Να είστε καλά και είμαι σίγουρος πως οι περισσότεροι από εσάς περάσατε όμορφα τούτες τις μέρες, τις γιορτινές.
Όσους έτυχε να συναντήσω ή να συνομιλήσω και ν’ ανταλλάξω, ως είθισται, ευχές, στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε η κουβέντα μας. Φάγαμε όλοι κάτι παραπάνω, με τη φαμίλια περάσαμε οι περισσότεροι, όλα καλά, ήσυχα και οικογενειακά. Ήταν βέβαια και τα απρόοπτα, ήταν και τα συνηθισμένα. «Δεν είχαμε γιορτή τα Χριστούγεννα εμείς, δυστυχώς, χάσαμε τον αδελφό μου την προπαραμονή», σου λέει ο γνωστός που του χαμογελάς από μακριά, απλώνοντας το χέρι για να τον χαιρετήσεις κι’ αντί να πεις Χριστουγεννιάτικες ευχές, συλλυπητήρια εκφράζεις. «Η μάνα μας δεν ήτανε καλά και η γιορτή μας χάλασε», σου λέει ο φίλος ο παλιός και συ αντί να πεις χρόνια πολλά, περαστικά ψελλίζεις. Κόσμος όμορφος, αγγελικά φτιαγμένος.
Με λαχτάρα περίμενα μπας και χτυπήσει η πόρτα του σπιτιού και ακούσω μια γλυκιά παιδική φωνούλα, να ρωτάει: «Να τα πούμε;»
Είχα μάθει πως στη γειτονιά ήλθαν τα παιδιά και τα εγγόνια του κυρ Θανάση, πρόσφατα, απ’ την πατρίδα. Στην ηλικία των εγγονών του, έξη, επτά χρονών παιδιά, σε ολόκληρη την Ελλάδα, περίμεναν πως και πώς να έλθουν παραμονές, να ξεχυθούν στη γειτονιά, αρχίζοντας από τα σπίτια τα γνωστά των συγγενών και φίλων. Τι όμορφα αντηχούσε, στο παγωμένο συνήθως πρωινό, εκείνο το… «να τα πούμε;»
Μάταια περίμενα να χτυπήσει η πόρτα. Τ’ απόγευμα χτύπησε το …τηλέφωνο και μας είπαν τα κάλαντα από την Ελλάδα τα εγγόνια μου. Δεν ήταν το ίδιο.
Περνώντας τυχαία την επομένη, ευχήθηκα και ρώτησα το γείτονα, τον κυρ Θανάση, γιατί δεν έστειλε τα εγγόνια του να πουν τα κάλαντα στα ελληνικά σπίτια της γειτονιάς.
«Προβλήματα κύριε Κώστα. Στεναχώριες. Το κορίτσι μου ήλθε από την Ελλάδα άρρωστο. Μαύρα Χριστούγεννα κάναμε. Αμίλητο, αγέλαστο, πικραμένο. Σπάνια μιλάει και μόνο στα παιδιά της. Πριν προλάβω να τον ρωτήσω, έβγαλε ένα χαρτί από την τσέπη του και άρχισε να διαβάζει, εξηγώντας μου ότι του το έδωσε ο γαμπρός του, προκειμένου να καταλάβει από τι πάσχει η κόρη του.
«Κατάθλιψη, βαριά κατάσταση μελαγχολίας, ανίας και δυστυχίας που σπρώχνει τον άρρωστο να απομονωθεί από το περιβάλλον. Αυτά που σκέπτεται και αυτά που συλλογιέται χαρακτηρίζονται από βραδύτητα και ανακρίβεια. Η φαντασία του είναι σχεδόν ανύπαρκτη, καθώς και η έκφραση του προσώπου του που δείχνει ότι και μέσα του έχει χαθεί κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή και επίσης δείχνει το εσωτερικό του μαρτύριο. Ο ασθενής αμφιβάλει για τις ικανότητές του, φοβάται ότι δεν μπορεί να τελειώσει καμιά εργασία και παύει να ενδιαφέρεται για τη ζωή του….»
Τον διέκοψα ευγενικά, λέγοντάς του πως έχω διαβάσει σχετικά και κάτι γνωρίζω για την κατάθλιψη. Και δεν τον άφησα να ολοκληρώσει γιατί πίστευα πως η συγκίνηση, που άρχισε εμφανώς να τον πνίγει, δεν θα τον άφηνε να τελειώσει το διάβασμα της επεξήγησης της γνωστής αρρώστιας.
Μου ευχήθηκε και μου υποσχέθηκε πως αν δεν έλθουν τα εγγόνια του αυτή τη χρονιά για να πουν τα Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, του χρόνου, που ελπίζει να είναι η μανούλα τους καλύτερα, θα έλθουν οπωσδήποτε. Σας έκανα την καρδιά σας περιβόλι. Με την έναρξη του καινούργιου χρόνου θ’ αλλάξει η διάθεση και θα δούμε τη ζωή από την εύθυμη πλευρά της. Σας είπα ότι οι ευχές μου για το 2014 θα είναι ευχές για…λιγότερα. Το νέο έτος ας μας φέρει λιγότερο πόνο. Λιγότερη δυστυχία και λιγότερες καταστροφές. Λιγότερη φτώχια και λιγότερη πείνα, κυρίως στα παιδιά, που είναι δύσκολο να την αντέξουν. Ας φέρει λιγότερους πολέμους, λιγότερο μίσος και λιγότερο θάνατο σ’ αγόρια και κορίτσια που πολεμούν, σε ξένους τόπους και δεν ξέρουν γιατί. Λιγότερο εγωισμό και κακία. Ποίος ξέρει. Μπορεί με τα λιγότερα να βγει καλύτερος ο χρόνος που μόλις μπήκε
Για την πατρίδα μας ας ευχηθούμε να λάμψει ξανά ο ήλιος της και να ζεστάνει τις ψυχές όλων μας. Χρόνια Πολλά.