«ΣΤΟΥΣ καταραμένους τόπους Μάη μήνα βρέχει» έλεγαν στο χωριό μου, θέλοντας να δώσουν έμφαση στα (άγρια) ανοιξιάτικα καιρικά φαινόμενα, που κατ’ εξαίρεση, εμφανίζονταν στην πατρίδα μας.
ΚΑΙ ό,τι στην (ηλιόλουστη) Ελλάδα ήταν εξαίρεση, σε τούτη την ανεμοδαρμένη πατρίδα του Νότου, είναι βροχερός και μονότονος κανόνας.
ΤΑ πάνω κάτω δηλαδή για όσους από εμάς είχαμε μάθει ότι την (ανθοφορούσα) Άνοιξη δεν την συνόδευε μαυρίλα και μπουρίνια, αλλά αρώματα, χελιδόνια, παπαρούνες και φως…
ΚΑΙ όταν (πού και πού) Μάη μήνα «βούρκωνε», έριχνε κανένα ψιλοβρόχι για να… σκαρίσουν τα σαλιγκάρια.
ΑΡΧΙΣΑ σήμερα με τον καιρό, όχι γιατί έχω κάτι ενάντια στη μητέρα φύση, αλλά για να σας πω (το… βρεγμένο) πόνο μου.
ΓΙΑ δεύτερη συνεχόμενη μέρα σήμερα έφτασα βρεγμένος στη δουλειά και αποφάσισα (μη έχοντας άλλη επιλογή) να στεγνώσω βασανιστικά σε… βάθος χρόνου.
ΕΝΤΑΞΕΙ, δεν είμαι πρωτάρης και λόγω μοτοσικλέτας ξέρω από βροχές, όπως ξέρουν και τα ψηλά βουνά από χιόνια.
ΣΤΟ μόνο που διαφέρουμε είναι ότι εγώ πότε-πότε κρυολογώ και αυτή τη φορά δεν θα τη γλυτώσω, αν κρίνω από τα φτερνίσματα.
ΜΕΡΕΣ τώρα προσπαθεί ο καιρός να με αποσυντονίσει, αλλά εγώ, πιστεύοντας ότι θα ακολουθήσουν καλύτερες μέρες, (αν και βρεγμένος) παραμένω δίκυκλος και αισιόδοξος.
ΕΠΗΡΕΑΣΜΕΝΟΣ και «φτιαγμένος» ψυχολογικά από το παιχνίδι του Champions League που παρακολούθησα τα ξημερώματα, είπα να κάνω, για δεύτερη συνεχόμενη εβδομάδα, μια «παράκαμψη» (ντρίπλα αν θέλετε) και να ασχοληθώ με ένα θέμα που (καθόλου) της αρμοδιότητάς μου δεν είναι.
ΣΤΕΓΝΩΝΟΝΤΑΣ, λοιπόν, για το ποδόσφαιρο λέω να γράψω δυο κουβέντες, για την Μπάρτσα, τον Μέσι, τον Γκουαρντιόλα, την (παραδοσιακή) αγάπη μας στη «στρογγυλή θεά» και τις ποδοσφαιρικές μας ρίζες.
ΝΑΙ, για το ποδόσφαιρο θα σας μιλήσω, τον πρώτο παιδικό μας έρωτα, που με τα χρόνια έγινε πάθος, το οποίο και δεν λέει να μας εγκαταλείψει.
ΠΡΙΝ αρχίσω, να ζητήσω συγνώμη από τις αναγνώστριες της στήλης, που ενδεχομένως, ουκ ολίγες φορές, έχουν «ταλαιπωρηθεί» από την ανδρική αυτή «λόξα».
ΣΥΜΦΩΝΑ με πολλούς, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους και άλλους «ειδικούς», τα «παιχνίδια» είναι η συνέχεια των αρχέγονων πολέμων.
ΚΑΙ το ποδόσφαιρο, μιας και παίζεται από εκατοντάδες εκατομμύρια άτομα σε όλο τον κόσμο, είναι η κατ’ εξοχήν ειρηνική εξέλιξη της ανθρώπινης πολεμικής κληρονομιάς.
ΣΤΟΥΣ πιο πάνω λόγους και στο γεγονός ότι η άνθρωποι θέλουν κάπου να ανήκουν, όχι μόνο για λόγους ανασφάλειας, αλλά και από ανάγκη συλλογικής ταυτότητας, διαλέγουν από νωρίς την ποδοσφαιρική ομάδα που τους εκφράζει και την ακολουθούν πιστά μέχρι το τέλος της ζωής τους.
ΔΕΝ είναι καθόλου τυχαίο, ότι ευκολότερα κάποιος μπορεί να αλλαξοπιστήσει και να γίνει από χριστιανός βουδιστής ή μουσουλμάνος, παρά να αλλάξει ομάδα και να γίνει από ΑΕΚτζής, Ολυμπιακός ή Παναθηναϊκός.
ΑΚΟΜΑ και τώρα, που η ΑΕΚ παίζει στην κυριολεξία στα «χωράφια», την παρακολουθούν περισσότεροι φίλαθλοί της απ’ ό,τι τον Παναθηναϊκό, τον Ολυμπιακό και τον ΠΑΟΚ.
ΤΗΝ ακολουθούν παντού, πιστεύοντας μάλιστα ότι, «πάλι με χρόνια με καιρούς» ο Δικέφαλος θα παίζει στη δική του… Αγία Σοφία!
ΑΝ αυτό δεν είναι «πίστη», πείτε μου σας παρακαλώ τι είναι;
ΚΑΙ όσο για τους (σκληροπυρηνικούς) original φιλάθλους της, είναι οι ζηλωτές της ελληνικής (ποδοσφαιρικής) ορθοδοξίας.
ΠΙΟ φανατικοί (και δογματικοί) θα έλεγα και από τους… Γνήσιους Χριστιανούς.
ΧΡΟΝΙΑ τώρα αναρωτιέμαι γιατί σηκώνομαι νυχτιάτικα να δω ποδόσφαιρο… Τι είναι αυτό που «βάζει στην πρίζα» εκατοντάδες εκατομμύρια άτομα και τους «κολλάει» μπρος στην τηλεόραση;
ΚΑΝΕΝΑ άλλο άθλημα δεν έχει τόσους πολλούς φιλάθλους όσο το ποδόσφαιρο.
Η απήχησή του διαπερνά όλα τα κοινωνικά στρώματα. Από το λούμπεν προλεταριάτο μέχρι τους διανοούμενους.
ΦΙΛΑΘΛΟΥΣ του ποδοσφαίρου θα βρεις στις φτωχογειτονιές, τα αριστοκρατικά προάστια, τη Βουλή, τις ταβέρνες, τα πανεπιστήμια και όλες τις χώρες του πλανήτη.
ΔΙΑΠΕΡΝΑ αδιάκριτα, τους πάντες και τα πάντα. Όπως και η βλακεία…
ΠΑΝΤΟΥ συναντάς φιλάθλους, όπως και… βλάκες. Από τα ανώτερα κοινωνικά αξιώματα, μέχρι σε θαμώνες καφενείων.
ΤΟ ποδόσφαιρο είναι αυτό που σφυρηλάτησε τις πρώτες παιδικές μας φιλίες.
ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ, μαλώνοντας (και ιδρώνοντας) γνωριστήκαμε με τους συνομηλίκους μας από τη δίπλα γειτονιά και στο γήπεδο «στήσαμε» τις πρώτες μας παρέες.
ΑΠΟ γήπεδα, χωράφια και αλάνες, (κυνηγώντας μια μπάλα) είναι έμπλεες οι παιδικές μας αναμνήσεις.
ΔΕΝ υπάρχει άνθρωπος της ηλικίας μας (άνω των 50 παρακαλώ) που να μην έχει αναμνήσεις από τα χρόνια που έπαιζε μπάλα με φίλους, γείτονες και συμμαθητές.
ΚΑΙ επειδή οι αναμνήσεις αυτές έχουν τις ρίζες τους σε μεγάλες δώσεις αδρεναλίνης, παραμένουν πιο ζωντανές μέσα μας.
ΑΥΤΟΣ είναι ο κυριότερος λόγος που πολλοί από εμάς συνεχίζουμε και βλέπουμε ποδόσφαιρο και μετά τα εξήντα.
ΜΙΑ μεγάλη λεωφόρος (που αρχίζει από το παρελθόν και επεκτείνεται στο μέλλον) είναι το ποδόσφαιρο που μας πάει ολοταχώς στα παιδικά μας χρόνια.
ΕΙΝΑΙ η «επαφή» που συνεχίζουμε να έχουμε (και θέλουμε να διατηρήσουμε) με έναν «έρωτα» που δεν έχασε ποτέ τη λάμψη του.
ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ σήμερα το Champions League, θέλουμε-δεν θέλουμε το συνδέουμε (και το συγκρίνουμε) με παλαιότερα (αξέχαστα) παιχνίδια και άλλες εποχές.
ΜΙΑ άγκυρα στο χρόνο είναι οι αναμνήσεις μας από ορισμένα «μεγάλα» παιχνίδια, τα οποία, ουκ ολίγες φορές, συσχετίζουμε και με άλλα σημαντικά γεγονότα της ζωής μας.
«ΣΤΑΘΜΟΙ» που μας ξεκουράζουν, μας χαλαρώνουν και συνεχίζουν να μας «ντοπάρουν» με αδρεναλίνη και να μας «βάζουν στην πρίζα».
ΤΟ ποδόσφαιρο παραμένει από τα ελάχιστα πράγματα που επιμένουν (κόντρα στο χρόνο) να μας εξιτάρουν.
ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ έχω παίξει σε πολλές «ομάδες» και σε πολύ περισσότερα γήπεδα.
ΑΠΟ αυτά στα χωράφια και το προαύλιο της εκκλησίας του χωριού μου μέχρι τον τσιμεντένιο παιδότοπο του ορφανοτροφείου και τις αλάνες που υπήρχαν γύρω από το γήπεδο Καραϊσκάκη στο Νέο Φάληρο.
ΜΕΧΡΙ και στην πλατεία της Κυψέλης παίζαμε «διπλό» πριν πάμε όλοι μαζί στη λεωφόρο Αλεξάνδρας να δούμε τον Παναθηναϊκό. Την ομάδα της εφηβείας μου.
ΚΑΙ στην Αυστραλία όταν ήλθα μέσω ποδοσφαίρου γνώρισα τους πρώτους φίλους.
ΜΑΖΙ με το Χρήστο Μπαμπατζιά πήραμε την πρωτοβουλία να μαζέψουμε και άλλους της ηλικίας μας από το καφενεία του «Μπότζη» και του Αλάμαρα και να κάνουμε ομάδα.
Ο Χρήστος έβαζε τις φανέλες, τις κάλτσες και τα σώβρακα (παπούτσια δεν υπήρχαν στην αρχή) σε ένα χαρτοκιβώτιο, τα φόρτωνε στο ποδήλατο και πηγαίναμε σε μια αλάνα του Όκλι με… χορτοτάπητα!
Ο πρώτος έρανος που κάναμε (μετά ένα παιχνίδι) για να ενισχύσουμε την ομάδα και να αγοράσουμε και καμιά μπάλα απέφερε τότε (1970) έντεκα δολάρια!
ΕΓΩ είχα μόλις λίγες εβδομάδες στην Αυστραλία και ο Χρήστος είχε έλθει ένα χρόνο πριν.
ΕΤΣΙ άρχισε η ποδοσφαιρική ομάδα του Όκλι με την οποία αργότερα ταυτίστηκαν εκατοντάδες φίλαθλοι της περιοχής.
ΜΕ τα χρόνια αποσυρθήκαμε από την… ενεργό δράση, αλλά το «σαράκι» έμεινε και μας ακολουθεί ακόμα.
ΑΥΤΗ είναι η μια πλευρά της ποδοσφαιρικής μου διαδρομής, ενώ η άλλη έχει να κάνει με την εφημερίδα.
ΑΜΕΤΡΗΤΑ ξενύχτια (για πολλά χρόνια) κάναμε με τον συνάδελφο, Ηλία Ντωνούδη, για να έχει ο «Νέος Κόσμος», κάθε Δευτέρα πρωί τα αποτελέσματα των αγώνων του ελληνικού πρωταθλήματος.
ΜΕ την «ψυχή στο στόμα» προλαβαίναμε πολλές φόρες το τυπογραφείο.
ΤΙ να πρωτοθυμηθεί κανείς από την εποχή εκείνη, που οι «ομάδες μας» στην πατρίδα ήταν σαν ένας ακόμα αγαπημένος μας συγγενής που αφήσαμε πίσω…
ΔΕΚΑΔΕΣ αναγνώστες της εφημερίδας ξυπνούσαν τότε στις τρεις τα ξημερώματα και τηλεφωνούσαν στην εφημερίδα για να μάθουν τι έκανε η ομάδα τους.
ΕΦΙΑΛΤΗΣ μας είχαν γίνει αυτά τα τηλεφωνήματα, όχι μόνο γιατί μας «έτρωγαν» το λιγοστό χρόνο που είχαμε, αλλά και γιατί ορισμένοι φίλαθλοι μας έβριζαν χυδαία όταν δεν τους λέγαμε (λόγω έλλειψης χρόνου) και ποιος παίχτης έβαλε τα γκολ της ομάδας τους!
ΣΙΓΑ-σιγά με την τεχνολογία, όχι μόνο χρόνος βρέθηκε αλλά άλλαξαν και όλα.
Η τηλεόραση άρχισε (πού και πού τότε) να δείχνει και ορισμένα ευρωπαϊκά παιχνίδια και εγώ δεν άργησα να «κολλήσω» με την Μπαρτσελόνα.
ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ από τότε που ανέλαβε προπονητής της ο Γιόχαν Κρόιφ. Μια από τις πιο σπουδαίες ποδοσφαιρικές ευφυΐες.
ΜΟΥ άρεσε και συνεχίζει να μου αρέσει το ποδόσφαιρο που παίζει η Μπάρτσα, που την τελευταία εικοσαετία έχει συμβάλει, όσο καμία άλλη ομάδα, στο να το κάνει πιο τεχνικό και πιο ελκυστικό.
ΕΛΠΙΖΩ να φανούμε τυχεροί και να δούμε φέτος στο Champion League την original Μπάρτσα του Μέσι, του Ινιέστα και του Πέπε Γκουαρδιόλα να παίζει με την εξέλιξή της: τη Μπάγερν του Μονάχου.
ΜΠΟΡΕΙ ο Μέσι -που μπορεί να σου βάλει γκολ και από μια κλειδαρότρυπα- να είναι ο δεύτερος μεγάλος παίχτης που έχει περάσει στον κόσμο μετά τον Ντιέγκο Μαραντόνα, αλλά ο Πέπε είναι αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος προπονητής.
ΚΑΝΕΙΣ άλλος, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει προσφέρει τόσα πολλά στην εξέλιξη του πιο δημοφιλούς αθλήματος.
ΑΛΛΩΣΤΕ, δεν είναι λίγοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι ο Πέπε είναι αυτός που έδωσε στην Ισπανία την ευκαιρία να πάρει τα τελευταία χρόνια το παγκόσμιο και δύο ευρωπαϊκά πρωταθλήματα.
ΤΟ ίδιο με τη «βοήθειά του» περιμένουν ότι θα κάνει και η Γερμανία. Οι Γερμανοί δεν μοιράζουν μόνο μνημόνια φέτος, αλλά και πολλά γκολ.
ΚΑΙ μιας και… στέγνωσα, σας αφήνω να πιω έναν καφέ. Γεια χαρά.