Αυτή τη φορά πρόκειται για τον Tομέα Ελληνικών στο Τμήμα Εκπαίδευσης εξ Αποστάσεως της Σχολής Γλωσσών της Πολιτείας της Βικτώριας (Victorian School of Languages – Distance Education).

Η Σχολή Γλωσσών της Πολιτείας της Βικτώριας (VSL), όπως είναι γνωστό, προσφέρει πάνω από σαράντα (40) γλώσσες σε πάνω από σαράντα κέντρα εγκατεσπαρμένα σε όλα τα μήκη και πλάτη της Πολιτείας από το 1935. Τα Ελληνικά συμπεριελήφθησαν για πρώτη φορά στη Σχολή τη δεκαετία του 1970 με πρωτοβουλία του παλαίμαχου εκπαιδευτικού Κώστα Παπαδόπουλου, στον οποίο, θα πρέπει να πούμε, χρωστάει πολλά η ελληνική παροικία.

Τα Ελληνικά προσφέρονται και στο Τμήμα Εκπαίδευση εξ Αποστάσεως της Σχολής αυτής μαζί με άλλες δέκα (10) γλώσσες: 1. Αραβικά, 2. Αρχαία Ελληνικά, 3. Γαλλικά, 4. Γερμανικά, 5. Γιαπωνέζικα, 6. Ινδονησιακά, 7. Ιταλικά, 8. Κινέζικα & 9. Γλώσσα των Μανδαρίνων, 10. Λατινικά, 11. Νέα Ελληνικά.
Πάνω απ’ όλα, θα πρέπει να τονιστεί ο ιδιαίτερος ρόλος του Τμήματος αυτού, «Εκπαίδευση εξ Αποστάσεως», στο οποίο ανήκει ο Τομέας Ελληνικών. Ένας ρόλος που, ενδεχομένως, να μην είναι και ευρέως γνωστός.

Η «Εκπαίδευση εξ Αποστάσεως» είναι ένα είδος σχολείου της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που αποτελεί «δίχτυ ασφαλείας» για τη διδασκαλία των γλωσσών στον δημόσιο εκπαιδευτικό τομέα της Πολιτείας. Καλύπτει ανάγκες μαθητών που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν, στην προκείμενη περίπτωση για παράδειγμα να μάθουν Ελληνικά στα κοινά δημόσια σχολεία:

α) μαθητές που μένουν στην επαρχία και το σχολείο τους δεν τους παρέχει τη δυνατότητα της εκμάθησης άλλης γλώσσας, β) μαθητές που για διάφορους λόγους μένουν στο σπίτι π.χ. για λόγους υγείας, για προβλήματα που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν διαφορετικά, γιατί δεν μπορούν να παρακολουθήσουν μαθήματα ούτε τα απογεύματα αλλά ούτε και τα Σάββατα, γ) μαθητές που η οικογένειά τους μετακινείται συνέχεια, δ) μαθητές που χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα, είτε γιατί το γλωσσικό τους επίπεδο είναι χαμηλότερο ή και κατά πολύ υψηλότερο των υπόλοιπων της ομάδας (παιδιά που έχουν έρθει πρόσφατα από την Ελλάδα για παράδειγμα) ε) ενήλικες και ούτω καθεξής

Πρόκειται δηλαδή για ένα δημόσιο σχολείο «πρώτης ανάγκης» για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και, ως εκ τούτου, εξαιρετικά πολύτιμο.
Η πιθανότητα διακινδύνευσης του Τομέα Ελληνικών σε ένα τέτοιου είδους σχολείο θα πρέπει να μας ανησυχήσει όλους. Η ελληνική παροικία της Πολιτείας της Βικτώριας είναι αρκετά μεγάλη και οποιαδήποτε στιγμή θα μπορούσε να δημιουργηθεί ανάγκη χρήσης του. Ο Τομέας αυτή τη στιγμή προσφέρει όλα τα επίπεδα: από πρώτη Γυμνασίου μέχρι και τρίτη Λυκείου/VCE. Έξι επίπεδα συνολικά καλύπτονται από ένα και μόνον άτομο.
Και όπως και πάλι είναι γνωστό, το άτομο αυτό θα πρέπει όχι μόνον να καλύψει τη διδασκαλία, αλλά και να δημιουργήσει το υλικό της διδασκαλίας, το οποίο πρέπει να αναθεωρείται συχνά, σε τακτά χρονικά διαστήματα, κατά το σύνηθες ― υλικό που στη συνέχεια η Σχολή το πουλάει σε άλλα σχολεία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του γραφείου Εκπαίδευσης στο Ελληνικό Προξενείο της Μελβούρνης, τα τρία τελευταία χρόνια η διεύθυνση της Σχολής έχει αρνηθεί οποιαδήποτε εξωτερική βοήθεια προς την υπεύθυνη εκπαιδευτικό για τα Ελληνικά της «Εκπαίδευσης εξ Αποστάσεως». Η κατάσταση είναι πραγματικά λυπηρή και δεν μπορεί κανείς να μείνει αδρανής.

Το κακό σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ότι το πρώτο άτομο που στοχοποιείται είναι ο/η υπεύθυνος εκπαιδευτικός που «μαρκάρεται» από όλες τις πλευρές, αποκλείεται από κεκτημένα δικαιώματα κ.λπ. κ.λπ. Με άλλα λόγια, εγκαταλείπεται στη μοίρα του/της. Δεν επιτρέπεται η ελληνική παροικία να μείνει ασυγκίνητη. Κινητοποίηση, κινητοποίηση, κινητοποίηση…

Το ξεκίνημα του Τομέα αυτού κάτω από την ομπρέλα του School of Correspondence μας φέρνει πίσω στη χρυσή δεκαετία του ’70 και πιο συγκεκριμένα το 1976, με πρωτεργάτη τον άλλο παλαίμαχο εκπαιδευτικό, Γιώργο Κατσαρό. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που για παραπάνω από 20 χρόνια υπηρέτησε καταξιωμένα στο πόστο αυτό μέχρι και το 1999, οπότε και αφυπηρέτησε. Μόλις τη δεκαετία του ’90, τη δεκαετία που τόσο αρνητικά σημάδεψε τα εκπαιδευτικά τεκταινόμενα στην Πολιτεία της Βικτώριας ―όπως έχω πει και αλλού― και πιο συγκεκριμένα το 1993-94 οι γλώσσες του τότε School of Correspondence (Σχολής δια Αλληλογραφίας) περιήλθαν στη δικαιοδοσία του Victorian School of Languages (VSL), κάτω από την ομπρέλα του Distance Education (Εκπαίδευση εξ Αποστάσεως).

Σήμερα ο Τομέας αυτός βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας, εξαιτίας των οικονομικών περικοπών του Βικτωριανού Υπουργείου Παιδείας που έχουν επιβληθεί στη Σχολή. Έχει στοχοποιηθεί από τη διεύθυνση της Σχολής προς υποβάθμιση, μιας και φέρεται ως η πιο αδύναμη των γλωσσών της ομάδας. Το πιθανότερο είναι ότι η θέση πλήρους απασχόλησης, την οποία επάξια κατέχει η Μαρία Φώσκολου από το 1998, να περικοπεί σχεδόν κατά το ήμισυ. Η διεύθυνση της Σχολής αρνείται να παραδεχτεί ή και να κοινοποιήσει δημόσια ο,τιδήποτε γύρω από τις προθέσεις της (βλ. αγγλική έκδοση «Ν.Κ.», σελ.2, 23/11/2013), ταλαιπωρώντας την υπεύθυνη εκπαιδευτικό και αποβλέποντας στο να μας φέρει προ τετελεσμένου γεγονότος, ως συνήθως. Αναρωτιέται κανείς με ποια λογική, όταν ένα πλήρους απασχόλησης άτομο δεν μπορεί να καλύψει έξι επίπεδα μόνο του, πώς θα μπορέσει να τα καλύψει ένα μερικής απασχολήσεως άτομο. Υποψιάζομαι ότι θα γίνει σημαντική περικοπή προσφοράς επιπέδων. Εξ ου και η «υποβάθμιση» που φοβάμαι.

Το άλλο όμως άξιο απορίας σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί η διεύθυνση του VSL είναι ότι η ίδια η Σχολή περνάει από Επιθεώρηση (Review) εφέτος. Η διεξαγωγή της της επιθεώρησης αυτής έχει ανατεθεί σε εξω-υπουργική, ιδιωτική εταιρεία, και αναμένεται πριν από το τέλος του τρέχοντος έτους να δημοσιευθούν η έκθεση και τα πορίσματα της αξιολόγησης αυτής. Είναι άξιο απορίας λοιπόν, γιατί η διεύθυνση της Σχολής δεν περιμένει να αποφανθεί η Επιθεώρηση και μετά να προχωρήσει σε ό,τι προσπαθεί να κάνει βεβιασμένα και με παντελή έλλειψη επαγγελματικότητας στην προκείμενη περίπτωση των Ελληνικών. Και μόνον αυτό όχι μόνον θα πρέπει εμάς να προβληματίσει, αλλά και να προβληματίσει και το ίδιο το Υπουργείο σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η διοίκηση στη δημόσια εκπαιδευτική. Ακατανόητο.
Βέβαια «για να λέμε και του στραβού το δίκιο», με ποιο δικαίωμα το Υπουργείο κάνει περικοπές σε ένα τέτοιο σχολείο (σχολείο εκπαίδευσης εξ αποστάσεως, σχολείο για μαθητές με εξιδικευμένες ανάγκες), όταν το ίδιο το Υπουργείο και η ίδια η διεύθυνση της συγκεκριμένης Σχολής δεν έχει ενδιαφερθεί εν έτει 2013, έχοντας ήδη μπει στη δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα, για μια αδρή χρηματοδότηση προς αναβάθμιση των μέσων διδασκαλίας μέσω της σύγχρονης τεχνολογίας ώστε το σχολείο να ανταποκριθεί αποτελεσματικότερα στα κελεύσματα των καιρών μας. Παρά ζητάει και ρέστα για τους μικρούς αριθμούς εγγραφών, λες και είναι αποκλειστική ευθύνη των εκπαιδευτικών κάτι τέτοιο. Μα ποιος αλληλογραφεί σήμερα με απλό ταχυδρομείο, τη στιγμή που έχει υποσκελιστεί κάτι τέτοιο από το ηλεκτρονικό (e-mail). Ήδη η κυβέρνηση Jeff Kennett τη δεκαετία του ’90 (δεκαετία «εξυγίανσης») φρόντισε να αντικαταστήσει στον τίτλο το «Correspodence» (δια Αλληλογραφίας) με το «Distance» (εξ Αποστάσεως), όπως ανέφερα και παραπάνω, και είκοσι χρόνια μετά βρισκόμαστε ακόμα σε αποφάσεις που έχουν μείνει στα χαρτιά και δεν έχουν γίνει ακόμα πράξη.
Δυστυχώς, η παρούσα κατάσταση, αν αφεθεί στην τύχη της, δεν θα είναι παρά η αρχή του τέλους της ύπαρξης της Ελληνικής γλώσσας και σε αυτό το μοναδικού είδους σχολείο στην Πολιτεία μας. Ό,τι με αγώνες κερδίσαμε τη δεκαετία του ’70, αφήσαμε να το κατασπαράξουν τη δεκαετία του ’90 και τώρα υποκρινόμαστε.

Μόλις πριν τρία χρόνια η ελληνική παροικία της Πολιτείας της Βικτώριας είχε, με επιτυχία θα μπορούσαμε να πούμε κατά τις εκτιμήσεις πολλών, σύσσωμη πρωτοστατήσει στην κινητοποίηση για να συμπεριληφθεί η διδασκαλία της Ελληνικής στις «γλώσσες προτεραιότητας» (priority languages) του Ενιαίου Παν-Αυστραλιανού Εκπαιδευτικού Προγράμματος Σπουδών που συντονίζει το Australian Curriculum, Assessment & Reporting Authority (ACARA).

Όμως, όπως και τότε είχα τονίσει (Ν.Κ. 3&10/5/2010), αν ο δημόσιος τομέας δεν υποστηριχτεί έμπρακτα με εγγραφές, όλη αυτή η προσπάθεια θα πάει χαμένη. Σήμερα μετριούνται στα δάχτυλα τα δημόσια σχολεία της μέσης εκπαίδευσης που προσφέρουν Ελληνικά στη Βικτώρια, με κάποια μάλιστα να δυσκολεύονται να τα φέρνουν βόλτα.
Είναι γεγονός ότι το ενδιαφέρον για την εκμάθηση γλωσσών γενικότερα είναι πεσμένο στους καιρούς μας, φυσικό επακόλουθο της υποβάθμισης σε μεγαλύτερη κλίμακα των Ανθρωπιστικών Σπουδών. Κατ’ επέκταση και οι αριθμοί εγγραφών στις γλώσσες πανταχού αντικαθρεφτίζουν την έλλειψη αυτού του ενδιαφέροντος, παρά το γεγονός ότι ζούμε τον καιρό της παγκοσμιοποίησης σε ένα λεγόμενο «Παγκόσμιο Χωριό» (Global Village). Βέβαια και η σταδιακή κυβερνητική απομάκρυνση από το «πολυπολιτισμικό» ιδεώδες στη χώρα μας έχει συμβάλει καθοριστικά στην κατάσταση αυτή, αναφερόμενοι ιδιαίτερα στην περίπτωση των «εθνοτικών» γλωσσών.
Το παράδοξο στην Πολιτεία μας είναι ότι το θέμα δεν είναι στο ότι δεν υπάρχει ζήτηση για την εκμάθηση της Ελληνικής, έστω κι αν είναι κάπως πεσμένη. Ζήτηση υπάρχει και οι επιλογές είναι πάρα πολλές. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η πηγή του «προβλήματος», ας μου επιτραπεί να πω. Πρόκειται για ένα «πρόβλημα» που το βρίσκουμε αποκλειστικά στην Πολιτείας της Βικτώριας. Θα πρέπει να αποφασίσουμε σαν παροικία τι θέλουμε, γιατί, όπως λέει κι ο σοφός λαός μας «δεν μπορούμε να θέλουμε και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο». Από τη μια είναι φανερή η προτίμηση των γονιών για την ιδιωτική και κοινοτική εκπαίδευση ―απόλυτα σεβαστή η επιλογή αυτή― κι από την άλλη επιμένουμε να απαιτούμε από την αυστραλιανή κυβέρνηση να εξακολουθήσει να συμπεριλαμβάνει τη διδασκαλία των Ελληνικών στις «γλώσσες προτεραιότητας» στο επίσημο εκπαιδευτικό της σύστημα σε παν-αυστραλιανό επίπεδο, υπεραμυνόμενοι πολλών και διαφόρων παραγόντων. Μα προς τι και γιατί να κάνει η κυβέρνηση κάτι τέτοιο, όταν εμείς οι ίδιοι δεν ενδιαφερόμαστε και δεν βοηθάμε την κατάσταση έμπρακτα;

Βέβαια, αυτό που και ο ιδιωτικός και ο κοινοτικός τομέας (δεν μιλώ για τα δίγλωσσα ημερήσια σχολεία) θα πρέπει να καταλάβει, είναι ότι εξαφανιζόμενο το μάθημα από τον δημόσιο τομέα παύει να έχει το γόητρο της «γλώσσας προτεραιότητας» ιδιαίτερα στην Πολιτεία μας. Φαντάζομαι όμως ότι εκεί που ποντάρουν οι παραπάνω τομείς με ασφάλεια είναι στο γεγονός ότι ενδέχεται προσωρινά να σώσουν την κατάσταση οι άλλες Πολιτείες. Όμως η έλλειψη της συμβολής της Πολιτείας της Βικτώριας με τον μεγαλύτερο αριθμό ελληνισμού θα πλήξει σημαντικά τους αριθμούς σε παναυστραλιανό επίπεδο. Πρέπει να καταλάβουμε μερικά πράγματα, να προβληματιστούμε και να κινηθούμε ως παροικία, προτού να είναι πολύ αργά. Δεν αμφισβητώ την καλή πρόθεση κανενός. Θα πρέπει όμως να βρεθούν λύσεις. Ας τα συζητήσουμε τουλάχιστον.
Άλλωστε, κατά την ταπεινή μου γνώμη το μαζικό άνοιγμα της Ελληνικής προς τα έξω, τους μη-Έλληνες, κάτι που είναι επιτακτικά αναγκαίο, δεν μπορεί να γίνει μέσω των κοινοτικών και ιδιωτικών μας σχολείων. Οι ενδείξεις για μη-ελληνικής καταγωγής μαθητών που υπάρχουν στους χώρους αυτούς είναι χαρακτηριστικές των καιρών μας: δηλαδή είναι καιρός για άνοιγμα. Τα Ελληνικά στον δημόσιο τομέα αργοπεθαίνουν και δεν είναι προς το συμφέρον μας. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Τα περιθώρια στενεύουν. Όσο καθυστερούμε, χάνουμε πολύτιμο έδαφος που με πολύ κόπο κερδίσαμε στο παρελθόν.

Το λιγότερο που θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι πρόκειται για καθαρή υποκρισία, αν όχι μισαλλοδοξία από μέρους μας, αν συνεχίσουμε να σκεφτόμαστε με τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Επιτέλους θα πρέπει να αποφασίσουμε τι θέλουμε και να πούμε «τη σκάφη-σκάφη και τα σύκα-σύκα». Στο μεταξύ, …  κινητοποίηση, προτού να είναι πολύ αργά.

Μέχρι λοιπόν να αποφασίσουμε τι ακριβώς θέλουμε, θα πρέπει να φροντίσουμε να ενισχύσουμε και να μη αφήσουμε να υποβαθμιστεί/χαθεί η διδασκαλία της Ελληνικής στην «Εκπαίδευση εξ Αποστάσεως» του VSL.

* Η Άννα Χατζηνικολάου είναι Νεοελληνίστρια – (Honourary Associate) Επίτιμη Επιστημονική Συνεργάτιδα στο Πανεπιστήμιο τΜελβούρνης. Στο παρελθόν έχει για μια περίπου τριακονταετία διδάξει και συντονίσει Προγράμματα Νεοελληνικών Σπουδών κυρίως στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, αλλά και στα Πανεπιστήμια La Trobe και Monash της Πολιτείας της Βικτώριας, με πληθώρα επιστημονικών δημοσιεύσεων.