Φαγώθηκες να πάμε στο πάρτι των φίλων μας. Χριστουγεννιάτικο πάρτι της επιχείρησης του Θανάση. Σιγά την επιχείρηση. Δώδεκα άτομα όλοι κι όλοι και δώδεκα τα ταίρια τους, δύο δωδεκάδες. Δύο εμείς και δύο οι… οικοδεσπότες εικοσιοκτώ. Θα μπορούσε να τους πάει σε μία ταβέρνα, υπάρχουν τόσες καλές ελληνικές ταβέρνες ή και σε ένα νυχτερινό κέντρο.
– Μα…
– Μη με διακόπτεις. Πέρυσι τους είχε πάει σε ταβέρνα, αλλά τον πόνεσε οικονομικά και πέρυσι εμάς τους φίλους τους, τους κολλητούς τους, δεν μας κάλεσαν. Και να μας καλούσαν, δηλαδή, δεν θα πηγαίναμε ούτε με σφαίρες κι ας έλεγες εσύ. Σε ταβέρνα και στην πιο φτηνή να πας, δεν γλυτώνεις ούτε με 80 δολάρια το κεφάλι. Κάνε λογαριασμό του λόγου σου και πες μου. Μη με διακόπτεις.
Για να γλυτώσουν τα δυόμισι με τρία είπε το Μαρικάκι στο Θανάση να το κάνουν στο σπίτι. Πρώτα-πρώτα να δείξουμε την σπιταρόνα μας και στο προσωπικό μας και ήταν ιδέα της Μαρίκας, που κανονικά έπρεπε να την έλεγαν κυρία… επιδειξιομανή. Εντάξει, κυρία μου, μεγάλο το σπίτι. Το ξέρουμε. Δεν είναι ανάγκη να το δείξεις και στο πτωχό προσωπικό της επιχείρησής σου. Δεν φοβάσαι το μάτι; Δεν σκέφτεσαι πως εργάτης θα το συγκρίνει με το μικρό σπιτάκι του και θα… πονέσει; Έκανε τον οικονομικό υπολογισμό της η φιλενάδα μας.
– Κακό είναι;
Μη με διακόπτεις Λευτέρη. Μην είσαι αγενής. Σκέφτηκε η φιλενάδα μας και είπε και στον μουρτούκαλη τον Θανάση. Γιατί να μην το κάνουμε στο σπίτι; Σπίτι μεγάλο έχουμε, θα πάρεις λίγα ποτά, σαλάμια, τυριά, θα παραγγείλουμε και λίγο κρέας ψητό και λίγα κεφτεδάκια…
Μη με διακόπτεις. Θέλεις να πιστέψω πως τους κεφτέδες τους έφτιαξε μόνη της; Δεν είσαι καλά Λευτέρη. Εγώ με το κουταλάκι παίρνω τον κιμά και δεν καταφέρνω να φτιάξω, ούτε δύο ίδιους. Αυτοί ήταν κεφτέδες της μηχανής και ήταν όλοι ομοιόμορφοι και ίδιοι στο μέγεθος σαν τα μπαγιάτικα Ιταλικά σοκολατάκια που μας είχε φέρει, η τσιγκούνα, η θεία σου η Πηνελόπη.
– Μα..
Μη με διακόπτεις. Τα κεφτεδάκια χάλια. Ένα έφαγα και έχει σταθεί σα βότσαλο στο στομάχι μου. Οι γαρίδες; Χάλια. Μικρές και άνοστες σα χόρτο. Το κρέας; Σα να μάσαγες τσίχλα, λες κι’ ήταν σαμπρέλα. Παρακολουθούσα. Μόνο οι Αυστραλοί φάγανε. Κανένας από τους Ευρωπαίους δεν έφαγε. Ακόμη και τα φρούτα και τα γλυκά, εκτός από το δικό μου κέικ, … τάλιρο ότι πάρετε ήταν. Σίγουρα έστειλε το Θανάση στη μαρκέτα, την ώρα που κλείνανε και μάζεψε ότι σαβούρα βρήκε.
Μην είσαι…
Μη με διακόπτεις Λευτέρη. Μην είσαι αγενής.
Να μην αναφερθώ και στο ντεκόρ, να μην μιλήσω για τη φωτογραφία της γιαγιάς με το μπαρέζι, για τα κρύσταλλα και για τις ανορθογραφίες της διακόσμησης. Αφού δεν ξέρεις κυρία μου σε ποιο ποτήρι σερβίρουν το κρασί το κόκκινο, το άσπρο, το ουίσκι και σε ποιο το νερό. Τι διάβολο μπερδεύεσαι με κρύσταλλα και με ασημένιους δίσκους και τέτοια;
Θα μου πεις έχω πάει στο σπίτι τους εκατό φορές, τώρα είδες τα στραβά και τα ανάποδα; Ναι, κυρία μου, γιατί τις άλλες φορές καθόμαστε στο σαλονάκι και πίνουμε καφέ και δεν έχουμε βεγγέρα επίδειξης. Ήταν ρούχο αυτό που φόραγες; Έβαλες την μακριά τουαλέτα με τα βολάν και σου κάνουν τη λεκάνη άλλη τόση, τη κοιλιά έξω, ώριμη γυναίκα και δε λέω μεγάλη γυναίκα, γιατί υποτίθεται πως έχουμε την… ίδια ηλικία, που πολύ αμφιβάλω. Και το ψηλό τακούνι τι το ήθελες; Πέντε φορές πήγες να σκοτωθείς. Έτσι κάνουν οι σοβαρές οικοδέσποινες; Σνομπάρουν τους προσκεκλημένους με μακριές τουαλέτες και γόβα στιλέτο; Να μην αναφέρω και το κίτρινο πουκάμισο με τα μοβ λουλουδάκια του Θανάση… Ποιος είναι τέτοια ώρα; Κανένα από τα παιδιά θα είναι. Δώσε μου το τηλέφωνο, θ’ απαντήσω εγώ.
Μαρίκα μου ήθελα να σε πάρω. Τι βραδιά-όνειρο ήταν αυτή; Γεια στα χέρια σου. Όλα τέλεια, όλα πλούσια, όλα ποιότητος και τι ποικιλία Θεέ μου. Μπράβο σου Μαρίκα μου και του χρόνου. Και τι ντύσιμο ήταν αυτό. Υπέροχη η τουαλέτα σου. Σαν βασίλισσα ήσουν, ρε τέρας. Καλά, δε χάλασε ο κόσμος. Θα περάσω αύριο να σε δω και να τα πούμε. Μη με διακόπτεις Λευτέρη. Με πήρε να μου πει ότι ξέχασα να πάρω την πιατέλα που της πήγα το γλυκό. Τι να της πεις. Η γιαγιά μου, που δεν φόραγε μπαρέζι και που ήταν σοφή, έλεγε πως η… αλήθεια σκοτώνει. Τόση ώρα με διακόπτεις γιατί θέλεις να πεις κάτι. Λέγε ή άσε τα λέμε το πρωί με την άνεσή μας, νυστάζω.