Συμπληρώνονται φέτος 20 χρόνια από την θεσμοθέτηση του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Αυστραλίας που από φέτος είναι γνωστό ως Delphi Greek Film Festival μιας και χορηγός του είναι η γνωστή τράπεζα Delphi.

Το πρόγραμμα του φετινού Φεστιβάλ περιλαμβάνει την προβολή 35 ταινιών από τις οποίες οι πέντε είναι μικρού μήκους. Οι προβολές θα γίνουν στον κινηματογράφο Palace Como της Μελβούρνης, Palace Chauvel του Σίδνεϊ και Palace Contro του Μπρίσμπαν. Η έναρξη θα γίνει στις  31 Οκτωβρίου στο Μπρίσμπαν, την Τετάρτη, 6 Νοεμβρίου στο Σίδνεϊ και την Πέμπτη, 7 Νοεμβρίου στη Μελβούρνη με την εμπορική επιτυχία “Αν…” του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, μια ταινία που ακροβατεί ανάμεσα στο τότε και στο τώρα.

Στη συνέχεια το Φεστιβάλ Κινηματογράφου θα περιοδεύσει στην Αδελαΐδα (14-17 Νοεμβρίου στον κινηματογράφο Palace Nova Eastend) και την Καμπέρα (29 Νοεμβρίου-14 Δεκεμβρίου).

Μεταξύ των ταινιών που θα προβληθούν είναι και το Le Capital του Κώστα Γαβρά ενώ επίσημη προσκεκλημένη είναι η Ελένη Μπερντέ, που είχε πρωτοστατήσει στην καθιέρωση του Φεστιβάλ. Πλήρες πρόγραμμα και πληροφορίες θα βρείτε στην διεύθυνση: www.greekfestival.com.au.

Αναφορικά τώρα για την ταινία με την οποία θα κάνει πρεμιέρα το Φεστιβάλ ο κριτικός Θ. Δημητρόπουλος γράφει:
«Στην καινούρια του δουλειά, και πρώτη για τη μεγάλη οθόνη, μια εξέλιξη που φαντάζεται κανείς πως αργά ή γρήγορα θα γινόταν πραγματικότητα, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης δανείζεται σε ίσα μέρη από σύγχρονες what-if λογικής ιστορίες (με προφανέστερη αναφορά το “Sliding Doors”) κι από το παλιό ελληνικό σινεμά, για να φτιάξει μια ταινία που -παρά τις σαφείς αδυναμίες της- έρχεται και προσθέτει κάτι πολύ συγκεκριμένο που λείπει από το χώρο.

Δηλαδή, μια απλή, ανθρώπινη, σύγχρονη ρομαντική κομεντί. Χωρίς να αξιώνει καλλιτεχνικά μεγαλεία, χωρίς πομπώδεις διαθέσεις σημαντικών δηλώσεων, παράγει απλό, σαφές, ικανότατο entertainment. Δεν είναι καθόλου λίγο αυτό. Ότι θα βρεις πράγματα να κοροϊδέψεις, θα βρεις. Αλλά ότι θα περάσεις ωραία 2 ώρες στο σινεμά; Επίσης σίγουρο.

Στο “Αν…” παρακολουθούμε την ιστορία ενός νεαρού σκηνοθέτη, του Δημήτρη, σε δύο εκδοχές, δύο αν θες παράλληλα σύμπαντα που δημιουργεί μια στιγμιαία του απόφαση. Στο ένα βγάζει βόλτα το σκύλο και γνωρίζει τη Χριστίνα (μια Μαρίνα Καλογήρου που ξέρει να αναδεικνύει χιουμοριστικές και δραματικές σκηνές εξίσου, και χωρίς υπερβολές), στο άλλο δεν τον βγάζει βόλτα, μένει μέσα, του την πέφτουν διαρρήκτες, τον σπάνε στο ξύλο, και μετά όλο το υπόλοιπο στόρι αυτού του σύμπαντος έρχεται σε κρύες μπλε αποχρώσεις χρωματικών φίλτρων επειδή, ξέρεις, πάγωσε η καρδιά του φίλε. Ή κάτι τέτοιο.

Το να προσπαθήσεις να αφηγηθείς δύο παράλληλες εκδοχές της ίδιας ιστορίας δεν είναι εύκολο πράγμα για πολλούς λόγους, και ο κυριότερος είναι πως πρέπει να νοιαστούμε για διαφορετικές καταστάσεις εξίσου. Εδώ το “Αν…” συναντά τη μεγαλύτερη αστοχία του: Καθώς η πλοκή κινείται αποσπασματικά ανάμεσα σε δύο διαφορετικές καταστάσεις, όλη η δράση και η εξέλιξη χαρακτήρων έρχεται μέσα από διαλόγους και τσακωμούς, αλλά σπάνια μέσα από πράξεις. Η ταινία δε δείχνει (επειδή δεν προλαβαίνει) αλλά μόνο λέει. Το αποτέλεσμα είναι να μη σε νοιάζουν ιδιαίτερα οι χαρακτήρες ή να αισθάνεσαι πως έχεις χάσει μισή ώρα ταινίες ανάμεσα σε διαδοχικές σκηνές του ίδιου Σύμπαντος.

Αυτό όμως, περιέργως, δε σε πετάει ποτέ έξω από την ταινία. Ο Παπακαλιάτης, έχοντας αφομοιώσει ιδέες και τεχνικές παρακολουθώντας τα καλύτερα, έχει μάτι για ρυθμό και αισθητική που δε συναντάς ΠΟΤΕ στο εμπορικό ελληνικό σινεμά. (Σχεδόν ποτέ, ΟΚ. Υπάρχουν και άψογες ταινίες σαν το “Bank Bang”. Αλλά συνήθως, κατά βάση, απλά βαριόμαστε. Ναι;) Οι ιστορίες κυλάνε σα νεράκι, κι αν ψιλοπεριμένεις τις περισσότερες στροφές της ιστορίας, όλα είναι καλοφτιαγμένα, καλογυρισμένα, με χιούμορ, και σίγουρα με ένα επίπεδο γραφής και παραγωγής που σε κρατάνε ευχαριστημένο.

Οι γνωστές εμμονές είναι εκεί, από τις άβολες σκηνές σεξ μέχρι γουστόζικες μουσικές επιλογές κι από συμβολισμούς τύπου ‘ο σκύλος θα λέγεται Μοναξιά’ (ο Λαρς φον Τρίερ θα ήταν περήφανος) μέχρι κομπάζουσα φρασεολογία τύπου “δε μπορούμε να το διαχειριστούμε όλο αυτό”. Ο ίδιος ο Χριστόφορος γράφει ομολογουμένως εξαιρετικά στην κάμερα, όπως και η Καλογήρου εξάλλου, σηκώνοντας κι οι δύο το υλικό. Όμως το μεγάλο κόλπο της ταινίας είναι αλλού.

Τις δύο παράλληλες ιστορίες δένει μεταξύ τους με έναν περίεργο τρόπο μια αφήγηση από δύο παλιούς αγαπημένους χαρακτήρες του ελληνικού σινεμά, την Ελενίτσα και τον Αντωνάκη Κοκοβίκου από το “Η Δε Γυνή Να Φοβήται Τον Άντρα”. Πρόκειται για μια πολύ έξυπνη και γλυκιά ιδέα του Παπακαλιάτη, ο οποίος έχοντας στο παρελθόν πάρει δάνειο και κάνει αναφορές σε ένα σωρό ερεθίσματα του ξένου entertainment, στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο στρέφεται στο εγχώριο παρελθόν.

Και δεν το κάνει κυνικά. Οι δύο χαρακτήρες αυτοί έρχονται μέσα σε ένα ασαφών κανόνων (που δεν πειράζει) κενό ανάμεσα στο φιλμικό σύμπαν και την πραγματικότητα, λειτουργώντας σε πολλά επίπεδα και επιτελώντας ένα σκοπό που πάει πέρα από το απλό, νοσταλγικό κλείσιμο του ματιού. Ο τρόπος που ο Παπακαλιάτης χρησιμοποιεί τους υπέροχους Κοντού και Κωνσταντίνου σε αυτή την (πολύ σημερινή) ταινία του, είναι ήδη από μόνος του μια αξιέπαινη συνεισφορά στην φιλμική μας μυθολογία.
Ούτως ή άλλως, με το “Αν…” ο Παπακαλιάτης προσπαθεί εξαρχής να ακροβατεί ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. Όχι μόνο με την πολυεπίπεδη παρουσία των δύο εμβληματικών χαρακτήρων από το ασπρόμαυρό μας παρελθόν, αλλά και τοποθετώντας τη δράση (και χαράζοντας την εικονογραφία) της ταινίας του βάσει μιας παραμυθένιας διάστασης της παλιάς Αθήνας που κρύβεται εκεί που ένας άδειος πλακόστρωτος δρόμος συναντά μια γραφική λατέρνα. Στην ίδια όμως Αθήνα την οποία χτυπά η κρίση, σε ένα μάλλον ατυχώς ρηχό (αλλά συνάμα απαραίτητα επίκαιρο) βλέμμα στο σήμερα.

Το “Αν…” προσπαθεί να γεφυρώσει τις δύο αλήθειες της Ελληνικής πραγματικότητας, εκείνης του ασπρόμαυρου παραμυθιού των 35mm με εκείνη της αστραφτερής καταγραφής ενός ζοφερού παρόντος, με την ίδια ένταση που επιχειρεί να συνδέσει δύο παράλληλες, εναλλακτικές ιστορίες του ίδιου καθημερινού ήρωα. Αν δεν καταφέρνει απόλυτα, τουλάχιστον κάνει μια αξιότιμη προσπάθεια, και στην πορεία αν μη τι άλλο σε διασκεδάζει. Σε ένα παράλληλο σύμπαν ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης ίσως έχει γυρίσει ένα αριστούργημα.