«Ζήσε το όνειρό σου στην Ελλάδα!» προέτρεπε το διαφημιστικό σλόγκαν του ΕΟΤ. Κι εγώ βρήκα τελικά το κουράγιο να το αποτολμήσω -έστω κι αν φοβόμουν ότι ενδέχετο να ζήσω ένα όνειρο- εφιάλτη. Και τώρα που ήλθον, είδον και απήλθον, πολλοί με ρωτούν: «Τι νέα, τι είδες στην Πατρίδα;…»

Η Ελλάδα ανέκαθεν ήταν η χώρα των εκπλήξεων, των αντιφάσεων, των ανατροπών, των σκαμπανεβασμάτων, ψυχολογικών τε και μη. Η έξοδος απ’ το αεροδρόμιο, η επιβίβαση στο ταξί και η πορεία προς την καρδιά του κτήνους (τα ενδότερα της πρωτεύουσας) έρχεται ν’ αλλάξει άρδην το προηγούμενο σκηνικό (ένα σκυλοκαβγά μεταξύ μιας εριστικής Αμερικανίδας και μιας υπαλλήλου του αεροδρομίου, επειδή χάθηκαν οι αποσκευές της πρώτης). Τώρα, υπνωτισμένος απ’ το απαράμιλλο κάλος της ελληνικής φύσης και των τοπίων της Αττικής που λούζονταν μες στο εκτυφλωτικό φως, ενώ φυσούσε ένα δροσερό αεράκι που μ’ έκανε να αναρριγώ από την όλη συγκίνηση (επιστροφής του ασώτου στα πάτρια εδάφη,) συλλογιζόμουν μήπως χαράμισα άδικα τη ζωή μου στην ξενιτιά…

Απ’ τους πρόωρους ρεμβασμούς μου, με προσγείωσε η φωνή του ταξιτζή που προθυμοποιήθηκε να με «ξεναγήσει» στην ελληνική πραγματικότητα. (Όχι, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απελπιστικά όσο τα διεκτραγωδούσαν τα ΜΜΕ… Ναι, μπορεί βέβαια να φταίνε λίγο και οι Έλληνες με τις στρεβλώσεις και τις υπερβολές τους, αλλά ευθύνονται κυρίως οι ξένοι με τα βρώμικα παιχνίδια τους εις βάρος μας… Ευτυχώς δεν μου ανέφερε τίποτα περί «ψεκασμών»…).

Αλλαγή σκηνικού. Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο, αυτή τη φορά: Στη γειτονιά μου το απόλυτο χάος. Οχήματα παντός είδους (διπλο)παρκαρισμένα ένθεν κακείθεν (πεζοδρόμια, σταυροδρόμια, πλατείες), ξέχειλοι κάδοι απορριμάτων, ξεκοιλιασμένες σακούλες και αφόρητη δυσωσμία μες στην αυγουστιάτικη κάψα. Νέα διαβάθμιση συναισθημάτων τώρα, καθώς θυμάμαι τον Θόδωρο Αγγελόπουλο να παρατηρεί: «Μου είναι αδύνατο να δω την Ελλάδα όπως τη βλέπουν άλλοι: Μια Ελλάδα του ήλιου κλπ. Εγώ βλέπω μια Ελλάδα σχεδόν θλιβερή» (1984).

Εν συνεχεία η κατάσταση επιδεινώθηκε από την παράνομη, καταχρηστική και χρόνια κατάληψη των περιστεριών-λαθρομεταναστών στα τρία μπαλκόνια του σπιτιού μου, στοιβάζοντας όλη την κόπρο του Αυγείου. Όταν τόλμησα να διαμαρτυρηθώ στη συμπαθή μου γηραιά γειτόνισσα, ότι δεν ήμουν… Ηρακλής να αναλάβω κι εγώ μια «επιχείρηση σκούπα», εκείνη με κοίταξε ικετευτικά λέγοντας: «Αμαρτία δεν είναι για τα καημένα να χαλάσεις τις φωλίτσες τους;…» Έμεινα σύξυλος. Όχι μόνο ένιωσα ξένος κι απόξενος στον ίδιο μου τον τόπο, αλλά και παρείσακτος στο ίδιο μου το σπίτι! Παρηγορήθηκα όμως προσωρινά με τη ρήση του Πάτρικ Γουάιτ, και πάλι, ότι «η Ελλάδα είναι μια μεγάλη απελπιστική φρενίτιδα γι’ αυτούς που την κατανοούν», επαναλαμβάνοντας από μέσα μου τη μαγική mantra «Εδώ είναι Ελλάδα…»

Στο διάστημα που ακολούθησε διαπίστωσα ότι, ακόμη πιο δυσώδης και από την κόπρο των περιστεριών μου ήταν αυτή που βίωσα στο κέντρο της πρωτεύουσας. Όπου, παρόλη την «επιχείρηση σκούπας» του αρμόδιου υπουργού, εξακολουθούσαν να παραμένουν τα φαντάσματα του παρελθόντος και οι εφιαλτικοί σκελετοί του παρόντος (άνεργοι, άστεγοι, πεινασμένοι, περιθωριοποιημένοι, εξαθλιωμένοι).

Τι είδε λοιπόν η γυναίκα του Λωτ πριν (προλάβει να) φύγει για να μη μεταβληθεί σε στήλη άλατος;
Είδε μια χώρα γενικώς χρεοκοπημένη, δυσλειτουργική, μισοδιαλυμένη, σε ανθρωπιστική κρίση, να κάνει γκελ με την άβυσσο της πλήρους κατάρρευσης. Ένα λαό καταθλιπτικό, παραιτημένο, φοβισμένο, ταπεινωμένο, ηττημένο. Ένα λαό που, έχοντας χάσει την αξιοπρέπεια και την ελπίδα του, επιλέγει να αυτοκτονεί αξιοπρεπώς. Είδε μια χώρα υποτελή, ρημαγμένη, παραμορφωμένη, αγνώριστη, να μετράει τις πληγές της. Και τον εαυτό της (η γυναίκα του Λωτ) «ξένο σώμα» σε μια πατρίδα μετέωρη, ετοιμόρροπη. Γι’ αυτό και φεύγοντας, ψυχικά εξουθενωμένη, θυμήθηκε τα τελευταία λόγια του Γιώργου-Αλέξανδρου Μαγκάκη πριν αποχωρήσει από τη ζωή: «Αυτό που αφήνω πίσω μου, σίγουρα δεν είναι η Ελλάδα μου. Αυτός είναι άλλος τόπος, με ανθρώπους άλλης φυλής». Συνειρμικά, επίσης, αντί για καρτ ποστάλ πήρε μαζί της την εξής σκηνή: Τη γαλανόλευκη να κυματίζει περήφανα στην παρέλαση της μαθητειώσας νεολαίας για την 28ης Οκτωβρίου, ενώ αυτή (η γυναίκα του Λωτ) βρισκόταν – εντελώς συμπτωματικά – απέναντι ακριβώς απ’ το Θέατρο Βρετάνια (Πανεπιστημίου 7) που διαφήμιζε το νέο έργο του Λάκη Λαζόπουλου: «I’m sorry I’m Greek…»

*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός, διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, συγγραφέας και δοκιμιογράφος-κριτικός. Αρθρογραφεί στην εφ. «Τα Νέα» των Αθηνών.