστία Ελληνίδων Μελβούρνης, ξεκινώντας με το «Πανηγύρι της Πέτρας», μια εκδήλωση που τα περισσότερα κείμενα και τη σκηνοθεσία ανέλαβαν η Πόπη Λυμπεροπούλου με τη Βαρβάρα Καρανικόλα, έδωσε το στίγμα της ποιότητας και των απαιτήσεων που είχε ο οργανισμός από τον ίδιο τον εαυτό του.
Έθεσε τον πήχυ στο ύψος που επρόκειτο να κυμανθεί τα επόμενα χρόνια αγκαλιάζοντας και προβάλλοντας την παράδοση, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τη μουσική, το θέατρο, τη παιδεία. Είχε το χέρι της στον παλμό της παροικίας, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσε τις εξελίξεις στο πολιτιστικό γίγνεσθαι της γενέτειρας και κρατούσε τις γέφυρες επικοινωνίας ανοιχτές.
Έτσι, ενδεικτικά να αναφερθεί ότι διοργάνωσε ειδική εκδήλωση στο εντευκτήριο της ΕΕΑΜΑ για να τιμήσει τον νομπελίστα ποιητή και λογοτέχνη Οδυσσέα Ελύτη, το 1979, το Γιάννη Ρίτσο, παρουσιάζοντας και τα μελοποιημένα ποιήματά του, το Μάνο Λοΐζο, τη μυθική Κάλλας, τη Σοφία Βέμπο, φτάνοντας στο Μάνο Χατζιδάκη τον ερχόμενο Νοέμβριο.
Η μουσική βραδιά στο στέκι των Αυστραλών ποιητών Montsalvat, λαογραφικές εκθέσεις, λαογραφικές παραστάσεις όπως «Ο Κρητικός Γάμος και «Ηλιοβασίλεμα στα Επτάνησα», διαλέξεις με θέματα ποικίλων χώρων, όπως λογοτεχνικά, λαογραφικά, εκπαιδευτικά, θρησκευτικά, καθιέρωσαν την Πνευματική Εστία στην κορυφή των οργανισμών που προωθούν τις Τέχνες και τα Γράμματα τα τελευταία 35 χρόνια που ήταν και τα πιο ρωμαλέα και παραγωγικά της πρώτης γενιάς των Ελλήνων μεταναστών στην Πέμπτη Ήπειρο.
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ
Από την ίδρυσή της η Πνευματική Εστία στηρίχτηκε και λειτούργησε μέσα σε μια ομάδα αφοσιωμένων, ταλαντούχων και ικανών μελών που αφιέρωσαν πολύτιμο χρόνο, για να επιτύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα σε ό,τι αναλάμβαναν να παρουσιάσουν. Υπήρχε πάντα ένα υψηλό και αξιοπρεπές πνεύμα συνεργασίας και σύμπνοιας που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως παράδειγμα προς μίμηση σε άλλους οργανισμούς. Υπήρχε διαφάνεια και οι πόρτες ήταν πάντα ανοιχτές σε όλα τα μέλη να παρίστανται στις συνεδριάσεις και να παίρνουν μέρος στη λήψη αποφάσεων.
Η προσπάθεια που καταβλήθηκε από την ίδρυση του οργανισμού, ήταν να λάβουν μέρος στο έργο της και οι τρεις γενιές Ελληνίδων Μελβούρνης, αλλά και των άλλων Πολιτειών. Συχνά στις συνεδριάσεις λάβαιναν μέρος γυναίκες διακεκριμένες στον επαγγελματικό χώρο, αλλά και φοιτήτριες. Φοιτήτρια ήταν τότε και η Άντζελα Βέλος, εκπαιδευτικός, η οποία υπηρετεί τον οργανισμό επί σειρά ετών από τη θέση της προέδρου.
ΟΡΟΣΗΜΟ
Με την έκθεση φωτογραφίας «Ελληνίδες στην Αυστραλία – Πάνω από ένας αιώνας προσφοράς», γιορτάζει αυτές τις μέρες η Πνευματική Εστία Ελληνίδων Μελβούρνης τα 35 χρόνια ζωής και δράσης της στο πολιτιστικό γίγνεσθαι της παροικίας.
Η έκθεση της οποίας τα εγκαίνια έγιναν προχτές Τρίτη, 15 Οκτωβρίου, βρίσκεται στο Queens Hall του Κοινοβουλίου και θα είναι ανοιχτή μέχρι την Παρασκευή, 18 Οκτωβρίου από 9π.μ.–8μ.μ. Η είσοδος είναι ελεύθερη.
Πρόκειται για μια αντιπροσωπευτική παρουσίαση της ζωής και προσφοράς της Ελληνίδας στην Αυστραλία τα τελευταία 100 χρόνια.
Δίνεται ενδεικτικά, αλλά ζωηρά ο ρόλος της στην οικογένεια, στην ανάπτυξη της ομογένειας και της ευρύτερης αυστραλιανής κοινωνίας.
Υπογραμμίζεται η παρουσία της στη διατήρηση της ελληνικής παράδοσης και της ελληνικής γλώσσας στους Αντίποδες της γης, η συμβολή της στην πολιτιστική ζωή και προβολή των καταβολών μας.
Η εν λόγω έκθεση φωτογραφίζει τον πολλαπλό ρόλο της Ελληνίδας, όχι μόνο στον ομογενειακό, αλλά στον ευρύτερο αυστραλιανό χώρο και εμπνέει τις νεότερες γενιές να ενδιαφερθούν για τη συνέχιση του έργου της.
Είναι γεγονός ότι βρισκόμαστε, ως παροικία, στο μεταίχμιο δραστικών αλλαγών, όπου η πρώτη γενιά αποχωρεί βαθμιαία από το προσκήνιο, ανοίγοντας διόδους για τη δεύτερη να προχωρήσει με γρήγορα βήματα στη σκηνή και να αναλάβει το ρόλο της.
Το σκηνικό έχει βέβαια αλλάξει, το ίδιο και οι απαιτήσεις των θεατών. Αυτός και ο λόγος που απαιτείται να ληφθούν μέτρα δραστικά και να γίνουν βήματα γρήγορα και αποφασιστικά, ώστε με την αποχώρηση της πρώτης γενιάς να μη μείνει η σκηνή άδεια.
Η Πνευματική Εστία θα πρέπει να πλαισιωθεί από μεγαλύτερο αριθμό νέων γυναικών, δεύτερης και τρίτης γενιάς, που γνωρίζουν τις τρέχουσες ανάγκες και έχουν το σφρίγος και τη δυνατότητα να επιχειρήσουν νέες τομές. Αυτές που θα ανταποκρίνονται στο σύγχρονο πολιτιστικό γίγνεσθαι του κορμού της ομογένειας.
Μια πρόσκληση–επιστράτευση, όπως έγινε στην εδραίωσή της, θα ήταν ίσως ένας τρόπος που θα απέδιδε καρπούς. Το ενδιαφέρον πιστεύω ότι υπάρχει και είναι εύκολο να εκδηλωθεί, όταν υπάρχει το έναυσμα. Και αυτό είναι όλη η επιτυχημένη πορεία της Πνευματικής Εστίας που δε μπορεί παρά να εμπνέει τις νεότερες γενιές.
Συγχαίρω την Πνευματική Εστία για το σπουδαίο έργο που έχει επιτελέσει… ευλογώντας και τα δικά μου… γένια αναπόφευκτα.
Είμαι περήφανη για όλη την μέχρι τώρα πορεία της. Ο τίτλος της επίτιμης προέδρου που μού απενεμήθη, πριν μερικά χρόνια, σημαίνει για μένα πάρα πολλά.