O Στάθης Ραφτόπουλος όταν αποφάσισε να εμπιστευθεί στον Κυριάκο Αμανατίδη το πιο πολύτιμο ίσως για τον ίδιο κληροδότημα, τα Απομνημονεύματά του, γνώριζε καλά ότι τα παρέδιδε στα πιο άξια χέρια.
Με την οξυδέρκεια, την πείρα και την ευαισθησία που τον διέκριναν, γνώριζε ότι μπορούσε να εμπιστευτεί το θησαυρό του στην άνθρωπο που θα τον αξιοποιούσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, πάνω απ’ όλα, όμως, ότι θα σεβόταν τις εκμυστηρεύσεις του και θα απέδιδε δικαιοσύνη στην προσφορά του.
Η αμοιβαία εκτίμηση, η πολύχρονη και βαθιά φιλία που συνέδεε τους δύο άνδρες, εγγυόταν, επίσης, την αυθεντικότητα, την ακρίβεια και την ευκρινή απόδοση του ογκώδους υλικού που καλείτο ο Κυριάκος Αμανατίδης, να αξιοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Τρεις δακτυλογραφημένοι τόμοι, 600 σελίδων, είναι το πολύτιμο δώρο που έλαβε ένα πρωί του Αυγούστου 2003 ο Κυριάκος Αμανατίδης από τον φίλο και συνεργάτη του «εν όπλοις», Στάθη Ραφτόπουλο.
ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΠΗΓΗ
«Όταν ολοκλήρωσα την ανάγνωση των Απομνημονευμάτων του Στάθη Ραυτόπουλου, κατέληξα στο συμπέρασμα πως δεν είχαν γραφτεί για να δημοσιευτούν αυτούσια. Μάλλον, έκρινα, ο Στάθης συγκέντρωσε όλο αυτό το υλικό, με την προοπτική να χρησιμοποιηθεί ως πρωτογενής πηγή από κάποιον άλλο που θα ήθελε να γράψει τη βιογραφία του, ή ακόμη για κάποιον μελλοντικό ερευνητή να αντλήσει πληροφορίες, οι οποίες σε συνάρτηση με άλλες πηγές, θα βοηθούσαν στη σύνθεση της ιστορίας της ελληνικής παροικίας της Μελβούρνης» γράφει ο Κυριάκος Αμανατίδης στον Πρόλογο της βιογραφίας του Στάθη Ραυτόπουλου που έγραψε ο ίδιος και παρουσιάστηκε την Κυριακή, 10 Νοεμβρίου, στο Πνευματικό Μνημόσυνο για τα 10 χρόνια από το θάνατο του αείμνηστου ομογενή, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Φιλανθρωπικού Συνδέσμου Ιθακησίων. Τίτλος του βιβλίου «Στάθης Ραυτόπουλος ΜΒΕ – Ένας Σύγχρονος Οδυσσέας στους Αντίποδες».
Ο Κ. Αμανατίδης με αδρές πινελιές, λεπτές αποχρώσεις και τέλειες φωτοσκιάσεις, έχει φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του Στάθη Ραφτόπουλου επιδιώκοντας πρωτίστως, όπως θα πει ο ίδιος, να φέρει στην επιφάνεια πτυχές του έργου και του ανθρώπου που δεν είναι γνωστές στο ευρύ κοινό.
«Επέλεξα στοιχεία που θα συνέβαλαν στην όσο το δυνατόν ακριβέστερη και ολοκληρωμένη παρουσίαση του ανθρώπου που δραστηριοποιήθηκε σε τόσους τομείς και μας κάνει να απορούμε με την πολλαπλότητα των δημιουργικών του ενδιαφερόντων και την πολυμορφία που έπαιρνε η έκφραση των πνευματικών και καλλιτεχνικών του ανησυχιών και αναζητήσεων.
Ο Στάθης Ραυτόπουλος, από το 1943 που εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή στην Μελβούρνη, με τίτλο «Ελευθερίας Απάνθισμα», μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα, βρέθηκε στο επίκεντρο της επιχειρηματικής, πολιτιστικής, πνευματικής, καλλιτεχνικής, εθνικής και κοινωνικής κίνησης στο πλαίσιο της ομογένειας της Μελβούρνης και, γενικότερα, της Αυστραλίας.
Δεν γνωρίζω, και ούτε έχω ακούσει για άλλον ομογενή στην Αυστραλία, με τέτοια διάρκεια, και τέτοια εμβέλεια, στους τομείς αυτούς».
Έχοντας, λοιπόν, ο συγγραφέας, ως πρωτογενή πηγή, τα Απομνημονεύματα του Στάθη Ραφτόπουλου και πλούσια παρακαταθήκη την προσωπική του γνωριμία και συνεργασία, σε πάμπολλες περιπτώσεις, με τον ίδιο, προέβη με αυτοπεποίθηση και δεξιοτεχνία σε μια αξιοθαύμαστη δημιουργία του πορτρέτου του.
ΑΞΙΟΛΟΓΗ ΠΟΡΕΙΑ
Στο πρώτο κεφάλαιο ο συγγραφέας επικεντρώνεται σε στοιχεία των δραστηριοτήτων του Στάθη, από την παιδική του ηλικία στο χωριό του Κολλιερή, δίνοντας το υπόβαθρο της καταγωγής και των βιωμάτων του στον τόπο που λάτρεψε και, τελικά, όπως ήταν η επιθυμία του, αναπαύεται σήμερα. Μας προϊδεάζει για τις μελλοντικές του ενασχολήσεις και ενδιαφέροντα, για τον ανεπάντεχο, όσο και οδυνηρό τρόπο που ξεριζώθηκε, ο Στάθης σε ηλικία 14 χρόνων από την αγαπημένη του Ιθάκη: «Τις νύχτες έκλαιγα στο κρεβάτι μου κρυφά από τους δικούς μου. Την ημέρα προ της αναχώρησης ήρθαν πολλοί συγγενείς και φίλοι να μας αποχαιρετίσουν. Αυτή η ημέρα ήταν για μένα η πιο θλιβερή της ζωής μου. Το απογευματάκι κατέβηκα κάτω στη θάλασσα, εκεί στις Αφάλες, φίλησα την άμμο, πέρασα από το αμπέλι μας που με τόσο κόπο και ιδρώτα δημιούργησε ο παππούς μου, και η μητέρα μου που εργάστηκε πολύ γι’ αυτό. Πέρασα από τη βρύση του Καλάμου και ήπια από το δροσερό νερό της, μετά από το Πηγαδάκι, και γονάτισα να πιω το νερό που μας μεγάλωσε…»
Ο συγγραφέας εύστοχα, δίνει χαρακτηριστικά σημεία της αφήγησης του Στάθη Ραυτόπουλου που φέρνουν τον αναγνώστη σε άμεση επαφή με την ψυχοσύνθεση του εκλεκτού ομογενή και, συνάμα, διαγράφουν την τόσο ενδιαφέρουσα πορεία του σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του από τα παιδικά του χρόνια μέχρι την πολλαπλή και πολυσχιδή δράση του στην Αυστραλία, τους στενούς δεσμούς με την αγαπημένη του Ιθάκη, την έμπρακτη προσφορά του εκεί, καταλήγοντας στο γεγονός ότι εκεί δίπλα στον αριστουργηματικό Οβελίσκο που δημιούργησε με τα ίδια του τα χέρια, αναπαύεται σήμερα: « O φλοίσβος της θάλασσας από τον Κόλπο των Αφαλών, και το γλυκό κελάηδημα των πουλιών από το χωριό του Κολλιερή, θα κρατούν συντροφιά στον ποιητή, που πάνω από κάθε άλλον ύμνησε τη λατρεμένη του Ιθάκη, οι δεσμοί με την οποία ήταν, και συνεχίζουν να είναι άρρηκτοι.
Και καταλήγει ο συγγραφέας: «Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ως σύγχρονος Οδυσσέας, σε όλη του τη ζωή ένιωθε επιτακτική την ανάγκη της επιστροφής στα πάτρια εδάφη.
Στη γενέθλια γη της Ιθάκης επέστρεψαν τα οστά του Στάθη Ραυτόπουλου και αναπαύονται δίπλα στο αριστουργηματικό του Οβελίσκο»
Εδώ ο συγγραφέας κάνει μια εύστοχη παρεμβολή και προβαίνει σε μια εύγλωττη, όσο και ακριβή παρομοίωση: «Όπως με τον Οβελίσκο του, έσωσε από την καταστροφή λιθάρια από τα παλιά ελαιοτριβεία της γενέτειράς του Ιθάκης, που αποτελούν μέρος από την μακραίωνη παράδοσή της, έτσι και με τα ποιήματά του ο Στάθης σώζει πτυχές από τη ζωή και τα επιτεύγματα των ομογενών του στη θετή τους πατρίδα».
ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ
Αναφορικά με το δεύτερο κεφάλαιο, ο συγγραφέας θα πει: «Επέλεξα στοιχεία και προβάλω επιχειρήματα, με βάση τη λογοτεχνική τεχνική, προκειμένου να αποδείξω ότι πτυχές του έργου του Στάθη Ραυτόπουλου, αφενός μεν, δεν είναι γνωστές και, αφετέρου, ότι από πολλούς έχει το έργο του παρερμηνευτεί».
Στο δεύτερο, λοιπόν, κεφάλαιο, ο συγγραφέας αναφέρει εισαγωγικά: «Αυτό που επιθυμώ να προκύψει από τη σφαιρική αυτή προσέγγιση στο ποιητικό του έργο, είναι ότι ο Στάθης Ραυτόπουλος, παράλληλα με τα ποιήματα επετειακού, υμνητικού, θρηνητικού και πατριωτικού χαρακτήρα, που είχε απαγγείλει από στήθους επί σειρά δεκαετιών σε εθνικές γιορτές, διάφορες επετείους και άλλες συναθροίσεις ομογενών της Μελβούρνης, έχει γράψει ελεγειακά και λυρικά ποιήματα που τα χαρακτηρίζει μια ασυνήθιστη λεπτότητα συναισθημάτων, τεχνική αρτιότητα και μουσική πληρότητα. Γεγονότα της καθημερινής ζωής, όπως οι χαρές, οι λύπες και οι έγνοιες, επενδυμένα με την ευαισθησία, αλλά και την παρατηρητικότητα του ποιητή, μετουσιώνονται σε πανανθρώπινο προβληματισμό». Και ο συγγραφέας καταλήγει: «Είμαι της γνώμης ότι τα ποιήματα της δεύτερης κατηγορίας δεν έχουν εκτιμηθεί δεόντως, γιατί απλώς ο κόσμος δεν τα γνωρίζει, αφού οι ποιητικές συλλογές του Στάθη δεν έχουν κυκλοφορήσει ευρέως και ο ίδιος δεν τα είχε απαγγείλει σε δημόσιες εκδηλώσεις».
Η ανησυχία του συγγραφέα για το γεγονός ότι το ποιητικό έργο του Στάθη Ραυτόπουλου, γενικά, έχει παρερμηνευτεί, φαίνεται και από την ακόλουθη δήλωσή του: «Όμως και τα ποιήματα της πρώτης κατηγορίας, είτε αυτά είναι υμνητικά είτε επετειακά είτε πατριωτικά είτε θρησκευτικά, έχουν, κατά την άποψή μου, υποεκτιμηθεί, γιατί από την μια δεν τοποθετούνται στο κοινωνικό και ιστορικό τους πλαίσιο, και από την άλλη δεν λαμβάνεται υπόψη η απήχηση που έχουν στους ακροατές τους ούτε και ο βαθμός επιτυχίας του σκοπού, για την προώθηση του οποίου έχουν απαγγελθεί».
Ο Κυριάκος Αμανατίδης στο αξιόλογο αυτό έργο του, θα τονίσει, επίσης, ότι «δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η ποιητική συλλογή του Στάθη Ραυτόπουλου «Ελευθερίας Απάνθισμα», Μελβούρνη 1943, ήταν η πρώτη που τυπώθηκε και δημοσιεύτηκε στην Αυστραλία. Τότε ο Στάθης ήταν νεαρός 22 ετών. Και όμως τα ποιήματα της εν λόγω συλλογής τα χαρακτηρίζει μια ασυνήθιστη ωριμότητα».
ΘΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΕΙ
Ο συγγραφέας, σ’ αυτό το σημείο, θα κλείσει τα σχόλιά του αναφορικά με το ποιητικό έργο του Στάθη Ραυτόπουλου, σε αισιόδοξο τόνο εκτιμώντας ότι: «Η ενασχόλησή του με την ποίηση είναι εκείνη, που περισσότερο από κάθε άλλη, εκφράζει τον Στάθη Ραυτόπουλο, και δεν έχω αμφιβολία πως η ποίησή του θα αναγνωρισθεί ως μία σημαντική προσφορά στη λογοτεχνία του Ελληνισμού της Διασποράς.
Ο επικοινωνιακός ρόλος της ποίησης, όπως εκφράζεται μέσα από τα ποιήματα του Στάθη Ραυτόπουλου, αποβλέπει στο άνοιγμα της ψυχής του ποιητή στους συνανθρώπους του, και το μοίρασμα του πόνου της ξενιτιάς και της νοσταλγίας της γενέθλιας γης με τους συμπατριώτες του».
Ακόμα και τα σατυρικά ποιήματα του Στάθη υποστηρίζει ο συγγραφέας «έχουν κοινωνικούς και επικοινωνιακούς στόχους, γιατί πίσω από τη σάτιρα κρύβεται η επιθυμία του ποιητή να δει τις ανθρώπινες αδυναμίες να ξεπερνιούνται και τα κακώς κείμενα στην κοινωνία μας να βελτιώνονται».
Στο τρίτο κεφάλαιο ο συγγραφέας παραθέτει την αναγνώριση του ποιητικού έργου, και της εν γένει προσφοράς του Στάθη Ραυτόπουλου, κλείνοντας με πλήρη αντικειμενικότητα, ευθυκρισία, ευαισθησία και αριστοτεχνική προσέγγιση ένα τόσο απαιτητικό, αλλά και θαυμάσιο έργο.