Την περασμένη εβδομάδα αναφέρθηκα στο βιβλίο του πανεπιστημιακού οικονομολόγου Ross Garnaut με τίτλο: “Dog Days – Australia after the boom” -«Σκυλίσιες Ημέρες – Η Αυστραλία μετά την περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης».
Στο εν λόγω βιβλίο του ο Ross Garnaut προβλέπει πως η Αυστραλία στο άμεσο μέλλον θα αντιμετωπίσει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, αν σύντομα δεν λάβει τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα. Τα οικονομικά προβλήματα, όπως τα αντιλαμβάνεται ο Ross Garnaut, θα ανακύψουν από το γεγονός ότι έχει μειωθεί από την Κίνα η ζήτηση μεγάλων ποσοτήτων πρώτων υλών, κυρίως μεταλλευμάτων σιδήρου και υγροποιημένου φυσικού αερίου, και από την άνοδο που σημείωσε η συναλλαγματική αξία του δολαρίου Αυστραλίας σε σχέση με το δολάριο Αμερικής.
Το αποτέλεσμα από την άνοδο της αξίας του δολαρίου είναι τα προϊόντα που εξάγει η Αυστραλία να γίνονται πιο ακριβά, καθιστώντας τα λιγότερα ανταγωνίσιμα με τα αντίστοιχα προϊόντων άλλων χωρών, ενώ τα προϊόντα που εισάγει η Αυστραλία γίνονται πιο φτηνά, και έτσι εκτοπίζουν τα εγχώρια προϊόντα από την αγορά.
Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί δύο μεγάλα προβλήματα για την Αυστραλία. Το πρώτο απορρέει από την πτώση των εξαγωγών, καθότι προκαλείται έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, αλλά και στα κρατικά έσοδα, με αποτέλεσμα η Αυστραλία να δανείζεται από το εξωτερικό, και έτσι να αυξάνεται το εξωτερικό της χρέος.
Το δεύτερο πρόβλημα προκύπτει από τη μείωση στη ζήτηση προϊόντων που παράγονται στην Αυστραλία, αφού τα εισαγόμενα είναι φθηνότερα, γεγονός που οδηγεί στο κλείσιμο αυστραλιανών επιχειρήσεων, ή τη μεταφορά της παραγωγής τους σε χώρες της Ασίας, και ως εκ τούτου την απώλεια θέσεων εργασίας στην Αυστραλία. Οι αρνητικές επιπτώσεις από μια τέτοια εξέλιξη δεν περιορίζονται μόνο στα άτομα που χάνουν την εργασία τους, αλλά επεκτείνονται και στον δημόσιο τομέα, με την μειωμένη είσπραξη φόρων, και την αύξηση στα δημόσια έξοδα με τα επιπρόσθετα επιδόματα ανεργίας.
Απτό, πρόσφατο, και επώδυνο παράδειγμα των εξελίξεων που προβλέπει ο Ross Garnaut είναι η ανακοίνωση την περασμένη εβδομάδα της εταιρείας General Motors Holden πως θα παύσει την παραγωγή αυτοκινήτων στην Αυστραλία από το 2017. Η απόφαση αυτή της GMH θα επηρεάσει και τις εταιρείες που παράγουν εξαρτήματα αυτοκινήτων, με αποτέλεσμα την απώλεια περίπου 60.000 θέσεων εργασίας.
Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, η οποία δεν είναι υποθετική, αλλά έχει ήδη αρχίσει να γίνεται αισθητή, ο Ross Garnaut εισηγείται την άμεση λήψη δύο βασικών μέτρων από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση:
*Την σταδιακή, και σημαντική, μείωση της συναλλαγματικής αξίας του αυστραλιανού δολαρίου.
*Την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων, και τη συγκράτηση στην αύξηση των ημερομισθίων.
ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΗ Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΝΟΥ ΔΟΛΑΡΙΟΥ
Σύμφωνα με τον Ross Garnaut η προτεραιότητα της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η μείωση στην αξία του δολαρίου Αυστραλίας, γιατί αποτελεί βασική προϋπόθεση για την αύξηση στις εξαγωγές αυστραλιανών προϊόντων και στη μείωση των εισαγόμενων προϊόντων. Μόνον όταν αυτό επιτευχθεί θα αναζωογονηθεί η αυστραλιανή οικονομία, και θα διατηρηθεί το υψηλό επίπεδο ζωής.
Γράφει σχετικά ο Ross Garnaut:
«Καμιά οικονομικά ανεπτυγμένη χώρα δεν έχει δει το εθνικό της νόμισμα να αυξάνεται στο βαθμό που αυξήθηκε το αυστραλιανό δολάριο κατά τη διάρκεια της πρόσφατης μεγάλης ζήτησης πρώτων υλών της χώρας μας από την Κίνα», σελ. 108.
Για την αύξηση στην αξία του αυστραλιανού δολαρίου, και τις επιπτώσεις της, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι πληροφορίες που δίνει ο Tim Colebatch, οικονομικός συντάκτης της εφημερίδας The Age, στην έκδοση της Τρίτης, 10 Δεκεμβρίου 2013:
«Η εταιρεία που παράγει τα αυτοκίνητα Holden είναι θύμα, όπως η Qantas, της υψηλής αξίας του δολαρίου. Το 2002 το αυστραλέζικο δολάριο αντιστοιχούσε με 54 cents του αμερικανικού δολαρίου. Για επιχειρήσεις που συναγωνίζονται στην διεθνή αγορά, όπως είναι οι επιχειρήσεις κατασκευής αυτοκινήτων, η Αυστραλία ήταν εξίσου ανταγωνιστική με την Νότια Κορέα.
Όμως το 2012 η συναλλαγματική αξία του αυστραλιανού δολαρίου αυξήθηκε κατά 91%, και κατά μέσο όρο ήταν ισοδύναμη με το αμερικανικό δολάριο. Στις διεθνείς αγορές η αύξηση αυτή κατέστησε τα αυστραλιανά προϊόντα ακριβότερα κατά 91%».
Σημειώνω πως στις αρχές του 2013 η αξία του δολαρίου Αυστραλίας είχε φτάσει το 1.10 cents του αμερικανικού δολαρίου. Τις τελευταίες ημέρες η αξία του κυμαίνεται γύρω στα 90 cents του δολαρίου Αμερικής. Με άλλα λόγια, συνεχίζει να βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, ιδιαίτερα σε σύγκριση με το 2002, όταν αντιστοιχούσε με 54 cents του δολαρίου Αμερικής.
Σύμφωνα με τον Ross Garnaut, το αυστραλιανό δολάριο δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 84 cents του δολαρίου Αμερικής, για να αποκατασταθεί η ισορροπία μεταξύ των εξαγωγών και εισαγωγών προϊόντων, και να παραμείνει σε ικανοποιητικό επίπεδο η οικονομία της Αυστραλίας.
ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ
Πιο πάνω είδαμε πως οι εξαγωγές γίνονται φθηνότερες, και συνεπώς πιο ανταγωνιστικές στις διεθνείς αγορές, όσο η συναλλαγματική αξία του αυστραλιανού δολαρίου μειώνεται.
Αυτή είναι η θετική πλευρά της υποτίμησης του δολαρίου, καθότι οι αυξημένες εξαγωγές αυστραλιανών προϊόντων δημιουργούν τις συνθήκες για περαιτέρω οικονομική δραστηριότητα και ανάπτυξη, με όλα τα ευεργετικά αποτελέσματα που απορρέουν για την ευρύτερη κοινωνία της χώρας.
Υπάρχει όμως και μια αρνητική πλευρά της υποτίμησης του δολαρίου, αφού καθιστά τα εισαγόμενα προϊόντα πιο ακριβά, με αποτέλεσμα την άνοδο στο κόστος ζωής.
Επειδή όμως τα μέτρα που παίρνουν οι κυβερνήσεις για τις αυξομειώσεις στην συναλλαγματική αξία του εθνικού νομίσματος χρειάζονται χρόνο για να φέρουν τα ποθούμενα αποτελέσματα, ο Ross Garnaut είναι της γνώμης πως παράλληλα θα πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες για τα αυστραλιανά προϊόντα να γίνουν ανταγωνίσιμα με τα ξένα προϊόντα, ώστε να αυξηθούν οι εξαγωγές και να μειωθούν οι εισαγωγές.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους.
Ο ένας τρόπος είναι η αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων. Αυτό επιτυγχάνεται με επενδύσεις σε σύγχρονα μέσα παραγωγής και πιο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Όμως αυτός ο τρόπος παίρνει πολύ χρόνο για να αποφέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Ross Garnaut, θα πάρει δεκαετίες για να επιτευχθούν οι επιδιωκόμενοι στόχοι.
Ως εκ τούτου ο Ross Garnaut είναι της γνώμης πως η αύξηση στην ανταγωνιστικότητα των αυστραλιανών προϊόντων στις διεθνείς αγορές, αλλά και στην εσωτερική αγορά έναντι των εισαγόμενων προϊόντων, μπορεί επιτευχθεί όταν παράλληλα με τη μείωση της συναλλαγματικής αξίας του αυστραλιανού δολαρίου, επιβληθεί μια συγκράτηση στην άνοδο των ημερομισθίων.
Αυτό το τονίζει γιατί στο παρελθόν, όταν η χαμηλή αξία του δολαρίου είχε εις συνέπεια την άνοδο στις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει το κόστος ζωής, οι κυβερνήσεις ενθάρρυναν τις αυξήσεις στα ημερομίσθια ως αντιστάθμισμα.
Τώρα όμως, λόγω του ότι η ζήτηση για τις πρώτες ύλες της Αυστραλίας έχει μειωθεί, και η Αυστραλία δεν διαθέτει επαρκή αριθμό άλλων προϊόντων για εξαγωγές, επείγει, σύμφωνα με τον Ross Garnaut, η παραγωγή πιο ανταγωνιστικών προϊόντων.
Αυτό θα επιτευχθεί όταν τα ημερομίσθια στην Αυστραλία παραμείνουν στάσιμα για ένα χρονικό διάστημα, ούτως ώστε η Αυστραλία να παράγει επαρκείς ποσότητες προϊόντων που θα μπορούν να ανταγωνισθούν τα αντίστοιχα προϊόντα άλλων χωρών.
Με άλλα λόγια, το κόστος για την αύξηση των εξαγόμενων προϊόντων, και τη μείωση των εισαγόμενων.
Για να συνοψίσω, σύμφωνα με τον Ross Garnaut, για να αυξηθούν οι εξαγωγές αυστραλιανών προϊόντων, και παράλληλα να μειωθούν οι εισαγωγές ξένων προϊόντων, απαιτείται η μείωση στην συναλλαγματική αξία του αυστραλιανού δολαρίου, η αυξημένη παραγωγικότητα, και η πτώση στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων.
Εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου του: – «Σκυλίσιες Ημέρες – Η Αυστραλία μετά την περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης».
Η περίπτωση της GMH έρχεται ως επιβεβαίωση πως οι «σκυλίσιες ημέρες» ήδη βρίσκονται στα πρόθυρα της χώρας…