Σε πρόσφατη έκδοση των «Κοινοτικών Νέων», τριμηνιαίας εφημερίδας της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας, διάβασα με ευχαρίστηση δύο ρεπορτάζ που αναφέρονται σε ενδιαφέρουσες διαλέξεις, οι οποίες ευχής έργο θα ήταν αν είχαν δημοσιευθεί στην ολότητά τους, ή τουλάχιστον τα βασικά σημεία των θεμάτων τους, διότι πολύ θα ωφελούσε να τα διαβάσουν, όχι μόνο οι αναγνώστες της ως άνω εφημερίδας, αλλά και όλοι οι ομογενείς αν ήταν δυνατόν. «Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στην Αυστραλία» ήταν το θέμα που ανέπτυξε η πανεπιστημιακός κ. Άννα Χατζηνικολάου, και «Ο πολιτισμός και ο ελληνισμός της Αυστραλίας» το θέμα του κ. Βρασίδα Καραλή, καθηγητή του Πανεπιστημίου Σίδνεϊ.
Νιώθω πιο πολύ την ανάγκη να αναφερθώ στην πρώτη από αυτές, πιστεύοντας ότι θα με δικαιολογήσουν γι’ αυτό όσοι συμπάροικοι θυμούνται την εξαετή θητεία μου ως πρώτου συμβούλου Εκπαίδευσης στη Βικτώρια, την οκταετή υπηρεσία μου ως διευθυντή των Ελληνικών Σπουδών του Κολεγίου «Άγιος Ιωάννης» και τον ετήσιο αγώνα μου ως Διευθυντή του πρωτοπόρου, σύγχρονου και ιστορικού αυτού αγγλοελληνικού Σχολείου.
Θέλω να πω, λοιπόν, ότι σωστά η κ. Χατζηνικολάου χαρακτήρισε τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 πολύ αποδοτικές στη διατήρηση και εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού μας στη Βικτώρια, όπως και αρνητικό καταλύτη τη δεκαετία του ’90, ως περίοδο δηλαδή κατά την οποία όχι μόνο δε συνεχίστηκαν οι επιτυχίες και η πρόοδος σε αυτούς τους τομείς, αλλά και χάθηκαν πολλά από εκείνα που με μεγάλους κόπους είχαν επιτευχθεί.
Είμαι απόλυτα, βέβαιος, ότι η κ. Χατζηνικολάου στο πολύ βασικό αυτό σημείο της ομιλίας της δεν αρκέσθηκε στο να χαρακτηρίσει μονολεκτικά τις μεγάλες επιτυχίες των δύο πρώτων δεκαετιών και τις αποτυχίες της τρίτης, χωρίς να κάνει κανένα λόγο για τις αιτίες, τις συνθήκες, τις πράξεις, ίσως και τα πρόσωπα που δημιούργησαν τις αντίρροπες αυτές καταστάσεις. Γι’ αυτό πιστεύω ότι ο ρεπόρτερ από ανάγκη έκανε αυτή την περικοπή από το κείμενο της διάλεξης, λόγω του περιορισμένου χώρου που είχε στην εφημερίδα που το δημοσίευσε. Ζητώ λοιπόν από την κ. Χατζηνικολάου και τον δημοσιογράφο να μην παρεξηγήσουν την εκ μέρους μου συμπλήρωση αυτού του κενού, η οποία θα βοηθήσει τους αναγνώστες να καταλάβουν και να εκτιμήσουν σε όλη την έκταση και το βάθος τους όσα αναφέρει το ρεπορτάζ αυτό.
Η συμπλήρωση που χρειάζεται να γίνει, είναι ότι η μεγάλη πρόοδος που σημείωσε η ελληνομάθεια των παιδιών μας ειδικά στη Βικτώρια στις δεκαετίες του ’70 και ’80, δεν μας το δώρισε η τύχη μας, ούτε άλλος κανένας. Ήταν η πολύ βαθιά και συνειδητή εκτίμηση, η αγάπη των ομογενών μας προς το πολύτιμο αυτό αγαθό, η λαχτάρα που οδήγησε πολλούς σε ορθές σκέψεις και τίμιες προσεγγίσεις, η επιθυμία για ανάληψη δραστηριοτήτων με στόχο την καταξίωση του αγαθού αυτού. Αυτά προκάλεσαν στη συνέχεια τη συγκρότηση Επιτροπής των υπευθύνων των κοινοτικών σχολείων και τη σωστή συνεργασία μεταξύ τους.
Το ίδιο έκαναν χωρίς καθυστέρηση και τα ιδιωτικά ελληνικά σχολεία της Πολιτείας αυτής. Ήταν ακόμη μετά από μικρό διάστημα και η πραγματικά αποδοτική συνεργασία των δύο αυτών Επιτροπών, όπως, επίσης, η ομαλή και πολύ παραγωγική σύμπραξή τους με το Γραφείο του Συμβούλου Εκπαιδεύσεως.
Ας σημειωθεί και ότι, πριν κάνει την εμφάνισή της η ιστορική αυτή αλλαγή, πολλοί από τους διευθυντές και πρόκριτους των παραπάνω σχολείων βρίσκονταν σε συχνές διαφωνίες, ανταγωνισμούς και συγκρούσεις, οι οποίες απέκλειαν κάθε συνεννόηση και συνεργασία μεταξύ τους. Λόγος εξάλλου πρέπει να γίνει και για την οργάνωση και τριετή λειτουργία Επιμορφωτικών Σεμιναρίων για τους διδάσκοντες στα ως άνω σχολεία μας (3 τμήματα των 90 περίπου ατόμων με δίωρη διδασκαλία την εβδομάδα), εβδομαδιαίες εκπομπές εκπαιδευτικού και πολιτιστικού περιεχομένου επί 4 συναπτά έτη, ποικίλες διαλέξεις, πυκνές συνεδριάσεις, εκπαιδευτικά συνέδρια, επισκέψεις σε σχολεία μας, ποικίλες εκδηλώσεις, συγγραφή σχολικών βιβλίων για τα παιδιά μας και πολλά-πολλά άλλα, τα οποία συμπεριέλαβα σε βιβλίο μου 650 σελίδων, με τίτλο «Η Ελληνομάθεια των Ομογενών της Αυστραλίας», που εκδόθηκε το έτος 2005.
Κάπως έτσι εγώ νομίζω αιτιολογείται η διατήρηση και η εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού μας στις δεκαετίες του ’70 και ’80 στην ωραία Πολιτεία που ζούμε. Την περίοδο εκείνη το «φτερωτό άρμα της ψυχής» (για να θυμηθούμε λίγο το σοφό μας Πλάτωνα) δούλεψε αρμονικά και στα τρία μέρη του, ώστε να επιβληθεί ο νους της ψυχής, το (λογιστικόν), στα άλλα μέρη της, δηλαδή στο θυμό (θυμοειδές) και στην επιθυμία (επιθυμητικόν). Δυστυχώς όμως έγινε το τελείως αντίθετο κατά στη δεκαετία του ’90, και το λογιστικόν της ομογένειας, αντί να επικρατήσει, έπεσε θύμα του θυμοειδούς και του επιθυμητού μας! Το τι και πώς έγινε κατά τη δεκαετία αυτή, ώστε να υποστεί η ομογένειά μας σημαντική καθίζηση στον νευραλγικό τομέα της ελληνομάθειας, θα μπορούν οι συμπάροικοι που ενδιαφέρονται να το δουν σε όλα τεκμηριωμένο σε νέο μου βιβλίο, που θα κυκλοφορήσει στα μέσα Φεβρουαρίου του έτους που σε λίγο αρχίζει.
Με την ευκαιρία της δημοσίευσής μου αυτής, η σύζυγός μου κι εγώ εγκάρδια ευχόμαστε σε όλους τους συμπαροίκους, γνωστούς μας και μη, να περάσουν πολύ καλά τα Χριστούγεννα, και να τους είναι ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος 2014.