Επιρρεπής σε κατά συρροή προκλητικές δηλώσεις έχει αποδειχθεί η Μαρία Ρεπούση, βουλευτής της ΔΗΜΑΡ.
Στις αρχές του περασμένου Σεπτεμβρίου, σε συζήτηση στη Βουλή των Ελλήνων για τις αλλαγές στο Λύκειο, η Μαρία Ρεπούση χαρακτήρισε τα Αρχαία Ελληνικά ως «νεκρή γλώσσα», και εισηγήθηκε η διδασκαλία τους να είναι υποχρεωτική μόνο για τους μαθητές που θα ακολουθήσουν κλασσικές σπουδές, ενώ για τους άλλους να είναι προαιρετική.

Λίγες ημέρες νωρίτερα, η κ. Ρεπούση τάχθηκε και κατά της διδασκαλίας των Θρησκευτικών στο Λύκειο. Μιλώντας στην επιτροπή μορφωτικών υποθέσεων της Βουλής που συζητούσε το νομοσχέδιο για το νέο Λύκειο, η Μαρία Ρεπούση τόνισε ότι η έννοια του σύγχρονου Λυκείου «δεν συνάδει» με τη διδασκαλία των θρησκευτικών.
Τον περασμένο Μάιο, όταν στην Βουλή γινόταν συζήτηση για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, η κ. Ρεπούση ζήτησε να αποσυρθεί διάταξη που αναγνωρίζει τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Οι διατάξεις του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου χαρακτηρίζουν ως αξιόποινη πράξη την πρόκληση μίσους και βίας από τη μη αναγνώριση εγκλημάτων πολέμου, γενοκτονιών και εγκλημάτων εναντίον της ανθρωπότητας. Συγκεκριμένα, η Μ. Ρεπούση ζήτησε να μην συμπεριληφθεί στο αντιρατσιστικό νομοθέτημα ποινικοποίηση της άρνησης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας.Στα τέλη του περασμένου Μαΐου η Μ. Ρεπούση χαρακτήρισε ως «μύθο» το χορό του Ζαλόγγου.

Την κορωνίδα των προκλητικών δηλώσεων της Ρεπούση διεκδικεί η ακόλουθη παράγραφος με αναφορά της στην Σμύρνη το 1922:
«Στις 27 Αυγούστου 1922 ο τουρκικός στρατός μπαίνει στη Σμύρνη. Χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα».

Και να σκεφθεί κανείς πως το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο «Ιστορία ΣΤ΄ Δημοτικού – Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια», ΟΕΔΒ, Αθήνα 2006, κύρια συγγραφέας του οποίου φέρεται να ήταν η Μαρία Ρεπούση. Μετά από έντονες αντιδράσεις Μικρασιατικών και Ποντιακών Οργανισμών το εν λόγω βιβλίο αποσύρθηκε και αντικαταστάθηκε.

Δεδομένου ότι η Μαρία Ρεπούση δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο, σκέφτηκα από τη στήλη αυτή να σχολιάσω τις άκρως προκλητικές παρεμβάσεις της σε θέματα που άπτονται σημαντικών εθνικών και κοινωνικών ζητημάτων. Η σειρά που θα ακολουθήσω θα είναι χρονολογική. Με άλλα λόγια θα αρχίσω από το σχολικό βιβλίο της ιστορίας.

Πριν όμως προβώ στη συζήτηση των επίμαχων σχολίων της Μαρίας Ρεπούση κρίνω πως ένα σύντομο βιογραφικό της θα βοηθήσει τους αναγνώστες της στήλης να διαμορφώσουν γνώμη για τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα και την παρούσα πολιτική της ιδιότητα.

Η Μ. Ρεπούση γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από όπου πήρε το πτυχίο της. Συνέχισε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στη Σορβόννη της Γαλλίας από όπου πήρε το διδακτορικό της στην ιστορία. Εργάστηκε στη συνέχεια στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση και κατόπιν, από το 1993 μέχρι το 2012 στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, φτάνοντας στο βαθμό της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας ιστορίας και ιστορικής εκπαίδευσης στην Παιδαγωγική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Από τα φοιτητικά της χρόνια η Μαρία Ρεπούση στρατεύτηκε στην υπόθεση της ανανεωτικής αριστεράς, και για ένα διάστημα πέρασε από  ΚΚΕ εσωτερικού όπου και διατέλεσε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Στη συνέχεια προσχώρησε στην Δημοκρατική Αριστερά (ΔΗΜΑΡ), όταν συστάθηκε το 2010, και εξελέγη βουλευτής του Πειραιά το 2012.

Η Μαρία Ρεπούση είναι σήμερα μέλος της Κεντρικής και της Εκτελεστικής Επιτροπής της Δημοκρατικής Αριστεράς, υπεύθυνη του Τομέα Παιδείας και Έρευνας.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤ΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ – ΣΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΧΡΟΝΙΑ

Το εν λόγω βιβλίο εκδόθηκε από τον Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων το 2006. Ως συντονίστρια του βιβλίου φέρεται η Μαρία Ρεπούση, με συνεργάτες τους εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Χαρά Ανδρεάδου, Αριστείδη Πουταχίδη και Αρμόδιο Τσίβα.
Η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή καλύπτεται στο Κεφάλαιο «Η Ελλάδα στον 20ό αιώνα», μέρος 4 «Μικρασία: εκστρατεία και καταστροφή», με τις ακόλουθες τέσσερις μόνο παραγράφους:

«Μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι αβέβαιο. Οι δυνάμεις της Αντάντ προσανατολίζονται στη δημιουργία μιας μικρής εδαφικά Τουρκίας. Τα μικρασιατικά παράλια τα διεκδικούν η Γαλλία και η Ιταλία, αλλά και η Ελλάδα με το μεγάλο αριθμό Ελλήνων που ζουν κυρίως στην περιοχή της Σμύρνης. Τελικά, η Ελλάδα παίρνει εντολή να στείλει στρατό στη Σμύρνη. Στην Συνθήκη των Σεβρών (1920) κερδίζει τη διοίκηση της περιοχής μέχρις ότου οι κάτοικοί της αποφασίσουν αν θα ενωθούν με την Ελλάδα.

Η συμφωνία των Συμμάχων για την κατάληψη και τη διοίκηση της Σμύρνης από τους Έλληνες αποδεικνύεται προσωρινή. Οι σύμμαχοι διχάζονται ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Η Γαλλία και η Ιταλία προσανατολίζονται σταδιακά στην υποστήριξη της Τουρκίας, ενώ η θέση της Ελλάδας αποδυναμώνεται.
Η ελληνική πλευρά αποφασίζει, παρά τις παραπάνω εξελίξεις, να προχωρήσει τις πολεμικές επιχειρήσεις στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Το καλοκαίρι του 1921 ο ελληνικός στρατός επιτίθεται με στόχο την κατάληψη της Άγκυρας. Η πορεία του όμως ανακόπτεται στο Σαγγάριο ποταμό, χωρίς να πετύχει το στόχο του.
Ένα χρόνο μετά, οι τουρκικές δυνάμεις, με ηγέτη τον Κεμάλ, επιτίθενται και αναγκάζουν τα ελληνικά στρατεύματα να υποχωρήσουν προς τα παράλια. Στις 27 Αυγούστου 1922 ο τουρκικός στρατός μπαίνει στη Σμύρνη. Χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν στην Ελλάδα».
Θα παρατηρήσετε πως στην τελευταία παράγραφο δεν γίνεται καμιά αναφορά στις σφαγές των Ελλήνων της Σμύρνης, ούτε και στην πυρπόληση των ελληνικών και αρμενικών συνοικιών από το στρατό του Κεμάλ.

Αντιλαμβάνομαι πως το βιβλίο είναι γραμμένο για μαθητές της ΣΤ΄ Δημοτικού, και ως εκ τούτου αποφεύγονται οι εκτενείς περιγραφές.
Επί πλέον, δεν μπορείς να αναφέρεσαι σε ένα ιστορικό γεγονός όπως οι σφαγές των Ελλήνων της Σμύρνης και ο εμπρησμός της πόλης από τους Τούρκους, χωρίς να τοποθετείς τα γεγονότα αυτά στο ιστορικό πλαίσιο της παρουσίας των Ελλήνων στην Μικρά Ασία και στον Πόντο, που πάει πίσω κοντά στις τρεις χιλιάδες χρόνια, ενώ οι Τούρκοι πρωτοεμφανίστηκαν στο χώρο εκείνο πριν από χίλια χρόνια.

Στην περιγραφή της Μαρίας Ρεπούση, όπως δίνεται στην τελευταία παράγραφο του παραπάνω αποσπάσματος, αντιπαραθέτω περιγραφές της καταστροφής της Σμύρνης από τον Άγγλο διπλωμάτη Michael Llewllyn Smith στο βιβλίο του «Το όραμα της Ιωνίας – Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919 – 1922, Αθήνα 2009, και από τον επίσης Άγγλο συγγραφέα Giles Milton στο βιβλίο του “Paradise Lost – Smyrna 1922”, Hodder & Stoughton Ltd, London, 2008.

Γράφει σχετικά ο Michael Llewllyn Smith:
«Η αρμενική, η ελληνική και η «φράγκικη» ή ευρωπαϊκή συνοικία είχαν σχεδόν εντελώς καταστραφεί… Με φρικιαστική ακρίβεια, η φωτιά εξέφραζε συμβολικά το ξερίζωμα και την καταστροφή της ελληνικής και της αρμενικής Σμύρνης. Η ελληνική Σμύρνη είχε πεθάνει. Και η χριστιανική Σμύρνη, ένας από τους μεγάλους αρχαίους χριστιανικούς θεσμούς της Μικράς Ασίας, είχε πεθάνει κι αυτή. Ο φοίνικας που θα ανασταινόταν απ’ αυτές τις στάχτες ήταν μια τούρκικη Ισμίρ, απογυμνωμένη από δύο και παραπάνω χιλιάδες χρόνους ιστορίας», σελ. 538.

Στην σελίδα 318 του βιβλίου του ο Giles Milton δίνει την ακόλουθη περιγραφή, την οποία μεταφράζω από τα αγγλικά:
«Ο Percy Hadkinson ήταν ένας από τους τελευταίους Άγγλους που επιβιβάσθηκαν σε αγγλικό μεταγωγικό που περίμενε στο λιμάνι. Σε μετέπειτα επιστολή του στον Πρέσβη της Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη περιέγραψε όλα όσα είχε δει την ημέρα εκείνη ως ακολούθως:. ‘Αν η Εξοχότητά σας είχε ακούσει τις κραυγές για βοήθεια και είχε δει ανυπεράσπιστες γυναίκες και παιδιά να εκτελούνται εν ψυχρώ ή να πέφτουν στη θάλασσα και να πνίγονται σαν ποντίκια, ή να υποχωρούν και να καίγονται από τις φλόγες που περιέβαλλαν το λιμάνι, θα είχατε αντίληψη της άκρας σοβαρότητας της κατάστασης που επικρατούσε στο λιμάνι’».

Συγκρίνετε τώρα την περιγραφή από το βιβλίο «Ιστορία ΣΤ΄ Δημοτικού – Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια», τη σύνταξη του οποίου είχε επιμεληθεί η Μ. Ρεπούση, με τις παραπάνω περιγραφές που δίνουν οι δύο Άγγλοι συγγραφείς, και ίσως βγάλετε κάποια συμπεράσματα για τα κίνητρά της:
«Στις 27 Αυγούστου 1922 (με την παλιά ημερομηνία) ο τουρκικός στρατός μπαίνει στη Σμύρνη. Χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν στην Ελλάδα».