Το μαχαίρι στο κόκκαλο του πολυπολιτισμού

«Το μοντέλο του πολυπολιτισμού όπως αυτός εφαρμόστηκε στην Αυστραλία έχει πεθάνει και βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο σήψης, γεγονός που αποτελεί χρυσή ευκαιρία για την ελληνική παροικία της Αυστραλίας να αποτινάξει την στερεοτυπική εικόνα που ηθελημένα ή όχι δημιούργησε στην ευρύτερη κοινωνία και να αποκτήσει ουσιαστική φωνή στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Ο δρόμος για το μέλλον της παροικίας περνά μέσα από τη νέα γενιά και αυτό το μέλλον είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που οραματίστηκε η πρώτη. Η απόσυρση των μελών της πρώτης γενιάς από τα θεσμικά όργανα της παροικίας είναι πλέον άμεση ανάγκη. Η ελληνικότητα και η διατήρησή της στα χρόνια που θα έρθουν είναι άσχετη καθώς δεν υπάρχει καν τέτοια έννοια. Η ελληνική Πολιτεία καλά θα κάνει να μην επεμβαίνει στα της παροικίας, γιατί, στην ουσία, όχι μόνο μας αποπροσανατολίζει, αλλά δυνητικά μπορεί να μας καταστρέψει».

Με αυτές τις απόψεις δικαίωσε, για άλλη μία φορά, τη φήμη του ο καθηγητής και επικεφαλής του Τμήματος Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Σίδνεϊ, Βρασίδας Καραλής. Γιατί ο πολυγραφότατος και ιδιαίτερα ευυπόληπτος στους ακαδημαϊκούς κύκλους της χώρας καθηγητής Καραλής, είναι ένας από τους πλέον επιφανείς ομογενείς ακαδημαϊκούς της Αυστραλίας και το απέδειξε πριν από λίγες μέρες κατά την διάρκεια διάλεξης που έδωσε στο Kelvin Club της Μελβούρνης. Έκανε αυτό που κάνει κάθε επιφανής ακαδημαϊκός, «έσπειρε καινά δαιμόνια» στα χώματα της παροικίας μας και όχι για τα μάτια, αλλά για την ουσία.
Το θέμα της διάλεξής του «After Multiculturalism» και ο χαρισματικός δάσκαλος, κατάφεραν να κρατήσουν πάνω από 200 ανθρώπους καθηλωμένους στην καρέκλα τους για δύο ώρες, ενώ την ίδια στιγμή οι σκέψεις και οι αντιδράσεις έστηναν «τρελό χορό» στο μυαλό κάποιων που πολέμησαν με νύχια και με δόντια για τον πολυπολιτισμό καθώς άκουγαν έναν ακαδημαϊκό να απομυθοποιεί μέσα σε 120 περίπου λεπτά την πολιτική για την καθιέρωση της οποίας αυτοί πολέμησαν με νύχια και με δόντια για χρόνια ολόκληρα.

Οι προβληματισμοί και τα «καινά δαιμόνια» λειτουργούν ως επί το πλείστον ως αφετηρία ενδοσκόπησης αλλά δυνητικά μπορούν επίσης να δώσουν λύσεις και προοπτική στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει μία κοινωνία. Στην προκειμένη περίπτωση και μετά από 60 χρόνια παρουσίας στην Αυστραλία, η ελληνική παροικία βρίσκεται σε μία μεταβατική από κάθε άποψη φάση, είτε αυτή αφορά την ταυτότητά μας είτε τη θέση μας στον πολιτικό βίο της χώρας είτε αυτή αφορά τον τρόπο με τον οποίο μας αντιλαμβάνονται οι συμπολίτες μας. Και η συνέντευξη που μας παραχώρησε ο ομογενής διακεκριμένος πανεπιστημιακός, κ. Καραλής, δεν είναι τίποτε άλλο από μία κατάθεση απόψεων που πρέπει να δημιουργήσουν τον απαραίτητο διάλογο, αν θέλουμε να συνεχιστεί η δυναμική παρουσία της ελληνικής παροικίας στην αυστραλιανή κοινωνία.

-Κύριε Καραλή, στη διάλεξή σας ξεκαθαρίσατε ότι ο πολυπολιτισμός έχει «πεθάνει» από την στιγμή που η πλειοψηφία των μελών της ελληνικής παροικίας ασπάστηκε ιδεολογικά την συντηρητική παράταξη και τονίσατε ότι αυτή η στροφή μας δημιουργεί παράλληλα μία χρυσή ευκαιρία για το μέλλον της παροικίας. Γιατί και πώς;
H άποψή μου είναι ότι επί του Συνασπισμού, αλλά και επί του Εργατικού Κόμματος, ο πολυπολιτισμός ως κρατική πολιτική εφαρμόστηκε από πάνω. Τώρα που εγκαταλείφθηκε αυτή η πολιτική όλοι εμείς που πιστεύουμε στον πολυπολιτισμό έχουμε την ευκαιρία να δράσουμε από κάτω. Δηλαδή, να κάνουμε πλέον οργανώσεις βάσης πολυπολιτισμικές. Tο γεγονός ότι η πολιτική του πολυπολιτισμού δεν είναι πια εξουσιαστική πολιτική εκ των άνω δίνει μία ευκαιρία στους στοχαστές της να στοχαστούν νέους μεθόδους όπου ο πολυπολιτσμός θα γίνει πλέον πραγματικότητα σε καθημερινή βάση και εννοώ μέσα από την εκπαίδευση, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

– Τα αποτελέσματα μίας έρευνας για τη συνοχή της κοινωνίας μας που έγινε από το Κέντρο Scanlon παρουσιάζουν μία «ανωμαλία», επιτρέψτε μου να πω, στο δημόσιο βίο της χώρας… Ενώ το 84% αυτών που ρωτήθηκαν επικροτούν τον πολυπολιτισμό, την ίδια στιγμή οι νέοι μετανάστες αναφέρουν ότι πέφτουν όλο και συχνότερα θύματα ρατσισμού. Είναι πανάκεια τελικά να πιστεύουμε ότι ο πολυπολιτισμός μειώνει και τον ρατσισμό ή τελικά αυτό είναι ένα δείγμα της «αποτυχίας» του πολυπολιτισμού;
Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι ο πολυπολιτισμός όπως εφαρμόστηκε θα κατάφερνε να μειώσει το ρατσισμό στην αυστραλιανή κοινωνία. Γιατί σήμαινε μόνο συμβολική εθνότητα, δηλαδή μόνο εξωτερικές μορφές εκφράσεως της κουλτούρας από την οποία προέρχεται κάποιος, όχι πολιτική εκπροσώπηση αυτής της ομάδας στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Μέχρι τώρα το πολιτικό σύστημα της χώρας ουσιαστικά κυριαρχείται από αγγλοσάξωνες. Δηλαδή παρόλο που έγινε μία αναγνώριση της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας ή ιδιοπροσωπίας της κάθε κοινότητας που υπάρχει εδώ στην Αυστραλία δεν δόθηκε η ίδια έμφαση στην πολιτική της εκπροσώπηση. Δηλαδή στο πολιτικό σύστημα της χώρας ο αριθμός των μη αγγλοσαξώνων δεν ξεπερνά στην ουσία το 5%.

– Αν τελικά αφήσουμε αυτό το μοντέλο του πολυπολιτισμού οδηγούμαστε σε καλύτερα μονοπάτια;
Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι θα οδηγηθούμε σε μία προσπάθεια αναθεώρησης όλων αυτών των πρακτικών με στόχο να τις βελτιώσουμε. Δεν νομίζω ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τον πολυπολιτισμό. Νομίζω όμως ότι ο πολυπολιτισμός ουσιαστικά να τονιστεί σαν κοινωνική πρακτική και σαν κοινωνική πραγματικότητα. Να τον προωθήσουμε έτσι. Πιο πολύ να γίνει καθημερινή αντίληψη ότι αυτή είναι η πραγματικότητα η αυστραλιανή.

– Εννοείτε ότι ο πολυπολιτισμός, το μοντέλο του που εφαρμόστηκε με άλλα λόγια, πρέπει να γίνει πλουραλισμός;
Ακριβώς. Δηλαδή να μπει μέσα στην πραγματικότητα της Αυστραλίας όχι ως μία μονοκουλτούρα αλλά ως μία πολυεπίπεδη πραγματικότητα που εκφράζεται σ’ αυτή την περίπτωση από τις πλουραλιστικές κοινωνίες. Πολλοί αναρωτιούνται αν οι πλουραλιστικές κοινωνίες είναι κοινωνίες σχετιστικές βέβαια. Και αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα το οποίο μπορούμε να θέσουμε εδώ. Δηλαδή τα πάντα επιτρέπονται; Όπως π.χ. ο γενετικός ακρωτηριασμός; Και το θέμα είναι τι κάνουμε, πώς αντιδράμε σ’ αυτά. Γι’ αυτό νομίζω ότι αυτό που πρέπει να ζητήσουμε είναι περισσότερη εκπροσώπηση των μειονοτήτων μέσα στο πολιτικό σύστημα. Δεν είναι δυνατό να εκφραζόμαστε μόνο πολιτιστικά. Και ας μην ξεχνάμε ότι το πολιτικό σύστημα έχει διατηρήσει όχι μόνο το αγγλοσαξωνικό του, αλλά και τον ταξικό του χαρακτήρα μέχρι σήμερα. Πιστεύω, με άλλα λόγια, ότι πρέπει να αναπτύξουμε πλέον την πολική δυναμική του πολυπολιτισμού όχι απλώς να επιμείνουμε στις πολιτισμικές διαφορές και ιδιαιτερότητες.

-Ας μιλήσουμε λίγο πιο συγκεκριμένα για την ελληνική παροικία. Αναφερθήκατε στη διάλεξή σας στην εικόνα που δίνουμε προς τα έξω, μία «φολκλορική» εικόνα που «μυρίζει» σουβλάκι, «χορεύει» συρτάκι και «φοράει» φουστανέλα. Ας αποδεχθούμε την άποψή σας ότι έτσι μας βλέπουν οι απ’ έξω. Πέρα, όμως, από αυτό πιστεύετε ότι ουσιαστικά ως εθνοτική κοινότητα έχουμε ωριμάσει αρκετά για να κάνουμε αυτό το μεταπολυπολιτισμικό βήμα; Ή μήπως ζώντας μέσα σ’ αυτό το στερεότυπο τόσα χρόνια έχουμε γίνει ένα μ’ αυτό;
Κατ’ αρχήν, νομίζω ότι έχουμε, αφενός, τη δυναμική, την ωριμότητα και τη θέληση να το κάνουμε. Αυτό είναι σημαντικό. Το θέμα είναι αν αυτό κατορθώσει να ξεπεράσει τους θεσμικούς περιορισμούς που ανήκουν ακόμα στην παλαιότερη γενιά. Δηλαδή κατά πόσο θα έχουμε μία κίνηση εθελούσιας εξόδου της παλαιότερης γενιάς η οποία ελέγχει το σύστημα μέχρι σήμερα και την παραχώρηση στη νέα γενιά που με νέες ιδέες και την δική της αυτοπεποίθηση θα προσπαθήσει όχι να διορθώσει τα λάθη, γιατί δεν νομίζω ότι έγιναν λάθη. Τα πράγματα έγιναν όπως ήταν στο παρελθόν. Δεν μπορείς να τα αλλάξεις αυτή τη στιγμή. Αλλά θέλω να δω τι καινούριες θεσμικές καινοτομίες θα επιβάλλει αυτή η νέα γενιά. Πρέπει να αφήσουμε τη νέα γενιά να λειτουργήσει και να δράσει με φαντασία και τόλμη. Η απαγκίστρωση από το «φολκλόρ» μπορεί να έρθει με την αλλαγή «φρουράς».

– Και ο συχνός αντίλογος αυτής της πρότασης που κάνετε ξέρετε ποιος είναι. «Δεν ενδιαφέρονται, δεν είναι αρκετά ώριμοι οι νέοι».
Κοίταξε, η ωριμότητα έρχεται με την δουλειά και δεν είσαι ώριμος ή καλός από την αρχή σε κάτι. Το κάνεις και γίνεσαι κάθε μέρα καλύτερος και πιο ώριμος. Εκείνο που βλέπω εγώ από τους νέους ανθρώπους με τους οποίους ζω κάθε μέρα, είναι ότι υπάρχει θέληση να γίνει κάτι τέτοιο και πάνω απ’ όλα υπάρχει ανάγκη να γίνει αυτό. Γιατί αν το αφήσουμε αυτό στην καλή θέληση της κυβέρνησης που εκλέγεται στην Καμπέρα δεν νομίζω ότι θα προχωρήσουμε πάρα πολύ και δεν νομίζω ότι καμία κυβέρνηση, θα δεχτεί να παραχωρήσει εξουσία. Εγώ νομίζω ότι οι νέοι πρέπει να προωθηθούν μέσα από την ελληνική παροικία με νέους θεσμούς και ταυτόχρονα να προωθήσουμε την ύπαρξή τους μέσα στους πολιτικούς θεσμούς της χώρας.

– Οδηγούμαστε προς αυτήν την κατεύθυνση; Ποια είναι η δική σας εκτίμηση;
Όχι. Υπήρχαν κάποιες ευκαιρίες να γίνει αυτό με τη νέα γενιά έως ότου παρενέβη η ελληνική κυβέρνηση, με οργανωμένη παρέμβασή της, στην Αυστραλία και στην διασπορά προσπαθώντας να την ελέγξει. Γιατί ουσιαστικά η νέα γενιά έχει και μία διαφορετική αντίληψη και για την θέση της Ελλάδας στον κόσμο, για την θέση των Ελλήνων στον κόσμο. Γιατί είναι γενιά διαπολιτισμική και βλέπει τα πράγματα συγκριτικά, δεν τα βλέπει ελληνοκεκτρικά ή ελλαδοκεντρικά. Λόγω της πολυγλωσσικής και πολυεθνικής κοινωνίας που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει τα παιδιά ζουν σε μία διαρκή σύγκριση και έχουν προχωρήσει σε προτάσεις συνθετικές για το μέλλον της ελληνοαυστραλιανής παροικίας. Το ελληνικό κράτος όπου παρεμβαίνει βλέπει τα πράγματα όχι μόνο ελλαδοκεντρικά αλλά και εξάγει εδώ προβλήματα που δεν έχουμε. Αποξενώνει τότε τη νέα μας γενιά γιατί αυτά τα προβλήματα αναφέρονται σε παλαιούς διχασμούς που είχαμε στην Ελλάδα μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, σε παλιές ρητορικές πολώσεως που τα παιδιά δεν τα καταλαβαίνουν. Η νέα γενιά και επειδή είναι παιδιά καλής πίστεως και αγαπούν την Ελλάδα και τον ελληνικό πολιτισμό πέφτουν σε σύγχυση και τελικά αποσύρονται που είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να γίνει σ’ αυτήν την περίπτωση. Γιατί στην περίπτωση της ελληνικής παροικίας δεν είναι τόσο επιζήμιο το να κάνουμε λάθος όσο είναι το να αποσυρθούμε από τη δράση. Και έχουμε τόσους Ελληνοαυστραλούς επιτυχημένους νέους στην αυστραλιανή κοινωνία οι οποίοι δεν εμφανίζονται ποτέ στην παροικία και δεν θέλουν.

– Είμαστε μία από τις δυνατές παροικίες της χώρας. Πως αντιλαμβάνεσαι τη σχέση μας με τις υπόλοιπες εθνοτικές κοινότητες;
Νομίζω είμαστε θετικοί. Ο ελληνικός πολιτισμός ήταν πάντα ανοικτός και πάντα αποδεχόταν την διαφορά γιατί ήταν πάντα ο ίδιος πλουραλιστικός στη σύνθεσή του. Δεν υπήρχε ποτέ μία κεντρική κουλτούρα, είχαν τοπικούς πολιτισμούς, π.χ. οι Επτανήσιοι επηρεασμένοι από την Ιταλία, οι Έλληνες της κεντρικής Ελλάδας επηρεασμένοι από τα Βαλκάνια, οι Έλληνες της Ανατολής από τους ανατολικούς πολιτισμούς. Είχαμε πάντα αυτό που λέει ο Καζαντζάκης μία «πολυόματη» πραγματικότητα πολιτισμική, είχαμε πολλά μάτια κοιτούσαμε σε πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις, δεν είμαστε αυτό το μονοπολιτισμικό, μονόγλωσσο και μονοφωνικό κατασκεύασμα που βγήκε κάποια στιγμή από το ελληνικό κράτος την δεκαετία του ’50 ‘60 και ’70 και το οποίο προσπάθησε να επιβληθεί ως μόνη και μοναδική εκπροσώπηση της ελληνικής εμπειρίας. Εδώ οι Έλληνες είναι άνθρωποι διαλογικοί, τους αρέσει να βρίσκονται σε διάλογο με την ετερότητα, και μιλάω για τους νέους, γιατί η παλαιότερη γενιά δεν είναι έτσι. Μπορώ να τους δικαιολογήσω όμως γιατί ξεριζώθηκαν και κουβαλούν το τραύμα της εμπειρίας αυτής και ήθελαν να βρίσκονται ανάμεσα στους ίδιους τους για να μπορέσουν να ισχυροποιηθούν οι ίδιοι σαν προσωπικότητες. Γιατί ουσιαστικά το να μιλάνε τη γλώσσα τους ο ένας με τον άλλο ήταν σαν να θεραπεύουν το τραύμα της μετοίκησης.

– Η «φοβία…», ας το πούμε έτσι, της πρώτης γενιάς είναι… «μήπως χάσουν τα παιδιά της την ελληνικότητά τους… Τι έχετε να πείτε επ’ αυτού;

Εγώ καταρχήν δεν πιστεύω στην ελληνικότητα. Δεν υπήρξε ποτέ μία μονοσήμαντη και μοναδική ποιότητα που να μπορείς να αποκαλέσεις ελληνικότητα, ουσιαστικά υπήρχαν πολλοί ελληνισμοί και ο καθένας τους εκφράζει διαφορετική ελληνική προοπτική. Ο ελληνισμός του καθενός μας είναι καθορισμένος από προσωπικές, τοπικές εμπειρίες, από πολιτιστικούς προσδιορισμούς και πάνω από όλα από διαφορετικές γενιές που υπήρξαν. Δηλαδή ο ελληνισμός της μάνας μου δεν είναι ο ίδιος με τον ελληνισμό τον δικό μου. Ξεκινούσαμε από τις ίδιες αφετηρίες και νομίζω αυτό πρέπει να το δούμε. Να μιλήσουμε για το ποιες είναι αυτές οι αφετηρίες, οι οποίες δεν αλλάζουν που ακόμα και στο παρελθόν δεν άλλαξαν. Δηλαδή ο Έλληνας της Ρωσίας και ο Έλληνας της Αιγύπτου επικοινωνούσαν. Και ακόμα και αν δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα αναφέρονταν στα ίδια σύμβολα. Το θέμα δηλαδή είναι να δούμε μέσω ποιών συμβόλων επικοινωνούμε και ποια σύμβολα αποτελούν τα σημεία σύγκλισης όλων των διαφορών μας.

– Ποια πιστεύετε ότι είναι αυτά τα σύμβολα;
Είναι πάρα πολλά και είναι διαπραγματεύσιμα κάθε φορά. Αφορούν την τοπική εμπειρία του καθενός απ’ εμάς. Δηλαδή υπάρχουν οι Έλληνες της Αμερικής και οι Έλληνες της Αυστραλίας είναι διαφορετικοί αλλά είναι και οι δύο Έλληνες. Εκεί πρέπει πλέον να πάρουμε την πρωτοβουλία και να προβληματιστούμε να κουβεντιάσουμε γι’ αυτές τις αρχές οι οποίες μας ενώνουν και σίγουρα δεν είναι το τζατζίκι.
Μετά πρέπει και εμείς οι ακαδημαϊκοί και εσείς τα ΜΜΕ να πάρουμε τα ρίσκα μας, γιατί έτσι θα δείξουμε ότι μπορούμε να κάνουμε και τις ερωτήσεις, να πάρουμε πρωτοβουλίες, να θέσουμε ερωτήματα, π.χ. για την θρησκευτικότητα στην ελληνική παροικία, για την θέση της εκκλησίας στη ελληνική παροικία, τη θέση των παραδοσιακών οργανισμών, την θέση των πολιτικών κομμάτων. Από εκεί και πέρα να πάρουμε πρωτοβουλίες έτσι ώστε κάποια στιγμή να γίνουμε όντα με αυτοβουλία στην ιστορία, ειδάλλως αν κολλήσουμε στο παρελθόν και επαναπαυθούμε στις δάφνες και στην υπηκοότητα του παρελθόντος στο τζατζίκι και το συρτάκι τότε θα υπάρξει η αφομοίωση. Γιατί αν δεν θέτεις καινούρια προβλήματα στη νέα γενιά, τα παλιά δεν την αφορούν. Ο ελληνισμός είναι υπόθεση του καθενός μας δεν είναι μία αφηρημένη έννοια που δεν μας αφορά. Μόνο αν δείξουμε πόσο σχετικοί είμαστε και ότι δρούμε, δεν αντιδρούμε θα υπάρξει και μέλλον. Γιατί αν αντιδρούμε μόνο τότε ο είναι ελληνισμός θα γίνει παρωχημένος και αδιάφορος για τη νέα γενιά αλλά και την Πολιτεία.