Στις 3 Δεκεμβρίου, ο Γιώργος Κατσίκης πήρε την τελευταία του ανάσα στον ίδιο τόπο που έκανε τα πρώτα βήματα του, στην Αυστραλία.
Όλοι τώρα μας λένε ότι έφυγε σαν παλικάρι, υπονοώντας ότι δεν βασανίστηκε λόγω του ξαφνικού και γρήγορου θανάτου του, αλλά προπαντός, δεν ταλαιπώρησε την οικογένειά του.
Όταν πεθαίνει κάποιος, το συνηθισμένο στην παροικία μας είναι να τελεστεί κηδεία. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, τα συνηθισμένα δεν έγιναν ούτε και θα γίνουν.
Η θέληση και η τελευταία του επιθυμία του πατέρα μου ήταν να δωρίσει το σώμα του στην επιστήμη της Ιατρικής. Πως κατάληξε όμως ο πατέρας μου σ’ αυτήν την απόφαση; Η ιστορία του αρχίζει με το τέλος του.
Πριν πέντε χρονιά, υπεβλήθη σε εγχείρηση καρδιάς. Από εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε μέσα του ένας μεγάλος σεβασμός για τους επιστήμονες της Ιατρικής. Θυμάμαι όταν πάλι πέρυσι τον Οκτώβρη γέμισαν τα πνευμόνια του με υγρά και τον συνέφεραν στο νοσοκομείο, με κοίταξε στα μάτια καθώς ήταν ακόμα σε κρίσιμη κατάσταση και μου είπε ότι εάν γινόταν το ίδιο πράγμα στην Ελλάδα δε νόμιζε ότι θα ζούσε. Η ευγνωμοσύνη του για τους γιατρούς σ’ αυτή τη χώρα ήταν απερίγραπτη, αυτό ήταν τόσο φανερό απ’ τα λόγια του.
Μετά απ’ αυτό το επεισόδιο, βλέποντας τον καρδιολόγο, τους άλλους γιατρούς στο νοσοκομείο αλλά και τη νοσοκόμα που ερχόταν στο σπίτι για να τον φροντίσει, δεν είχε λόγια για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη και το σεβασμό του στην Ιατρική.
Πώς και πότε έμαθε ότι μπορείς να δωρίσεις το σώμα σου στην επιστήμη δεν ξέρω. Αλλά ξέρω ότι το ανέφερε για πρώτη φορά στη νοσοκόμα του και την ρώτησε εάν μπορούσε αυτή να του το εκτελέσει. Αυτή του είπε ότι δεν τής επέτρεπε ο νόμος και ότι ο ίδιος ή κάποιος από την οικογένειά του πρέπει να το ερευνήσουν.
Δεν θυμάμαι πότε έμαθα για την ευχή του πατέρα μου, αλλά του υποσχέθηκα ότι θα του έβρισκα τις κατάλληλες πληροφορίες. Και σαν τον πατέρα μου, τη στιγμή που δίνω το λόγο μου, τον κρατώ.
Στην αρχήν νόμιζα ότι ήθελε να προσφέρει τα όργανά του και του πήγα τη σχετική αίτηση αλλά όταν την είδε μου ξεκαθάρισε ότι δε θέλει να δωρίσει μόνο τα όργανα αλλά ολόκληρο το σώμα του στην επιστήμη της ιατρικής για σπουδές και έρευνα. Αυτή η επιθυμία του, όμως, χρειαζόταν πιο πολύ μελέτη. Πριν αρχίσει αυτή η μελέτη ερευνήσαμε αν αυτό το επιτρέπει η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία από την άποψη της αντίρρησης του κόσμου και τη σύγκρουση που θα μας περίμενε με συγγενείς. Είναι φυσικό για κάθε άνθρωπο όταν δεν γίνονται τα συνηθισμένα να τον επηρεάσει και να αντιδράσει.
Θέλω να τονίσω, όμως, ότι η αντίρρηση δεν προήρθε από τον πατέρα μου. Είχε αποφασίσει τι ήθελε και το θέλημα του θα γινόταν άσχετα με το τι μαθαίναμε. Ο πατέρας μου πίστευε στην απόφαση του. Γι’ αυτόν να μπορείς να βοηθήσεις τον συνάνθρωπο σου ήταν το μεγαλύτερο δώρο που μπορείς να προσφέρεις. Αυτήν την άποψη υποστηρίζει και η εκκλησία διότι είναι πράξη αγάπης και αυτοθυσία για τον συνάνθρωπό σου.
Μάθαμε ότι η Εκκλησία υποστηρίζει την προσφορά οργάνων. Περάσαμε αυτό το εμπόδιο.
Ο πατέρας μου έζησε τη ζωή του με ήθος, με την αρχή ότι πρέπει να αγαπάμε αλλήλους. Δεν μιλούσε πολύ για την αγάπη αλλά έδειχνε την αγάπη του προς τον συνάνθρωπό του με τις πράξεις του και με τις θυσίες του.
Τελικά, έμαθα ότι στη Βικτωρία αιτήσεις για τη δωρεά σώματος πρέπει να την δηλώσεις στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης.
Έλαβα τα κατάλληλα χαρτιά και πήγα με τον πατέρα μου να τού εξηγήσουν και να τα μεταφράσουν. Το πρώτο πράγμα που ρώτησε όταν καθίσαμε κάτω για να του δοθούν οι απαραίτητες εξηγήσεις ήταν πού πρέπει να υπογράψει. Εγώ του απάντησα ότι πρώτα πρέπει να καταλάβει όλες τις λεπτομέρειες και μετά να κάνει την αίτηση που δίνει την άδεια στο πανεπιστήμιο να λάβουν το σώμα του μετά το θάνατό του.
Από τη στιγμή που υπέγραψε, ο πατέρας μου έγινε άλλος άνθρωπος, «ελάφρυνε» θα έλεγα. Τώρα πιστεύουμε ότι αυτό συνέβη γιατί του έφυγε το άγχος που είχε για το αν τελικά θα γίνει το θέλημά του. Που να ξέραμε τότε ότι τέσσερις μήνες αργότερα θα μας έφευγε ξαφνικά.
Όταν έμαθα τα ξαφνικά και δυσάρεστα νέα, τηλεφώνησα στο πανεπιστήμιο να τους ενημερώσω. Ο πατέρας μου ξεψύχησε πηγαίνοντας ψάρεμα με ένα φίλο του. Δεν πρόλαβε, όμως, να ρίξει το καλάμι του μέσα στο αλμυρότερο. Πέθανε, όμως, σε δημόσιο χώρο και έπρεπε να γίνει αυτοψία για να διαπιστωθούν τα αίτια του θανάτου και να συμπληρωθούν τα σχετικά έγγραφα. Ήταν πολύ δύσκολα για όλους μας.
Από τη στιγμή που τον έλαβαν στο ιατρικό δικαστή μέχρι και τη στιγμή που μπήκε στην είσοδος του Πανεπιστήμιου έπρεπε να τους τηλεφωνώ για να τους τονίσω ότι δεν θέλαμε να γίνει η αυτοψία διότι δε θα τον δεχόταν το Πανεπιστήμιο. Γιατί και το Πανεπιστήμιο έχει περιορισμούς σε αυτές τις περιπτώσεις όσον αφορά την κατάσταση του σώματος για να το δεχθούν ακόμα και αν έχουν υπογραφτεί χαρτιά. Αυτό δεν είναι αρκετό.
Όταν πήγαμε να δούμε τον πατέρα μου στο νεκροτομείο για τελευταία φορά, μέχρι και οι απλοί υπάλληλοι μας έδωσαν συγχαρητήρια του για τη θυσία του πατέρα μου. Μας ενημέρωσαν ότι είναι σπάνιο δώρο στην Αυστραλία και γι’ αυτό το λόγο αναγκάζονται συνήθως να εισάγουν σώματα από την Κίνα για να μπορούν οι επιστήμονες στα πανεπιστήμια να διδαχτούν.
Μόνο τότε κατάλαβα γιατί ανάθεσε σε μένα ο πατέρας μου αυτή την τιμή για να γίνει το θέλημα του. Μου είχε πάντα εμπιστοσύνη. Και αυτή η τιμή που μου έκανε ο πατέρας μου σαν πρωτότοκη κόρη του, μου έδωσε και τη δύναμη να κάνω το παν για να τον τακτοποιήσω όπως ήθελε ο ίδιος παρ’ όλο που είχα τον πόνο μου που τον έχασα χωρίς να του πω ένα αντίο, ένα σ’ αγαπώ. Το μόνο που με ανακουφίζει τώρα είναι ότι του έλεγα πάντα ότι τον αγαπούσα όταν ζούσε – όταν πράγματι μετράει.
Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλη αγάπη και αφοσίωση στην οικογένειά του και στον συνάνθρωπο του και στη δύναμη της εκπαίδευσης.
Παντρεύτηκε τη μάνα μου, χήρα με ένα παιδί επτά χρόνων και δέχτηκε τον αδελφό μου σαν δικό του παιδί, σαν δικό του αίμα. Και ύστερα ήρθαν και οι τρεις κόρες του. Για έναν Έλληνα αυτό είναι σπάνιο. Πάντα μας έλεγε ότι όποιο δάχτυλο και αν του κόψεις το ίδιο θα πονέσει. Και τα τέσσερα του παιδιά του τα αγαπούσε το ίδιο και με όλη του την καρδιά. Μέχρι και το τέλος του θυσιαζόταν για να μπορεί να κάνει το παν για μας και για τους άλλους.
Ήταν άνθρωπος που σε βοηθούσε με οποίο τρόπο μπορούσε: να σε ευκολύνει στη δουλειά σου, να σου δώσει λεφτά να σε φιλοξενήσει, να σε παρηγορήσει με τη παρέα του, να σε κεράσει ένα καφέ, ένα ποτό, ένα πιάτο φαγητό.
Για την οικογένεια του θυσιάστηκε για δεκαετίες δουλεύοντας στα ψαράδικα μέσα τους πάγους, τα νερά, τα ψυγεία και τα καζάνια. Σηκωνόταν στις 4 το πρωί και κοιμόταν 11 το βράδυ μόνο για να έχει την δυνατότητα να μας μορφώσει για να έχουμε εμείς καλύτερες ευκαιρίες και καλύτερη ζωή.
Ήταν πανέξυπνος άνθρωπος, τετραπέρατος. Ενώ είχε προβλήματα με την καρδιά του μέχρι και το τέλος είχε απόλυτη πνευματική διαύγεια. Οδηγούσε, πάλευε με τους κήπους, έλεγε το καλαμπούρι του και με ταπεινό τρόπο πάντα έδειχνε την αγάπη του.
Θυμάμαι τον ρώτησα αφού είχε υπογράψει την αίτηση γιατί πήρε αυτή την απόφαση και μου απάντησε ότι σεβόταν τόσο πολύ τους επιστήμονες που τον βοήθησαν τόσο καιρό. Ήθελε να δείξει την εκτίμηση του για αυτή την υποστήριξη και περιποίηση που δέχθηκε για την υγεία του. Και βέβαια ήθελε να τους δώσει την ευκαιρία να τον ερευνήσουν και να τον εξετάσουν για την εξέλιξη της επιστήμης. Στα μάτια μου ο πατέρας μου έγινε με τη δωρεά του ποιητής της ανθρωπιάς. Μόνος του συμπλήρωσε το κύκλο της ζωής του κατά τους δικούς του τους κανόνες και ελπίζω να ενθαρρύνει και άλλους να σκεφτούν το ίδιο.
Και τελικά ενώ δεν κατάφερε ο ίδιος να μορφωθεί και να πάει στο Πανεπιστήμιο, με το δώρο του σώματος του, αυτός τώρα θα τους κάνει μάθημα στο Πανεπιστήμιο.