Γενικώς η σχέση μου με το φούτι είναι από επιφανειακή έως ανύπαρκτη. Δεν μου αρέσει το άθλημα, δεν καταλαβαίνω -και ούτε θέλω να καταλάβω- πώς παίζεται, ενώ απεχθάνομαι αυτήν την μανία μίας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού της Αυστραλίας να «χτυπιούνται σαν τα χταπόδια» για την ομάδα τους. Έχω σκαρφιστεί κατά καιρούς πάνω από πενήντα (και δεν υπερβάλλω) θεωρίες συνομωσίας για να πείσω τους πιστούς του αθλήματος για τον αποπροσανατολιστικό του ρόλο στην κοινωνία της χώρας και περιττό να προσθέσω ότι ποτέ μου δεν θα διάβαζα ένα βιβλίο για το φούτι.

Ήταν, λοιπόν, αναμενόμενο με το που πήρα στα χέρια μου το νέο βιβλίο του Φίλιππου Δημητριάδη, λέκτορα του Τμήματος Φιλολογίας του Victoria University της Μελβούρνης να σκεφτώ άμεσα… «στην πυρά, στην πυρά…» Κατ’ ανάγκη, όμως, έπρεπε να το διαβάσω, και το «Fandemic» αποδείχθηκε ένα βιβλίο που, ναι μεν, σχετίζεται με το φούτι, αλλά δεν μιλά για την πορεία του αθλήματος, τις τεχνικές, τα μεγάλα ονόματα του αθλήματος, τους πόντους που σκόραραν και πάει λέγοντας, αλλά για την κοινωνιολογική αξία του αθλήματος στην Αυστραλία, στη ουσία για την κουλτούρα του.

Και ο λόγος που αξίζει κανείς να στρέψει την προσοχή του στο βιβλίο του κ. Δημητριάδη δεν είναι μόνο το ότι είναι από τα λίγα που εξετάζουν την κουλτούρα του φούτι, αλλά και για το ότι είναι ένα βιβλίο που αφορά ένα άθλημα άκρως αυστραλιανό, αλλά γράφτηκε από έναν ομογενή που το εξετάζει μέσα από τα μάτια και τις εμπειρίες ενός Ελληνοαυστραλού. Το αναφέρω αυτό γιατί στην ουσία το «Fandemic» αποτελεί μία πολύ καλή ανάλυση για το πώς το φούτι λειτούργησε στον ψυχισμό αλλά και στην κοινωνικοποίηση των ελληνοαυστραλών της δεύτερης γενιάς στην ευρύτερη αυστραλιανή κοινωνία.

ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΑΡΧΙΣΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Μία συλλογή δοκιμίων και άρθρων που γράφτηκαν από τον ομογενή ακαδημαϊκό – και κάποια απ’ αυτά δημοσιεύθηκαν στην επίσημη ιστοσελίδα του AFL, αλλά και σε άλλους ιστότοπους από το 2006–2013, είναι το «Fandemic».

Όπως λέει ο ίδιος, το βιβλίο του το εμπνεύστηκε, εν μέρει, διαβάζοντας μία σειρά δοκιμίων του γνωστού κριτικού λογοτεχνίας, Ρολάντ Μπαρτ. «Η μυθολογία, μία σειρά δοκιμίων του Μπαρτ ήταν το έναυσμά μου να δω την μυθολογία πίσω από το φούτι, πώς χτίστηκε το άθλημα και πώς έγινε ένα στοιχείο άμεσα συνυφασμένο με την κουλτούρα μας και αναφέρομαι στην αυστραλιανή κουλτούρα, στην ελληνοαστραλιανή κουλτούρα και σε όλες τις υβριδικές κουλτούρες αυτής της χώρας των οποίων το φούτι αποτελεί βασικό συστατικό και σημείο αναφοράς μεταξύ τους» λέει ο ομογενής ακαδημαϊκός. Για την ανάλυση της μυθολογίας του φούτι επιλέγει να χρησιμοποιήσει την «δική του» μυθολογία, την ελληνική. «Είναι λόγω της καταγωγής μου υποθέτω» λέει αλλά…
Δεν το κάνει μόνο επειδή είναι ελληνικής καταγωγής, αλλά επειδή όπως λέει χαρακτηριστικά «η ελληνική μυθολογία είναι παγκόσμια μυθολογία, την γνωρίζουν πολλοί λαοί ανεξάρτητα από την πολιτιστική τους καταγωγή».

Ο μύθος του Δαίδαλου και του Ίκαρου επαναλαμβάνεται ουκ ολίγες φορές στο βιβλίο του… «Είναι αυτός ο συμβολισμός του ενθουσιασμού που η νεότητα εμπεριέχει, είναι το μεγάλο πήδημα που πρέπει να κάνει ο παίκτης του φούτι για να σκοράρει ενώ ξέρει ότι μετά θα πέσει, θα προσγειωθεί. Δεν έχει όμως το δικαίωμα να μείνει εκεί, πρέπει να συνεχίσει να το κάνει πάλι και πάλι, πρέπει να αγγίξει τον ήλιο όπως ο Ίκαρος. Συνεπώς, πιστεύω ότι είναι απόλυτα ενδεικτικός του πως δομεί ένας προπονητής τις ικανότητες των παικτών του αλλά και επεξηγηματικός παράλληλα, για το μήνυμα που διακριτικά περνά στην κοινωνία μας μέσα από το άθλημα. Αυτός ο μύθος είναι που δημιουργεί μία σημειολογία που ξεπερνά τα όρια του φούτι και γίνεται έκφανση της κοινωνικής μας συμπεριφοράς, γίνεται χαρακτηριστικό της κοινωνίας μας» αναφέρει.
Γιατί, όμως, μυθολογία για να εξηγήσει κανείς το φούτι; «Γιατί», όπως αναφέρει ο ομογενής πανεπιστημιακός, οι μύθοι πάντα αποτελούσαν εργαλείο για να εξηγήσουμε τον κόσμο, τις σχέσεις των ανθρώπων αλλά και το κοινωνικό υπόβαθρο μέσα στο οποίο λειτουργούμε ως άνθρωποι».

Και η μεταμοντέρνα δομή του βιβλίου το κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρον. «Δεν χρειάζεται να το διαβάσει κανείς αρχίζοντας από το πρώτο δοκίμιο, μπορεί να το αρχίσει από το τέλος, από την μέση γιατί δεν λέω μία ιστορία αλλά πολλές διαφορετικές ιστορίες αλλά παράλληλα δεμένες μεταξύ τους» λέει χαρακτηριστικά.

«ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΛΕΟΝ ΕΥΠΡΟΣΔΕΚΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑFL»

Ο fan (φίλαθλος του φούτι) και (demic) ακαδημαϊκός Φίλλιπος Δημητριάδης στο Fandemic τολμά αυτό που μέχρι σήμερα κανένας άλλος συγγραφέας βιβλίου για το άθλημα δεν έχει τολμήσει να κάνει… αναλύει γιατί το άθλημα που ξεκίνησε σε κάποιες αλάνες της χώρας κατάφερε να γίνει το εθνικό άθλημα της χώρας. Εξετάζει τον μισογυνισμό του, τον ομοφοβικό ρατσισμό που υποθάλπει, την θέση που κατέχει στις μεταναστευτικές κοινότητες της δεκαετίας του 1970 αλλά και στις σημερινές, αναλύει την εμπορικότητά του αλλά και εμπορευματοποίησή του, το ιδεολογικό και μυθοπλαστικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο αυτή η τεράστια βιομηχανία (σήμερα) χτίστηκε. «Ξέρω πως το βιβλίο δεν θα είναι και από τα πλέον ευπρόσδεκτα από το AFL» αναφέρει ενδεικτικά αλλά προσθέτει πως όταν κάποιος αγαπάει το άθλημα, όταν αυτό το άθλημα ήταν το εισιτήριο για πολλά παιδιά μεταναστών της ηλικίας του για να καταπολεμήσουν τον ρατσισμό τότε…  «πρέπει η ματιά ή αν θες η εξέτασή του να γίνει με ρεαλισμό».

Η γλώσσα του φούτι και η μυθοπλαστική της δύναμη στο άθλημα είναι μία ακόμα πτυχή που το βιβλίο εξετάζει. «Πολλοί παίκτες του φούτι αποκαλέστηκαν ‘θεοί’, άλλοι δίνουν ή έδωσαν ‘τιτανομαχίες’. Η γλώσσα δημιουργεί μία ‘ρητορική αγιογραφίας’ για τους παίκτες και τους προπονητές του αθλήματος και η γλώσσα είναι ένα ισχυρό εργαλείο για να δημιουργήσει κανείς ήρωες αλλά και ένα από τα βασικά εργαλεία που βοήθησαν το φούτι να γίνει το κυρίαρχο άθλημα στην Αυστραλία» αναφέρει ο κ. Δημητριάδης.

Υπάρχει όμως μία άλλη όψη των «ηρώων» εντός του αγωνιστικού ρόλου, μία όψη που έχει να κάνει με την μυθοποίησή τους εκτός του αγωνιστικού χώρου που όπως αναφέρει ο ομογενής στην ουσία καταστρέφει το άθλημα και δημιουργεί τεράστιες πιέσεις στους νεαρούς παίκτες του και όλα αυτά όχι μόνο για να συντηρηθεί ο μύθος αλλά κυρλίως η εμπορικότητα του αθλήματος «Καλή η μυθοποίηση, καλό το μυστήριο αλλά μόνο μέσα στο γήπεδο και όχι μόνο και μόνο για χάρη κάποιων έξτρα εσόδων» λέει ο συγγραφέας του Fandemic επιβεβαιώνοντας για άλλη μία φορά γιατί το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι καλοδεχούμενο από την διοίκηση του AFL. «Δεν προσπαθώ να διασύρω το άθλημα απλά μία κριτική ματιά στην σημερινή του κατάσταση προσφέρω» αναφέρει.
 
ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ

Γιατί όμως ένας ακαδημαϊκός που εντάξει αγαπά το φούτι αποφασίζει να γράψει ένα βιβλίο γι’ αυτό;
Γιατί η σχέση του είναι και ήταν πάντα προσωπική με το άθλημα…

«Μικρό παιδί ακόμα κοινωνικοποιήθηκα στην αυστραλιανή κοινωνία μέσα από το φούτι. Παιδί μεταναστών ήμουν και λόγω του ρατσισμού που βιώναμε όχι μόνο εγώ αλλά και άλλα παιδιά μεταναστών, η πρώτη μας αντίδραση και ανάγκη αν θες ήταν να ενταχθούμε σε μία ομάδα μέσα από την οποία θέλαμε να αρνηθούμε την μεταναστευτική μας καταγωγή, να είμαστε και εμείς όπως τα άλλα παιδιά, όχι παιδιά μεταναστών. Το φούτι μας έδωσε αυτό το δικαίωμα στην άρνηση, το δικαίωμα στην ένταξη όπως εμείς τότε την αντιλαμβανόμαστε. Θυμάμαι όταν παιδί ακόμα μετακομίσαμε από την Μελβούρνη στην Τασμανία σε μία πόλη ανθρακωρύχων όπου η δική μου οικογένεια ήταν η μόνη οικογένεια μεταναστών και ένοιωθα τόσο μόνος, τόσο παροπλισμένος. Προσφέρθηκα να παίξω φούτι στην τοπική ομάδα των συνομηλίκων μου. Με χίλια ζόρια με άφησαν να ρίξω μία κλωτσιά αλλά όταν είδαν ότι ήξερα να παίξω, όλος ο ρατσισμός, όλη η προκατάληψη εξαφανίστηκε. Έγινα δικός τους» αναφέρει.
Σίγουρα αυτή του η εμπειρία όσο συμβολική και αν ακούγεται σήμερα για το άθλημα ήταν καταλυτική για τον ίδιο και δημιούργησε δεσμούς άρρηκτους μ’ αυτό. «Έγραφα χρόνια για το φούτι καιρός ήταν να βάλω όλα αυτά που έγραψα σε ένα βιβλίο καταλήγει».

Να αναφέρουμε ότι το βιβλίο του ομογενή ακαδημαϊκού είναι διαθέσιμο μέσω της ιστοσελίδας Amazon και μπορείτε να το διαβάσετε και σε ηλεκτρονική μορφή. Είναι μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εξέταση της κουλτούρας του φούτι με μπόλικο χιούμορ και πολλά ελληνικά στοιχεία. Δεν είναι για όλα τα γούστα αλλά αν είστε απ’ αυτούς που αγαπούν το άθλημα ή απ’ αυτούς που απορούν με κάποιες εκφάνσεις της λαϊκής κουλτούρας της χώρας που ζούμε και θέλουν να τις καταλάβουν, διαβάστε το, ανοίγει νέους ορίζοντες στην κατανόησή του.