Αρκετοί φίλοι αναγνώστες και αναγνώστριες έρχονται στα γραφεία της εφημερίδας για διάφορες δουλειές. Άλλος για να βάλει κάποια αγγελία, μια ανακοίνωση του συλλόγου τους ή καταχώρηση μνημόσυνου και άλλα τέτοια. Πολλές φορές οι επισκέψεις έχουν συγκεκριμένο σκοπό και άλλες είναι του τύπου…. περνούσα και είπα ν’ ανέβω να πω μια καλημέρα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν ορισμένοι κύριοι που πίστευαν πως θα έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα στην επιστολή που έστειλαν προς δημοσίευση, λόγω του ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος που, κατά τη γνώμη τους, είχε. Είναι και ορισμένοι αναγνώστες, κυρίως επιστολογράφοι, που παραπονούνται για την αφαίρεση κάποιας υβριστικής παραγράφου που έγινε ή τη διόρθωση κάποιας ασύντακτης και ακαταλαβίστικης πρότασης της επιστολής τους. «Αφού βάζω το όνομά μου και υπογράφω, επομένως έχω όλη την ευθύνη. Δεν είναι έτσι;» Δυστυχώς φίλες και φίλοι, δεν είναι έτσι.
Χαμός στην εφημερίδα, προχθές, και από το γραφείο υποδοχής με ειδοποιούν, με το εσωτερικό τηλέφωνο, πως… θέλει να με δει επειγόντως, ο φίλος μου ο Βαγγέλης.
Βγήκα, τον συνόδευσα μέχρι το γραφείο και ανήσυχος τον ρώτησα:
-Τι συμβαίνει Ευάγγελε; Γιατί τόσο ξαναμμένος και φουριόζος;
-Ήρθα να σου πω τον πόνο μου, τον καημό και την απόφασή μου να πάρω εκδίκηση.
-Βαγγέλη πνίγομαι. Δεν το αφήνουμε μέχρι την Πέμπτη;
-Αποκλείεται. Είναι θέμα ζωής και… ξευτίλας.
Σκέφτηκα πως μεταξύ ζωής και θανάτου είναι συνηθισμένη περίπτωση. Το μεταξύ ζωής και ξευτίλας πρέπει να είναι πιο ενδιαφέρον και συναρπαστικό. Πέταξα ένα ξερό «Αφού είναι έτσι σε ακούω Βαγγέλη» και ο Βαγγέλης με ύφος πρωταγωνιστή αρχαίας τραγωδίας, άρχισε το μονόλογο:
«Εγώ έχω δύο παιδιά. Το ξέρεις. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι και μη μου πεις να σου ζήσουν, γιατί θα μαλώσουμε. Και μη μου πεις τι λόγια είναι αυτά Βαγγέλη, γιατί θα τσακωθούμε. Ο ένας, ο μαντράχαλος, τριάντα χρονών άνθρωπος, αραχτός όλη την ημέρα, τακίμι με τη μάνα του, τον δικαιολογεί συνεχώς. Καλλιτέχνης είναι το παιδί. Τα ξημερώματα έρχεται, να μη κοιμηθεί το πρωί; Τι φαγώθηκες με το παιδί. Λεφτά βγάζει. Δεν σε επιβαρύνει. Επειδή δεν έρχεται να δουλέψει στο μαγαζί σου ή επειδή έχει ένα τατουάζ κι’ ένα σκουλαρίκι όπως όλοι οι νέοι; Καλλιτέχνης είναι. Τι ένα σκουλαρίκι Κώστα μου. Σα λατέρνα είναι. Χαλκάδες στη μύτη, στα χείλη, στ’ αυτιά και την κοιλιά. Τατουάζ στα χέρια, στο λαιμό, στα πόδια και στο στήθος. Αυτό δεν είναι παιδί, είναι μπογιατισμένος τοίχος με κρεμασμένα ντενεκεδάκια για διακόσμηση. Αγοράζει καινούργιο παντελόνι και αφού το σκίσει, το σούρνει στο πεζοδρόμιο για να το λερώσει και να το φορέσει. Το μαλλί του το χτενίζει σαν αλεξικέραυνο. Νομίζεις πως περιμένει τον κεραυνό να τον χτυπήσει στο κεφάλι, μήπως και συνέλθει.
Η μικρή τα ίδια. Εικοσιπέντε αυτή, καλλιτέχνης και αυτή, ζωγράφος. Κάτι μαυρόασπρα τρελά ζωγραφίζει και ο τρελός καλλιτεχνικός κόσμος τ’ αγοράζει. Έκανες κόρη ζωγράφο ονομαστή και δεν πήγες ούτε μια φορά στις εκθέσεις της, με κατηγορεί η μάνα της . Δεν είναι που έκοψε το όνομά μας το ηρωικό, το τρανό και το κουτσούρεψε, έχει γεμίσει και αυτή με χαλκάδες και τατουάζ. Φοράει ένα σορτς σαν σκισμένο μαγιό, τατουάζ, άκου συνδυασμό, ένα φίδι στο ένα μπούτι και ένα περιστέρι στο άλλο. Τρεις σαύρες στο ένα μπράτσο, μία στο λαιμό, και τρία γαρίφαλα στο άλλο μπράτσο. Χαλκάδες στη μύτη και στα χείλη και ένα μαλλί πράσινο, που ταιριάζει, όπως λέει η μαμά της, με το σταράτο του προσώπου της. Ήταν όμορφο, ανάθεμά το όταν ήταν μικρό. Θα τα εκδικηθώ. Δεν μπορώ ν’ αντέξω αυτή την ξευτίλα. Δεν μπορώ να φέρω έναν άνθρωπο στο σπίτι μου. Θα τους δει και θα τρομάξει. Θα τα εκδικηθώ. Αρσενική Μήδεια θα γίνω.»
Τον άφησα ν’ αναπνεύσει και τον ρώτησα αν… είναι στα καλά του.
«Είμαι και παρά είμαι. Θα τους πληρώσω με το ίδιο νόμισμα. Μάχαιρα έδωσες, μάχαιρα θα λάβεις, που έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι.»
-Δεν έλεγαν τέτοιες αηδίες οι πρόγονοι ημών.
«θα βάψω το μαλλί κόκκινο, αυτό που έχω, που είναι περίπου σαν το δικό σου. Θα γεμίσω τα μπράτσα και τα μπούτια τατουάζ, θα βάλω χαλκάδες στη μύτη και στ’ αυτιά και ένα σκισμένο σορτς. Μη γελάς. Θα φορέσω και ένα σκισμένο βρόμικο φανελάκι, να φαίνεται και η κορμάρα μου, η καλοδιατηρημένη και θα τους επισκεφτώ. Το βράδυ στο κέντρο που παίζει ο μεγάλος σαξόφωνο και το πρωί στην έκθεση της μικρής. Θα συστήνομαι στους θαμώνες του κέντρου και τους φιλότεχνους της έκθεσης. Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας, καλημέρα σας είμαι ο φάδερ των καλλιτεχνών. Σ’ αρέσει Κωνσταντή;»
-Θαύμα Βαγγέλη μου. Αληθινά πρωτότυπο. Μόλις μεταμφιεστείς, να μου στείλεις μια φωτογραφία σου, έγχρωμη, ολόσωμη.