Είπα να μην ασχοληθώ άλλο με την προτιθέμενη αμοιβαία συμφωνία Αυστραλίας-Ελλάδας για την παροχή τουριστικής βίζας με δικαίωμα εργασίας, ό,τι είχα να ειπώ επί του θέματος το έγραψα στο «Νέο Κόσμο» του παρελθόντος Σαββάτου. Υποχρεώνομαι, όμως, να επανέλθω για να απαντήσω στην «εμπνευσμένη» επιστολή του πρέσβη της Ελλάδας στην Αυστραλία για το θέμα (δημοσιεύτηκε στο «Ν.Κ.» της Δευτέρας) και τις δηλώσεις του πρώην και του νυν υφυπουργού Αποδήμων στην ηλεκτρονική εφημερίδα Panhellenic Post, περί «ετοιμότητας» της Ελλάδας να υπογράψει τη διαβόητη, πλέον, συμφωνία.
Αρχίζω με τη σύσταση προς τον Έλληνα πρέσβη της Ελλάδας στην Καμπέρα και τους αρμόδιους παράγοντες της ελληνικής κυβέρνησης, ότι η παραπληροφόρηση της ομογένειας την απομακρύνει περισσότερο από την Ελλάδα και τους εν Αυστραλία αντιπροσώπους της και η διάψευση δημοσιευμάτων του «Νέου Κόσμου» θεμελιωμένων σε αδιάψευστα στοιχεία, πλήττει το κύρος όσων προσπαθούν να αμυνθούν με μυθεύματα.
Ιδιαίτερα οι Έλληνες πολιτικοί θα πρέπει να αποφεύγουν αντιφάσεις, οι οποίες επιβεβαιώνουν τη ρηχότητά τους.
Ο πρώην υφυπουργός Αποδήμων, Κωνσταντίνος Τσιάρας, φέρεται να επιβεβαιώνει στην ομογενειακή, ηλεκτρονική εφημερίδα Panhellenic Post (6/12/2013) την πληροφορία του «Νέου Κόσμου», ότι η Αθήνα ζητούσε από την Αυστραλία, περισσότερες τουριστικές άδειες εισόδου στην Αυστραλία με δικαίωμα εργασίας:
«Εμείς θέλαμε περισσότερους, για να λέμε τα πράγματα με τ΄ όνομά τους, αλλά από τη στιγμή που οι Αυστραλοί ξεκαθάρισαν ότι δοκιμαστικά θα υπογράφαμε για 500 δεν είχαμε λόγο να πούμε εμείς ότι δεν το δεχόμαστε ή ότι δεν το κάνουμε» είπε ο κ. Τσιάρας. Εάν η Αθήνα συμφωνούσε με την παροχή 500 αδειών εισόδου με δικαίωμα εργασίας, γιατί να κωλυσιεργήσει η Καμπέρα την υπογραφή της συμφωνίας, όταν μάλιστα οι Εργατικές κυβερνήσεις Gillard και Rudd επείγονταν να υπογράψουν τη συμφωνία για να εισπράξουν το εκλογικό τίμημα στις εθνικές εκλογές του παρελθόντος Σεπτεμβρίου;
Το έντονο ψηφοθηρικό ενδιαφέρον της Εργατικής κυβέρνησης διαψεύδει και την άστοχη δήλωση του κ. Τσιάρα: «Αυτοί καθυστερούσαν(σ.σ. οι Αυστραλοί) λόγω των δικών τους εκλογών, όχι εμείς. Αυτοί ήθελαν να βγει η νέα κυβέρνηση».
Τέλος, ποια δήλωση του κ. Τσιάρα να εκλάβουμε ως ακριβή, την προχθεσινή ή τη δήλωσή του στο «Νέο Κόσμο» στην αρχή του τρέχοντος έτους, επ’ ευκαιρία της επίσκεψής του στην Αυστραλία:
«Μετά από ενδελεχή μελέτη της αυστραλιανής πρότασης, με την οποία συμφωνούμε κατ’ αρχήν, πιστεύουμε ότι σύντομα θα είμαστε σε θέση να ολοκληρώσουμε τις εν προκειμένω διαπραγματεύσεις, οι οποίες αφορούν νομοτεχνικά ζητήματα, και να προχωρήσουμε στην υπογραφή της Συμφωνίας».
Σημιεώνω, ότι την ίδια περίοδο ο τότε υπουργός Μετανάστευσης της Αυστραλίας, Brendon O’Connor, δήλωνε ότι «είναι έτοιμος, με το μολύβι στο χέρι να υπογράψει τη συμφωνία με την Αθήνα». Ο κ. Τσιάρας επισκέφθηκε την Αυστραλία, αλλά η συμφωνία δεν υπεγράφη.
Αμφισβητήσιμη και η δήλωση του κ. Κυριάκου Γεροντόπουλου, ο οποίος διαδέχθηκε τον κ. Τσιάρα στο υφυπουργείο Αποδήμων, μετά τον ανασχηματισμό του παρελθόντος Ιουνίου. «Με αυτή την υπόθεση ασχολούμαι από τον Αύγουστο και μετά. Από το καλοκαίρι και μετά όλα είναι έτοιμα και περιμένουμε τους Αυστραλούς».
Δύο εβδομάδες πριν τις εκλογές της 7ης Σεπτεμβρίου ο τότε υπουργός Μετανάστευσης, Tony Burke, είχε επισκεφθεί την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Βικτωρίας στο πλαίσιο των προεκλογικών επαφών του με τις μεταναστευτικές κοινότητες.
Ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας, κ. Βασίλης Παπαστεργιάδης, θυμάται έντονα την απάντηση του πρώην υπουργού Μετανάστευσης, Tony Burke, στην ερώτησή του, «γιατί δεν υπεγράφη ακόμα η διμερής συμφωνία με την Αθήνα».
«Είμαστε έτοιμοι να υπογράψουμε τη συμφωνία. Στείλαμε το σχέδιο της συμφωνίας στην Αθήνα και προσβλέπουμε στον καθορισμό της ημερομηνίας υπογραφής της. Δεν καταλαβαίνουμε τους λόγους για τους οποίους καθυστερεί η Ελλάδα» είχε ειπεί ο κ. Burke.
Πώς γίνεται, λοιπόν, η Αθήνα να περιμένει την Αυστραλία από τον Αύγουστο και η Αυστραλία να απορεί τον Σεπτέμβριο, γιατί καθυστερεί η Αθήνα; Αστεία πράγματα.
Τέλος, ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός της Αυστραλίας, Kevin Rudd, σε δηλώσεις του στο «Νέο Κόσμο» πριν τις εθνικές εκλογές της 7ης Σεπτεμβρίου είχε εκφράσει τη λύπη του για «τη χαμένη ευκαιρία φιλοξενίας 500 νεαρών Ελλήνων, που θα επέλεγαν να κάνουν διακοπές στην Αυστραλία εργαζόμενοι».
Το θέμα είχε ξεχαστεί και θα παρέμενε στις καλένδες, αν δεν το ανακινούσε ο «Νέος Κόσμος» – βεβαιώνουν η ημερομηνία της επιστολής του κ. Δαφαράνου και η απάντηση του εκπροσώπου του υπουργού Μετανάστευσης επί του θέματος:
«Άρχισαν συνομιλίες αξιωματούχων της αυστραλιανής και της ελληνικής κυβέρνησης σχετικά με την αμοιβαία παροχή τουριστικής βίζας με δικαίωμα εργασίας. Ο υπουργός συναντήθηκε με τον πρέσβη της Ελλάδας, κ. Χαράλαμπο Δαφαράνο, και διαπιστώθηκε πρόοδος. Περισσότερες πληροφορίες θα παρέχονται καθώς θα προοδεύουν οι συνομιλίες».
Ευχόμαστε οι συνομιλίες να έχουν αίσιο τέλος.
Κλείνοντας το σχόλιο, με την ευχή να μην χρειαστεί να επανέλθω στο θέμα, κάνω έκκληση και στον αγαπητό μου διευθυντή του Panhellenic Post και συνεργάτη στην πρώην ΕΡΤ, Χρήστο Μαλασπίνα, να μην παλινδρομεί πειθόμενος στα ρήματα διπλωματών και πολιτικών, διότι αμφότεροι είναι περισσότεροι αναξιόπιστοι λειτουργοί από εμάς, τους δημοσιογράφους.