Η πρωτοσέλιδη είδηση του «Νέου Κόσμου» της περασμένης Πέμπτης με τίτλο «Η συμφωνία Ελλάδας-Αυστραλίας ίσως να μην υπογραφεί ποτέ!» επιβεβαίωσε, δυστυχώς, τους φόβους που εκφράζαμε όσοι παρακολουθούσαμε το θέμα για ναυάγιο των συνομιλιών με ελληνική υπαιτιότητα.
Όσοι παρακολουθούσαμε το θέμα στενά, Ελληνοαυστραλοί πολιτικοί, κοινοτικοί παράγοντες και μέσα ενημέρωσης, φοβόμασταν ότι η Αθήνα θα εμβολίσει την προσπάθεια υπογραφής αμοιβαίας συμφωνίας παροχής βίζας εργασίας σε Έλληνες και Αυστραλούς πολίτες, που θα αποφάσιζαν να επισκεφθούν μία από τις δύο χώρες και να κάνουν δωδεκάμηνες διακοπές εργαζόμενοι.
Υπενθυμίζουμε, πως όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα οι αντιπρόσωποι της ομογένειας στην κοινοπολιτειακή βουλή, Εργατικοί και Φιλελεύθεροι, μαζικοί φορείς της ομογένειας και τα ομογενειακά μέσα ενημέρωσης ασκήσαμε ασφυκτική πίεση στην τότε Εργατική κυβέρνηση της Julia Gillard να βοηθήσει «τους δοκιμαζόμενους» Έλληνες με την υπογραφή αμοιβαίας συμφωνίας με την Ελλάδα, που θα επέτρεψε σε έναν αριθμό Ελλήνων να επισκέπτονται την Αυστραλία ως τουρίστες με δικαίωμα εργασίας.
Η αυστραλιανή κυβέρνηση αντέδρασε θετικά στην πρόταση της ομογένειας και ο υπουργός Μετανάστευσης, Chris Bowen, ανακοίνωσε απόφαση της αυστραλιανής κυβέρνησης να υπογράψει αμοιβαία συμφωνία με την Ελλάδα για την είσοδο την στην Αυστραλία 500 Ελλήνων τουριστών, ετησίως, με δικαίωμα εργασίας και δικαίωμα μόνιμης παραμονής στην Αυστραλία, αν εξασφάλιζαν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις.
Σε μία από τις συναντήσεις της πρωθυπουργού και μελών της κυβέρνηση με αντιπροσώπους των μεταναστευτικών μέσων ενημέρωσης, ο «Νέος Κόσμος» -δια του γράφοντος- πήρε τη διαβεβαίωση, από την κ. Gillard και τον υπουργό Μετανάστευσης, Chris Bowen, ότι «η Αυστραλία είναι έτοιμη να υπογράψει τη διακρατική συμφωνία».
«Έτοιμη να υπογράψει» τη συμφωνία δήλωνε και η Αθήνα. Κυκλοφορούσε, μάλιστα, η έντονη φήμη ότι ο πρώην υφυπουργός Αποδήμων, κ. Κωνσταντίνος Τσιάρας, θα ερχόταν στην Αυστραλία για να υπογράψει τη συμφωνία.
Και ενώ περιμέναμε τον καθορισμό της ημερομηνίας υπογραφής της συμφωνίας, πληροφορηθήκαμε ότι η Αθήνα «απαιτούσε» -με υπόδειξη της ελληνικής διπλωματικής μας αντιπροσωπείας στην Καμπέρα- την παροχή περισσοτέρων τουριστικών αδειών εισόδου στην Αυστραλία σε Έλληνες ενδιαφερόμενους. Πληροφορούμασταν, από έγκυρες πηγές της Αθήνας, ότι ο νέος πρέσβης της Ελλάδας στην Αυστραλία, κ. Χαράλαμπος Δαφαράνος, εισηγείτο στην Αθήνα να μην υπογράψει τη συμφωνία πριν τις εθνικές εκλογές της 7ης Σεπτεμβρίου, διότι αν κέρδιζε τις εκλογές ο Συνασπισμός των συντηρητικών κομμάτων «θα υπέγραφε συμφωνία με καλύτερους όρους» – βλέπε περισσότερες τουριστικές άδειες με δικαίωμα εργασίας.
Δεν γνωρίζουμε αν, και σε ποιο βαθμό επηρέασαν την Αθήνα οι υποδείξεις της πρεσβείας της Καμπέρας. Γνωρίζουμε, όμως, ότι η διαδικασία «κόλλησε» με υπαιτιότητα της Αθήνας. Η θέση της Αυστραλίας δεν άλλαξε.
Ο Brendon O’Connor, που το Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους αντικατέστησε τον Chris Bowen στο υπουργείο Μετανάστευσης, δήλωνε ότι «είναι έτοιμος, με το μολύβι στο χέρι να υπογράψει τη συμφωνία με την Αθήνα». Ο δε υφυπουργός Αποδήμων, σε συνέντευξή του στο «Νέο Κόσμο», πριν την ταραχώδη επίσκεψή του στην Αυστραλία, δήλωσε στο «Νέο Κόσμο»:
«Μετά από ενδελεχή μελέτη της αυστραλιανής πρότασης, με την οποία συμφωνούμε κατ’ αρχήν, πιστεύουμε ότι σύντομα θα είμαστε σε θέση να ολοκληρώσουμε τις εν προκειμένω διαπραγματεύσεις, οι οποίες αφορούν νομοτεχνικά ζητήματα, και να προχωρήσουμε στην υπογραφή της Συμφωνίας». Ο κ. Τσιάρας ήλθε στην Αυστραλία, αλλά η συμφωνία δεν υπεγράφη. Δόθηκαν κάποιες σοβαροφανείς εξηγήσεις, που δεν έπεισαν την αυστραλιανή κυβέρνηση και την ομογένεια.
Η Αυστραλία επανέλαβε την πρόθεσή της να υπογράψει τη συμφωνία και μετά την ανατροπή της κ. Gillard, τον παρελθόντα Ιούνιο. O Tony Burke, που ανέλαβε τότε το υπουργείο Μετανάστευσης, δήλωνε, και αυτός, έτοιμος να υπογράψει τη διμερή συμφωνία εκ μέρους της κυβέρνησης Kevin Rudd. Η Αθήνα σιώπησε και τότε.
Ο κ. Τσιάρας δήλωνε στην Pan Hellenic Post (Αύγουστος 2012) ότι, “από ελληνικής πλευράς ήταν απαραίτητη η συνεργασία και σύμφωνη γνώμη ορισμένων συναρμόδιων υπουργείων, όπως Εσωτερικών, Εργασίας κλπ. και πως με την γνωμοδότησή τους η Ελλάδα θα ήταν έτοιμη να υπογράψει τη συμφωνία. Η διεργασία αυτή είχε προχωρήσει σε ικανοποιητικό βαθμό και ήταν ζήτημα ολίγου χρόνου (τότε) η ολοκλήρωση της προετοιμασίας από ελληνικής πλευράς”.
O πρώην υφυπουργός είχε αποκρούσει τις αιτιάσεις της αυστραλιανής πλευράς, για την καθυστέρηση, υπογραμμίζοντας ότι για την υπογραφή παρόμοιων διακρατικών συμφωνιών κατά τη διεθνή πρακτική απαιτούνται τουλάχιστον δύο χρόνια προεργασίας. Τότε, πώς η Αθήνα ήταν έτοιμη να υπογράψει τη συμφωνία στην αρχή του 2013;
Ο αντικαταστάτης του εξοστρακισθέντος Κωνσταντίνου Τσιάρα, κ. Άκης Γεροντόπουλος, δήλωσε προ μηνός περίπου στην Pan Hellenic Post σχετικά με τη συμφωνία: «Όλα έχουν τελειώσει. Είμαστε έτοιμοι. Περιμένουμε πλέον από τους φίλους μας τους Αυστραλούς. Είδα εδώ και την Πρέσβη της Αυστραλίας, κ. Τζένη Μπλούμφιλντ, στην οποία επίσης εξήγησα ότι είμαστε έτοιμοι να υπογράψουμε τη συμφωνία μαζί τους”. Το θέμα, όμως, παραμένει σε εκκρεμότητα.
Δεν ξαφνιάζει η τελμάτωση της διαδικασίας υπογραφής της συμφωνίας, για οιονδήποτε λόγο. Εξοργίζει η προσπάθεια ελλαδικών κύκλων να χρεώσουν την καθυστέρηση, πιθανώς και το ναυάγιο της συμφωνίας, στην Αυστραλία με διάτρητα επιχειρήματα, που εκθέτουν περισσότερο τη γενέτειρά μας στα μάτια των φίλων Αυστραλών.
Η αύξηση του ποσοστού της ανεργίας των νέων ηλικίας 18-24 ετών και οι αντιδράσεις της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Αυστραλίας, που επικαλούνται κύκλοι της Αθήνας για να μεταβιβάσουν την ευθύνη του ναυαγίου των διαπραγματεύσεων στην Αυστραλία είναι εξαιρετικά όψιμες.
Οι πρώην Εργατικές κυβερνήσεις Gillard και Rudd ήταν διατεθειμένες να υπογράψουν τη συμφωνία με την Ελλάδα -εν γνώσει του υψηλού ποσοστού ανεργίας των νέων και των αντιδράσεων του κορυφαίου συνδικαλιστικού οργάνου της χώρας- για καθαρά «ανθρωπιστικούς» λόγους. Αυτό ζητούσε η ομογένεια από την κεντρική κυβέρνηση της χώρας με την παρότρυνση εκείνων, που στη συνέχεια μποϋκόταραν την υπογραφή της συμφωνίας.
Αν, όπως ισχυρίζονται κέντρα της Ελλάδας, η Αυστραλία άλλαξε διάθεση, η ευθύνη βαραίνει την Αθήνα που έλαβε υπόψη της λανθασμένες υποδείξεις των αντιπροσώπων της στην Αυστραλία και έχασε την ευκαιρία να υπογράψει τη συμφωνία.