Εμείς στις γιορτές είχαμε κανονίσει για Κουάλα Λουμπούρ. Με τον Μιχάλη. Πολύ φίλος μας. Έχουμε τον ίδιο πλαστογράφο! Τον Αγησίλαο με το όνομα! Καλλιτέχνης ο Αγησίλαος! Τσαρούχης! Ό,τι τραβάει η ψυχούλα σου. Πινακίδες, χαρτονομίσματα, πίνακες, ακουαρέλες, λάδια, ξίδια, μουστάρδες με σος μπαλσάμικο, ακουαρέλες τις είπαμε, κάρβουνο, μολύβι, μόνες λίζες, τον γέρο με τον τσιμπούκι – όλα, φτυστά! Αλλά, δυστυχώς τα μεγάλα ταλέντα αδικούνται εδώ στην Ελλάδα. Μετά θάνατον θα αναγνωριστεί ο Αγησίλαος. Και θα τον κάνουνε και δρόμο: Αγησιλάου και Λιάπη γωνία! Αχ, Αγησίλαε…
Συ μου παραχάραξες πορεία!

Εσύ γλυκιά – εσύ γλυκιά μου αμαρτία!
Στον Λιάπη έκανε πλαστές πινακίδες. Σε μας έκανε πλαστά 100ευρα. Έτσι γνωριστήκαμε με τον Μιχάλη. Στον προθάλαμο αναμονής. Γιατί έχει ουρές ο Αγησίλαος. Αυτός και οι αγορές χρυσού – χαμός από πελάτες! Περιμέναμε που λες, δεν είχε και τίποτα να διαβάσεις, κάτι περιοδικά του 2008 με λαϊφστάιλ – κατάθλιψη να σε πιάνει. Κουβέντα στην κουβέντα, ήρθαμε και δέσαμε. Γίναμε φίλοι. Είχαμε βλέπεις κοινά ενδιαφέροντα. Και πλαστά.
Κι είπαμε να πάμε όλοι μαζί Κουάλα Λουμπούρ. Στο πεντάστερο με τα τζακούζια. Γιατί όπως όλοι γνωρίζουμε, είχαμε και στο χωριό μας τζακούζια. Έτσι γαλουχηθήκαμε εμείς. Στο σχολείο στην Άνω Μαγούλα πήραμε τα πρώτα μας εφόδια. Μας έβαζε η δασκάλα να κλίνουμε το ουσιαστικό: Το τζακούζι, του τζακουζιού, ω τζακούζι, τα τζακούζια, των τζακουζιών, ω τζακούζια!

Η μακαρίτισσα η γιαγιά μου, κάθε δεύτερο Σάββατο, έναν-έναν μας έβαζε στο τζακούζι και μας έπλενε με το μοσχοσάπουνο. Ωραία χρόνια, αξέχαστα… Μπορεί να ήμασταν φτωχοί αλλά είχαμε ο ένας τον άλλον, πολλή αγάπη και πολλά τζακούζια.
Αχ, μάνα μ’! Σαν χτες τα θυμάμαι και βουρκώνω: εκεί ψηλά στη ραχούλα σπαρμένη η περιοχή πλατάνια, γιαγιάδες και τζακούζια. Κι η Γκόλφω η ροδομάγουλη, η χιλιοπαινεμένη να ροβολάει χαρωπή. Κι αντιλαλούσε ο Χελμός κι ο λόγκος πέρα ως πέρα:
-Τάσοοοοο!
-Γκόλφωωωω!
Έτσι τα βρήκαμε, εμείς θα τα αλλάξουμε; Αυτός ο λαός μπορεί να ήταν φτωχός αλλά το τζακούζι του το είχε ψηλά! Γι’ αυτό και η δημοτική μας ποίηση το χιλιοτραγούδησε:
Σε τζακούζα όταν μπεις
Γίνεσαι ευθύς
Βασιλιάς, δικτάτορας, θεός και κοσμοκράτορας
Κι όταν καλομπείς
Βρε θα ευφρανθείς
Κι όλα πια στον κόσμο ρόδινα θα δεις.
Το τζακούζι είναι το ένα χαρακτηριστικό του μέσου πολίτη στην Ελλάδα της κρίσης. Το άλλο χαρακτηριστικό είναι η θερμαινόμενη πισίνα. Το είπε κι ο Στουρνάρας. «Δεν μπορούμε», σου λέει, ο άνθρωπος, «να χαμηλώσουμε τις τιμές στο πετρέλαιο γιατί πολύ το χρησιμοποιούν για να θερμαίνουν τις πισίνες τους».

Έτσι! Γιατί είχαμε ΚΑΙ θερμαινόμενη στο χωριό μας. Ολυμπιακών διαστάσεων. Με κοκοφοίνικες γύρω-γύρω, παραδείσια πτηνά, ροζ φλαμίνγκο και ξαπλώστρες εκρού με χρυσαφιά χερούλια. Και δούλους από τη φυτεία της Άνω Περαχώρας. Να μας σερβίρουν ροζ σαμπάνια – που έδενε με το ροζ φλαμίνγκο!
Αχ τι χρόνια, τι χρόνια… Πείνα, στερήσεις, φτώχεια, δυστυχία… Αλλά είχαμε ο ένας τον άλλον κι ο καθένας την πισίνα του. Οι γονείς μας μπορεί να κάναν το σκατό τους παξιμάδι, αλλά το ψωμί στο τραπέζι κι η πισίνα στον κήπο δεν μας έλειψε ποτέ!
Και κάθε Χριστούγεννα -το λέω και κλαίω- όλη η οικογένεια πήγαινε Κουάλα Λουμπούρ. Αυτή ήταν η ομορφιά της αγνής ελληνικής υπαίθρου – αυτές ήταν οι παραδόσεις που περνάνε από γενιά σε γενιά! Αυτές πήγε να τιμήσει ο Μιχάλης Λιάπης. Και πέσανε να τον φάνε. Οι αλήτες! Που δεν έχουν ούτε ιερό, ούτε όσιο! Ούτε τζακούζι, ούτε πισίνα!

Κάτι το ύπτιο, κάτι το πρόσθιο, κάτι το κρόουλ κι η πεταλούδα κολυμπήσαμε μες στα σκατά… Και διασχίσαμε το 2013 από τη μια ακτή στην άλλη. Απ’ τον Γενάρη στον Δεκέμβρη ούτε που το καταλάβαμε:
-Πώς βγήκε το 2013;
-Μ’ έναν πόνο!
-Μπαίνουμε στο 2014!
-Ευτυχισμένος ο Καινούργιος Πόνος!