Το παράδοξο της αξίας

Μέρος 2ο Η συνεισφορά του Αριστοτέλη στη διαμόρφωση της σύγχρονης οικονομικής σκέψης

Το παράδοξο της αξίας είναι η φαινομενική αντίφαση ότι, παρόλο που ένα αγαθό μπορεί να είναι στο σύνολο του πιο χρήσιμο για την επιβίωση του ανθρώπου από άλλα αγαθά, εν τούτοις αυτά τα αγαθά πωλούνται σε υψηλότερη τιμή στην αγορά. Κλασικός παρουσιαστής αυτού του παραδόξου θεωρείται ο Adam Smith, ο οποίος χαρακτηρίζεται σήμερα σε πολλά βιβλία ως ο Πατέρας των Οικονομικών, ενώ στην Wikipedia αναφέρεται ως πρωτοπόρος του κλάδου της Πολιτικής Οικονομίας.

Κλασικό παράδειγμα του παραδόξου είναι το νερό και τα διαμάντια. Το νερό είναι είδος πρώτης ανάγκης και άρα υπερπολύτιμο για τον άνθρωπο. Παρόλα αυτά  προσφέρεται κατά κανόνα σε πολύ χαμηλή τιμή αναλογικά με την χρησιμότητα που έχει για την επιβίωση του. Από την άλλη μεριά, τα διαμάντια πωλούνται σε υπέρογκες τιμές παρά το γεγονός ότι δεν είναι απαραίτητα για την επιβίωση του.

Οι παλαιότεροι οικονομολόγοι δεν ήταν σε θέση να εξηγήσουν το παράδοξο αυτό. Η επικρατούσα άποψη της εποχής ήταν ότι η αξία ενός αγαθού είναι εγγενής (αντικειμενική θεωρία αξίας – objective theory of value), εμπεριέχεται δηλαδή στις φυσικές ιδιότητες του αγαθού και είναι αμετάβλητες. Συνεπώς, η αξία του καθορίζεται από την ωφέλεια και τη χρησιμότητα που επιφέρει στον άνθρωπο.

Πως είναι δυνατόν όμως ένα διαμάντι να έχει μεγαλύτερη αξία από ένα ποτήρι νερό όταν το δεύτερο είναι πολύ πιο χρήσιμο από το πρώτο?
Σε ένα απόσπασμα του σημαντικού έργου του με τίτλο «An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations”ο Adam Smith αναλύει τις έννοιες της αξίας χρήσης και της αξίας σε αντάλλαγμα και διατυπώνει το παράδοξο της αξίας.

(ελεύθερη μετάφραση):
«…ποιοί είναι οι κανόνες εκείνοι που καθορίζουν την σχετική ή ανταλλακτική αξία των αγαθών; Η λέξη αξία έχει δύο διαφορετικές έννοιες, η μία εκφράζει την χρησιμότητα ενός αγαθού και η άλλη εκφράζει την δυνατότητα να αγοράσει κάποιος άλλα αγαθά με την ανταλλαγή του αγαθού αυτού. Η μία αξία μπορεί να αναφερθεί αξία χρήσης και η άλλη αξία σε αντάλλαγμα. Τα αγαθά που έχουν τη μεγαλύτερη αξία χρήσης έχουν συχνά μικρή ή καμία αξία σε αντάλλαγμα. Αντιθέτως, αυτά που έχουν τη μεγαλύτερη αξία σε αντάλλαγμα συχνά έχουν μικρή ή καμία αξία σε χρήση. Τίποτα δεν είναι πιο χρήσιμο από το νερό. Αλλά μπορεί κάποιος να αποκτήσει κάτι ανταλλάσσοντας ένα ποτήρι νερό? Ένα διαμάντι, αντιθέτως, έχει σπάνια οποιαδήποτε αξία χρήσης. Και όμως, μπορούμε να αποκτήσουμε τόσα πολλά αγαθά ανταλλάσσοντας ένα φαινομενικά άχρηστο πράγμα.»
Πριν εξηγήσω την λύση που έδωσε ο Adam Smith  στο παράδοξο αυτό, η οποία τελικά δεν ήταν επιτυχής, σας παραθέτω αυτά που μας λέει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του (βιβλίο 1ο, κεφάλαιο 9ο) όσον αφορά την αξία των αγαθών.
«…εκάστου γαρ κτήματος διττή η χρήσις εστίν, αμφότεραι δε καθ’ αυτό μεν αλλ’ ουχ’ ομοίως καθ’ αυτό, αλλ’ η μεν οικεία η δ’ ουκ’ οικεία του πράγματος…»

Δηλαδή, κάθε πράγμα που αποκτούμε μπορεί να χρησιμοποιηθεί με δύο τρόπους – και οι δύο χρήσεις αφορούν το ίδιο αντικείμενο, πλην όμως δεν το αφορούν κατά τον ίδιο τρόπο. Η μία χρήση ταιριάζει στον σκοπό του αντικειμένου, η άλλη όχι.
Στη συνέχεια, ο Αριστοτέλης αναφέρει ως παράδειγμα ένα ζευγάρι παπούτσια. Η μία χρήση είναι να τα φορέσουμε και η άλλη είναι να τα ανταλλάξουμε με ένα άλλο αγαθό.

Ο ένας τρόπος είναι σύμφωνος με τον σκοπό για τον οποίο κατασκευάσθηκαν τα παπούτσια ενώ η ανταλλαγή είναι εκτός του σκοπού για τον οποίο κατασκευάσθηκαν, καθότι τα παπούτσια δεν κατασκευάζονται για να ανταλλάσσονται. Με αυτά τα λόγια ακριβώς ο Αριστοτέλης έθεσε τα όρια μεταξύ αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας. Η αξία χρήσης συνδέεται άμεσα με τις φυσικές ιδιότητες του προς χρήση αντικειμένου, ενώ η ανταλλακτική αξία όχι.
Συμπεραίνουμε ότι το πρώτο μέρος του αποσπάσματος που είδαμε από το έργο του Adam Smith εκφέρει στην ουσία μια άποψη η οποία είναι ταυτόσημη με αυτή του Αριστοτέλη περί αξίας δύο χιλιάδες χρόνια νωρίτερα.

Ο Adam Smith είδε το πρόβλημα που αντιμετώπιζε η αντικειμενική θεωρία αξίας να δώσει λύση σε αυτό το παράδοξο. Μαζί με άλλους οικονομολόγους, όπως ο David Ricardo και ο Karl Marx, υποστήριξε ότι η αγοραία αξία ενός αγαθού προσδιορίζεται με βάση τις ποσότητες των παραγωγικών συντελεστών που απαιτεί η παραγωγή του. Αυτές o Karl Marx τις περιόρισε στην ποσότητα της εργασίας που είναι ενσωματωμένη σε ένα αγαθό.
Με βάση αυτή την περί αξίας θεωρία της εργασίας (value theory of labour), όσο μεγαλύτερος μόχθος απαιτείται για να παράγουμε ένα αγαθό, τόσο πολυτιμότερο είναι.

Η θέση αυτή επικρίθηκε διότι εξαρτά την αξία του αγαθού μόνον από τις συνθήκες της προσφοράς, αγνοώντας τον παράγοντα της ζήτησης. Πάρτε για παράδειγμα ένα ζωγράφο, ο οποίος έχει κοπιάσει όλη του την ζωή για να ολοκληρώσει ένα πίνακα. Παρά τον μόχθο που αδιαμφισβήτητα έχει καταβάλλει, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο πίνακας είναι καλαίσθητος, πόσο μάλλον ότι η αξία του είναι μεγάλη.

Επιπλέον η περί αξίας θεωρία της εργασίας τελικά αποδείχτηκε μάταιη στο να δώσει λύση στο παραδόξο, δεδομένου ότι κάποιος θα μπορούσε να βρει ένα διαμάντι σκοντάφτοντας σε μια πέτρα. Στην προκειμένη περίπτωση ο ίδιος πιθανότατα θα αποτιμούσε την αξία του διαμαντιού πολύ υψηλότερα από την αξία του νερού, ακόμα και αν έχει καταβάλλει μηδαμινή προσπάθεια για την παραγωγή του.

Η λύση στο παράδοξο δόθηκε τελικά σε συνδυασμό δύο εργαλείων, την υποκειμενική θεωρία αξίας(τέλη του 19ου αιώνα), και την θεωρία της οριακής χρησιμότητας. Πρόκειται για δύο αλληλένδετες θεωρίες.

Η κεντρική ιδέα είναι ως εξής: η αξία ενός αντικειμένου δεν είναι εγγενής, ούτε καθορίζεται από τον μόχθο που καταβάλλαμε για την παραγωγή του. Εν αντιθέσει η αξία ενός αγαθού είναι αντικειμενική, μεταβάλλεται δηλαδή από άνθρωπο σε άνθρωπο με βάση το πόσοτο επιθυμούν ή το χρειάζονται.
Και από τι εξαρτάται πόσο επιθυμούν ή χρειάζονται το συγκεκριμένο αγαθό; Από την ποσότητα που ήδη διαθέτουν σε συνάρτηση με την ωφέλεια/χρησιμότητα που θα επιφέρει η κατανάλωση μιας επιπλέον μονάδας του αγαθού αυτού.

Το παράδειγμα που έδωσε ο Bfhm-Bawerk, ένας από τους πρωτοπόρους της θεωρίας, είναι χαρακτηριστικό:ένας αγρότης παράγει πέντε σακιά με σιτάρι το χρόνο. Με το πρώτο κάνει ψωμί για να επιβιώσει. Με το δεύτερο κάνει περισσότερο ψωμί ούτως ώστε να δυναμώσει και να μπορεί να εργαστεί σκληρά. Με το επόμενο ταΐζει τα ζώα του. Το τέταρτο χρησιμοποιείται για να κάνει μπύρα και με το τελευταίο ταΐζει τα πουλιά. Εάν ένα από τα σακιά αυτά κλαπεί οι επιλογές που υπάρχουν για τον αγρότη είναι δύο: είτε θα μειώσει κατά ένα πέμπτο τις δραστηριότητες που τροφοδοτούνται από τα τέσσερα σακιά που του απομένουν, είτε θα σταματήσει να ταΐζει τα πουλιά. Πιθανότατα θα επιλέξει την δεύτερη εναλλακτική.

Έτσι, η αξία του πέμπτου σάκου με σιτάρι ισοδυναμεί με την ικανοποίηση που λαμβάνει ο αγρότης όταν ταΐζει τα πουλιά. Εάν χάσει τον πέμπτο σάκο η αμέσως επόμενη παραγωγικότερη χρήση του υπόλοιπου διαθεσίμου είναι να κάνει μπύρα. Οπότε η αξία του τέταρτου σάκου ισοδυναμεί με την αξία της μπύρας του. Μόνο αν ο αγρότης χάσει τέσσερις σάκους με σιτάρι θα αρχίσει να τρώει λιγότερο. Διότι αυτή είναι και η πιο παραγωγική χρήση των δημητριακών του.

Μέσω του απλουστευμένου αυτού παράδειγματος, η θεωρία της υποκειμενικής αξίας και ο νόμος της οριακής χρησιμότητας μας εξηγούν ότι η αξία ενός αγαθού είναι υποκειμενική και μεταβάλλεται από άνθρωπο σε άνθρωπο ανάλογα με την χρησιμότητα που έχει το αγαθό αυτό σε αυτόν. Η χρησιμότητα, δε, εξαρτάται από την υπάρχουσα ποσότητα που ήδη διαθέτει και από το πόσο σημαντική είναι η δραστηριότητα που τροφοδοτείται από την κατανάλωση μιας επιπλέον μονάδας.
Άρα, ενώ είναι αλήθεια ότι η συνολική χρησιμότητα του νερού για τους ανθρώπους είναι τεράστια, δεδομένου ότι ζωή χωρίς νερό δεν μπορεί να υπάρξει στο σύμπαν, αυτό που έχει σημασία δεν είναι η χρησιμότητα των διαμαντιών ως σύνολο ή του νερού ως σύνολο, αλλά η χρησιμότητα της κάθε επιπλέον μονάδας νερού ή διαμαντιών. Στον πλανήτη γη υπάρχει ακόμα άφθονο νερό έτσι ώστε να μπορούμε να καλύψουμε με σχετική ευκολία τις ανάγκες μας, δηλαδή να πιούμε νερό, να πλυθούμε, να ποτίσουμε τον κήπο μας κ.ο.κ. Έτσι η οριακή χρησιμότητα του νερού είναι μικρή. Από την άλλη μεριά, η προσφορά που υπάρχει σε διαμάντια είναι τόσο μικρή (αναλογικά) που η χρησιμότητα που αποφέρει ένα διαμάντι είναι μεγάλη.

Εάν ανακαλύπταμε νέα, πλούσια ορυχεία διαμαντιών καθώς και τεχνικές εύκολης εξόρυξης τους, ούτως ώστε να αυξάνονταν οι διαθέσιμες ποσότητες, ο νόμος της οριακής χρησιμότητας θα λειτουργούσε και στα διαμάντια. Συνεπώς, η οριακή χρησιμότητα διαμαντιών θα μειωνόταν σημαντικά και η τιμή τους θα έπεφτε.
Η θεωρία της υποκειμενικής αξίας είναι μία από τις θεμελιώδεις έννοιες που προήγαγε η Αυστριακή Σχολή των Οικονομικών, αλλά είναι επίσης αποδεκτή από τις περισσότερες άλλες σχολές των οικονομικών.

Η υποκειμενική θεωρία της αξίας αντικρούει την ύπαρξη εγγενούς αξίας και οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει σωστή τιμή ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας , εκτός από την τιμή με την οποία συναλλάσσεται σε μια ελεύθερη αγορά.

Επιστρέφοντας στον Αριστοτέλη, διακρίνουμε στα Πολιτικά του ότι ο μέγιστος φιλόσοφος απηχεί και την θεωρία της υποκειμενικής αξίας και αυτήν της οριακής χρησιμότητας. Συγκεκριμένα στο 7ο βιβλίο μας λέει ότι (ελεύθερη μετάφραση) «…ένα πριόνι είναι πιο πολύτιμο από ένα δρεπάνι για έναν ξυλουργό, αλλά δεν είναι καθολικά πιο πολύτιμο». Οι συντελεστές παραγωγής λοιπόν διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία καθορισμού των τιμών κατά τον Αριστοτέλη.
Ο Αριστοτέλης παρατήρησε επίσης ότι ένα αγαθό που έχει πολλές πιθανές χρήσεις είναι πιο επιθυμητό από ένα αγαθό που έχει μία μόνο χρήση. Φαίνεται λοιπόν ότι ο φιλόσοφος κατέχει μια σαφή εικόνα για τη θεωρία της οριακής παραγωγικότητας, η οποία αντιμετωπίστηκε από τους οικονομολόγους πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα.

Ο Αριστοτέλης αναγνώρισε ότι η αξία ενός αγαθού μπορεί να καθοριστεί μελετώντας το αποτέλεσμα που επιφέρει η προσθήκη του σε (ή αφαίρεση από) ένα σύνολο αγαθών στη συνολική αξία του συνόλου:
(ελεύθερη μετάφραση) «…κρίνε μέσω της μεθόδου της προσθήκης, και δες εάν η προσθήκη ενός αγαθού Α σε ένα σύνολο αγαθών κάνει το σύνολο πιο ελκυστικό απ’ ό,τι η προσθήκη ενός αγαθού Β. Το πιο χρήσιμο αγαθό είναι αυτό το οποίο όταν δεν αποκτιέται, αποφέρει και την μεγαλύτερη απώλεια, μας επηρεάζει δυσμενώς περισσότερο».
Όσο περισσότερο κερδίζουμε με την προσθήκη ενός αγαθού, τόσο μεγαλύτερη είναι η αξία του. Όσο μεγαλύτερη είναι η ζημιά που επιφέρει η απουσία ή απώλεια του αγαθού, τόσο πιο επιθυμητή είναι η χρήση του.

Συνεχίζοντας μας λέει ο Αριστοτέλης ότι (ελεύθερη μετάφραση) «… τα εξωτερικά αγαθά (πλούτος, ιδιοκτησία, δύναμη και φήμη) έχουν ένα όριο, όπως και κάθε άλλο αγαθό. Όλα τα χρήσιμα πράγματα είναι τέτοιας φύσεως ούτως ώστε αν υπάρχει πολύ μεγάλη ποσότητα από αυτά, τότε είτε θα κάνουν κακό, ή εν πάση περιπτώσει δεν έχουν κανένα όφελος».

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι κατά τον Αριστοτέλη υπάρχει ένα σημείο πέραν του οποίου η συνολική χρησιμότητα όχι μόνο δεν αυξάνεται αλλά αρχίζει και μειώνεται. Αυτό σημαίνει ότι η οριακή χρησιμότητα γίνεται αρνητική! Πρόκειται για μία αρκετά ριζοσπαστική ιδέα. Χρησιμοποιώντας την θέση αυτή στην οικονομία, μπορεί κάποιος να θέσει όρια στον βέλτιστο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης: όταν η οικονομική ανάπτυξη ξεπεράσει ένα ορισμένο επίπεδο μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στην ανθρώπινη ευτυχία.

Καταλήγοντας ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι τελικά οι φυσικές πιέσεις της φθίνουσας χρησιμότητας για τα αγαθά είναι αυτές που οδηγούν τον άνθρωπο στην ηθική αυτοβελτίωση.

Συμπερασματικά, βλέπουμε ότι στα συγγράμματα του ο Αριστοτέλης δεν διατυπώνει το παράδοξο της αξίας, ούτε προσφέρει μια ρητή και ολοκληρωμένη εξήγηση για αυτό. Ίσως το φαινόμενο να μην είχε τεθεί καν ως πρόβλημα στο μυαλό του, ή να είχε τεθεί και να το είχε απορρίψει ως ασήμαντο. Τι άλλο θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος, όταν η Αριστοτελική σκέψη μας προσφέρει μια εκ βάθους ανάλυση των δύο οικονομικών εργαλείων που χρησιμοποίησαν οι οικονομολόγοι στα τέλη του 19ου αιώνα για να λύσουν το παράδοξο, την οριακή χρησιμότητα και τη θεωρία της υποκειμενικής αξίας.

Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε υποθέσεις, είναι ολοφάνερο ότι η κατανόηση που είχε ο Αριστοτέλης για το πως λειτουργούν βασικές έννοιες σε μια οικονομία και συνεπώς για το πως θα μπορούσε να λυθεί το παράδοξο της αξίας βρισκόταν πολύ πιο κοντά στην αλήθεια, από ότι οι περισσότεροι οικονομολόγοι 2,500 χρόνια μετά.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Εν κατακλείδι, συμπεραίνουμε ότι η συνεισφορά των αρχαίων Ελλήνων στις επιστήμες δεν παρουσίασαν έλλειμμα ούτε στον τομέα που ονομάζουμε σήμερα οικονομικά. Αντιθέτως, πολλοί διανοητές στοχάστηκαν, ανέλυσαν και προείδαν θέματα που ταλανίζουν τους οικονομολόγους ακόμη και σήμερα.

Κατά τον ιστορικό οικονομολόγο, Edward Younkins, ο Αριστοτέλης είναι ο σπουδαιότερος διανοητής που έχει ζήσει ποτέ, ενώ η Αριστοτελική σκέψη είναι μακράν η πλέον αναλυτική και διεισδυτική στην εποχή του. Έτσι, ο μέγιστος φιλόσοφος αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και αντικείμενο διαμάχης, δίνοντας το έναυσμα για την δημιουργία της οικονομικής επιστήμης πολλές εκατονταετίες αργότερα. Δικαίως η Αυστριακή Σχολή των Οικονομικών τον θεωρεί πατέρα της οικονομίας.