Ένας τίτλος, δύο προτάσεις για δύο ζωές της ίδιας γυναίκας, το ίδιο αιχμηρές. Αντιπροσωπευτικές για το μεγαλύτερο αριθμό των γυναικών που ζουν σήμερα στους Αντίποδες, αλλά και εκείνων που έχουν «περάσει στην αντίπερα όχθη», γυναίκες της μαζικής μετανάστευσης που έζησαν την κατοχή, που πόνεσαν τα σωθικά τους από την πείνα και ήλθαν στην άλλη άκρη του κόσμου και… χόρτασαν δουλειά.
Θα μπορούσε, να είναι ένας εναλλακτικός τίτλος του νέου βιβλίου της Λίτσας Γκόγκα «Μερικές Αλήθειες» που θα παρουσιαστεί την ερχόμενη Κυριακή.
Εκείνη όμως ήξερε τι έκανε, μιας και ήθελε να ξεκαθαρίσει από την αρχή, ότι μόνο για αλήθειες ενδιαφέρεται και, μάλιστα, ωμές.
Τόσο ωμές, μάλιστα, σε πολλά σημεία, που σε αναγκάζει να τις κοιτάξεις δύο και τρεις φορές προκειμένου να βεβαιωθείς ότι… δεν κατάλαβες λάθος.
Πρόκειται για μια αυθόρμητη αφήγηση, μια κατάθεση γεγονότων και προβολή εικόνων αρετουσάριστων, με χρώματα φυσικά, ζωηρά, αυθεντικά, ατόφια, λες και δεν πέρασε ο χρόνος από πάνω τους και το ταξίδι στο χρόνο που επιχειρεί η ίδια, αν και οδυνηρό, με απρόβλεπτες κακοτοπιές, δεν φαίνεται να την ταράζει. Είναι μια ενδιαφέρουσα, όσο και ψύχραιμη αφηγήτρια που δεν έχει επιφυλάξεις ούτε και δισταγμούς αναφορικά μ’ αυτά που εξιστορεί. Βέβαια, προέχουν εκείνα που την έχουν πληγώσει περισσότερο μιας και όπως θα πει η ίδια τα σημάδια που γίνονται στην τρυφερή παιδική ηλικία δε φεύγουν ποτέ.
ΑΣΕΛΓΟΥΣΕ ΠΑΝΩ ΜΟΥ…
Το βιβλίο είναι αυτοβιογραφικό, κι αυτό που θα προξενήσει μεγάλη εντύπωση στον αναγνώστη είναι ο αυθορμητισμός της ηρωίδας (που είναι η ίδια) και οι ανεπιφύλακτες εξομολογήσεις, αναφορικά και ιδιαίτερα με τo γεγονός ότι ασελγούσε πάνω της, στην τρυφερή ηλικία των 8 χρόνων, ένας υπέργηρος συγγενής που υποτίθεται ότι ήταν εκεί για να την προστατεύσει. Να, πόσο παραστατικά, απλά, αλλά και ωμά, δίνει την εικόνα που όπως θα πει η ίδια ‘την τραυμάτισε για όλη την υπόλοιπη ζωή της και της κλόνισε την εμπιστοσύνη της στον άνθρωπο’.
«Ένα βράδυ, αφού γυρίσαμε από το χτήμα, ταΐσαμε τα ζώα, κατόπιν ανάψαμε το τζάκι, βάλαμε κάτι κι’ εμείς στο στόμα μας κι ενώ εγώ κοίταζα να συμμαζέψω το τραπέζι, ο γέροντας άρχισε να με καλεί να του τρίψω την πλάτη. Είχε βγάλει όλα του τα ρούχα, από τη μέση και πάνω και πυρωνόταν». Χωρίς καν να πάρει ανάσα προχωρεί στην επόμενη σκηνή.
«Εγώ, καθώς τον πλησίασα έτσι γδυτό, με τις άσπρες τρίχες στο στήθος, αστραπιαία μου ήρθε μια εικόνα, όπου δεν έβλεπα τον γέροντα παρά ένα ζώο από το διπλανό δωμάτιο, αλλά για να είμαι ειλικρινής δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι ζώο ήταν αυτό, κατσίκα, βόδι, μουλάρι, μπορεί να ήταν κάποιο άγνωστο σε μένα ζώο. Εκείνο το πρώτο βράδυ άρχισε το δράμα μου».
Στη συνέχεια περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες το κυνηγητό, την απόπειρα να ξεφύγει από τα χέρια του γέρου και τις ανώμαλες ορέξεις του.
«Έτρεμα όπως ακριβώς το πουλί που το βάζουν για πρώτη φορά στο κλουβί, Είχα ζαρώσει και μικρύνει. Αισθανόμουν ένα τόσο δα πραγματάκι που άλλο δεν ήθελα παρά πώς ν’ αποχτήσω φτερά και να βρεθώ στο φτωχικό μου κι ας ήταν να πεθάνω από την πείνα. Ας πέθαινα, αυτό που ζούσα τούτη τη στιγμή ήταν χειρότερο από το θάνατο για ένα παιδί».
Προχωρεί αβίαστα, δίνοντας την κεντρική ιδέα και τον επίλογο της βδελυρής πράξης του γέρου, εκφράζοντας την προσωπική της αηδία, την απορία και το παράλογο μιας κοινωνίας που βγάζει την τραγιάσκα σ’ έναν ανήθικο γέρο, γιατί συμβαίνει να είναι από τους πλούσιους του χωριού.
«Σαν τον έβλεπα απέναντί μου χαμογελαστό μου προξενούσε αηδία κι’ αναρωτιόμουν πως μπορούσε να μιλάει και να γελάει και να τον εκτιμούν όλοι στο χωριό πως είναι ο πρώτος νοικοκύρης και στο πέρασμά του τον χαιρετούσαν και του έβγαζαν την τραγιάσκα».
ΑΙΧΜΗΡΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ
Με καθαρότητα ψυχής, διαύγεια πνεύματος και θαυμαστή ικανότητα ανάκλησης του μακρινού παρελθόντος, η συγγραφέας δίνει στιγμιότυπα που σημάδεψαν για πάντα την ύπαρξή της.
«Θυμάμαι πολλές φορές φόρτωναν το άλογο για να το πάω στα Αρφαρά και οι περισσότεροι δρόμοι που είχα να διασχίσω ήταν άγρια δάση κι’ έτρεμε η καρδούλα μου και το δεξί μου χέρι σαν έφτανα στον προορισμό μου ήταν βαρύ, πιασμένο, γιατί συνέχεια μέσα στο δάσος που περνούσα έκανα το σταυρό μου. Όμως το χέρι μου δεν το τέντωνα για να πάρει την κανονική κλίση για το σημείο του σταυρού γιατί νόμιζα ότι κάποιο άγριο θηρίο θα μου το αρπάξει και θα μου το κατασπαράξει».
Η πείνα που έφερνε μαζί της και το κουρέλιασμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας για επιβίωση περιγράφεται αιχμηρά σε πολλά σημεία του βιβλίου.
«Εγώ θυμάμαι πάντως τούτο που με πλήγωσε αφάνταστα και αν και παιδάκι μου στοίχιζε κάθε φορά που με φώναζε η μητέρα μου και μου έκοβε το παιχνίδι στη μέση για να με νίψει, να μου ξεπλύνει τα πόδια κοντά στο πηγάδι και να με στείλει στη Σωτηροπούλου ή σε κάποια από τις κυρίες που ήσαν στον Καλό Σαμαρείτη για να μου δώσουν κάτι να αγοράσουμε μια μπουκιά ψωμί ή μισή οκά φασόλια».
Και παρακάτω, αφού περιγράψει τον τρόπο που την αντιμετώπιζαν, κυρία και υπηρέτρια, την άρνηση για βοήθεια, θα καταλήξει: «Εγώ τότε γινόμουν ένα τίποτα από ντροπή και απογοήτευση και ήθελα να πεθάνω, γιατί ήξερα πως αφού θα ζω η μητέρα θα με στείλει πάλι την ερχόμενη εβδομάδα. Όχι, δεν τον μπορούσα αυτόν τον Γολγοθά. Μου είχε γίνει βραχνάς στην παιδική μου ηλικία».
Παραστατικά και με ειλικρίνεια αφοπλιστική αναφέρεται και στα χρόνια που πήγαινε να μάθει μοδιστρική, σε ηλικία 12 χρόνων, στη νουνά της.
«Στην Ελλάδα τότε, στα χρόνια μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο, αν πήγαινες να γίνεις μοδίστρα, καλύτερα θα ήταν να ξέρεις πως πρώτα έπρεπε να γίνεις υπηρέτρια. Και το απόγευμα, αν θα σου έμενε κάποια ώρα θα σου επιτρεπόταν να καθίσεις στο εργαστήριο, γύρω σε πέντε έξι άλλες κοπέλες που αυτές είχαν περάσει το στάδιο της υπηρέτριας και ανάμεσά τους βρισκόσουν στην ατμόσφαιρα που ήλπιζες να μάθεις τη μοδιστρική τέχνη».
Στη συνέχεια δίνει ωμές εικόνες αναφορικά με τις δουλειές, ιδιαίτερα το πλύσιμο των ακάθαρτων ρούχων, που χαρακτηρίζει «φριχτές στιγμές» τονίζοντας: «Ξέρω πως δεν είναι σωστό να το γράψω, αλλά θα το γράψω, ίσως φύγει από πάνω μου αυτή η αηδία που μου έχει αφήσει αυτή η δουλειά». Εγώ το παραλείπω και πάω στο σημείο που αναφέρεται ξανά στην πείνα.
«Θυμάμαι, πολλές φορές τα απογεύματα πείναγα τρομερά και όταν η νουνά μου έκανε πρόβα σε κάποια κυρία, εγώ πήγαινα κρυφά σ’ ένα συρτάρι που φύλαγαν το ψωμί κι’ έτρωγα μερικές μπουκιές, τόσες όσες να μην το καταλάβουν και η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από την ταχυπαλμία. Μας είχαν διδάξει έτσι που το θεωρούσαμε μεγάλη κλεψιά και αμαρτία».
ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ – Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ ΤΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ
Η Αυστραλία, είναι η άλλη όψη του νομίσματος. Στον πρόλογο, θα πει ότι «η φτώχεια που μας έδερνε στην πατρίδα ήταν η κύρια αιτία του ξενιτεμού και δεν χρειάζεται να ψάχνουμε».
Το βιβλίο της Λίτσας Γκόγκα, πιστεύω ότι σκιαγραφεί με έναν συγκεκριμένο, ακριβή και ευανάγνωστο τρόπο τη ζωή ενός μεγάλου αριθμού ομογενών την περίοδο της κατοχής, του εμφυλίου και των μεταπολεμικών χρόνων, καθώς και των περισσότερων γυναικών που ήλθαν την περίοδο της μαζικής μετανάστευσης με τη ΔΕΜΕ, ως νύφες ή ως συγγενείς με απώτερο σκοπό να δραπετεύσουν από τον εφιάλτη της προίκας την εποχή εκείνη –αναγκαίο κακό τότε– και να μπορέσουν επίσης – σημαντικό αυτό – να στηρίξουν και εκείνους που άφησαν πίσω τους.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου όπου περιγράφονται οι συνθήκες που ήλθε η ίδια, οι καταστάσεις που είχε να αντιμετωπίσει, ο γάμος της πολύ χαρακτηριστικός του τρόπου που παντρεύονταν τότε οι νεομετανάστριες Ελληνίδες, αποτελεί ένα πολύτιμο ντοκουμέντο για τους ερευνητές της περιόδου αυτής.
Πάλι βρίσκουμε ότι πρυτανεύει ο αυθορμητισμός, η ειλικρίνεια, η φανερή πρόθεση να πει η αφηγήτρια τα πράγματα με το όνομά τους.
Δε διστάζει να αναφέρει ότι ο άνδρας της επέμεινε να εργάζεται στο εργοστάσιο μέχρι τον τελευταίο μήνα της εγκυμοσύνης, με αποτέλεσμα να γεννήσει τη μέρα που πήγαινε στη δουλειά.
«Έτσι πηγαινοερχόμουν έως την ημέρα που μέσα στο τραμ μ’ έπιασε κρύος ιδρώτας , ανυπόφοροι πόνοι κι αντί να πάω στο εργοστάσιο, πήγα στο Queen Victoria Hospital, κι εκεί το απόγευμα έφερα στον κόσμο το παιδί μου, έφερα μια καινούρια ζωή».
Θέτει πολλά ερωτήματα που σίγουρα θα προβληματίσουν, όπως για παράδειγμα ‘πώς είναι δυνατόν αυτά τα ίδια κορίτσια που όταν ήταν στον τόπο τους δεν τολμούσαν ούτε καν να κοιτάξουν το παλικάρι που τους άρεσε ή που μιλούσε στην καρδιά τους’, «τώρα που η κάθε θυγατέρα, αδερφή μπήκε στο πλοίο να ξενιτευτεί δεν τους ενδιαφέρει πού πάει, τι θα συναντήσει, σε τι δρόμο θα πέσει…»
ΚΥΝΗΓΟΥΣΑΜΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ
Στην ειλικρινή αυτή κατάθεση, η αφηγήτρια, αφήνει χώρο και για τη δεύτερη γενιά για την οποία φαίνεται και η ίδια να πονά για όσα στερήθηκαν πολλά παιδιά της γενιάς αυτής στα παιδικά τους χρόνια. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα αιχμηρή αναφορά που αφορά, δυστυχώς, πάρα πολλούς ομογενείς της περιόδου αυτής.
«Τα δικά μας παιδιά –των μεταναστών– της δικής μας γενιάς στερήθηκαν στα παιδικά τους χρόνια και πρέπει να το παραδεχτούμε. Εμείς κυνηγούσαμε το δολάριο, πού καιρός να αφοσιωθούμε στα παιδιά μας που τόσο το είχαν ανάγκη και η καρδούλα τους πόναγε όταν άκουγαν τα Αυστραλεζάκια να διηγούνται πώς πέρασαν στο «talking time”.
Και καταλήγει: « Καημένα μου παιδιά, βασανισμένα, κι’ εσείς πήρατε της ξενιτιάς την πίκρα, ζήσατε κι’ εσείς τα προβλήματα της μετανάστευσης».
Ο επίλογος δίνει την πραγματικότητα –πώς θα γινόταν, εξάλλου, αλλιώς– του σήμερα που τα νιάτα της δεκαετίας του ’60 πλησιάζουν τώρα τα 70 και 80, με ορισμένους να τα έχουν ήδη περάσει και σκιαγραφεί τη ζωή τη δική της όπως είναι σήμερα, που αντανακλά και τη ζωή πολλών άλλων.
Σαν επιδέξιος, πεπειραμένος χειρούργος, επιχειρεί μια ανατομία στο κορμί του μετανάστη, με εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
Η παρουσίαση του βιβλίου «Μερικές Αλήθειες» της Λίτσας Νικολοπούλου Γκόγκα, θα γίνει την ερχόμενη Κυριακή, 20 Οκτωβρίου, 3.30μ.μ. στο χωλλ της Ποντιακής Κοινότητας, 345 Victoria St. Brunswick, από τον Σύνδεσμο Ελλήνων Λογοτεχνών και Συγγραφέων Αυστραλίας και τον Ελληνο – Αυστραλιανό Πολιτιστικό Σύνδεσμο. Για το βιβλίο θα μιλήσει η καθηγήτρια Ελληνικών Δήμητρα Αίνιζλη, ενώ τελετάρχισσα θα είναι η Αικατερίνη Μπαλούκα. Η είσοδος είναι ελεύθερη.