Ήταν πανέμορφη, χαρούμενη, κοινωνική, ντυμένη άψογα, ανάλογα με την περίσταση και τόσο, μα τόσο τρυφερή. Όταν γύριζα απ’ το σχολείο το χαμόγελό της φώτιζε το σπίτι ολόκληρο. Τα πάντα έλαμπαν γύρω της. Λουλούδια παντού, καλόγουστα έπιπλα, ήταν πρώτη σε όλα. Πρώτη στα φαγητά, στα γλυκά, στην επικοινωνία με τους άλλους, λεπτή, αλλά και τόσο δυναμική. Απίστευτα δυνατή, ορμητική μερικές φορές, ναι και ισχυρογνώμων. Γέννημα, θρέμμα Αθηναία!
Χείμαρρος ορμητικός, η περιγραφή του γιού για τη μάνα που λατρεύει, που ήταν η ζωή της ολόκληρη και τώρα βρίσκεται οριστικά και αμετάκλητα στα σκοτάδια της ασθένειας Αλζχάιμερ. «Τη βλέπω καθημερινά, την ταΐζω, με περιμένει, έστω κι αν δεν μπορεί πλέον να επικοινωνήσει μαζί μου» θα πει ο Αντρέας Λάπος, που ζήτησε να πει τη δική του γνωριμία με τη φοβερή ασθένεια του καιρού μας, μήπως μπορέσει και βοηθήσει άλλους.
ΣΟΥ ΚΛΕΒΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΣΟΥ
«Είναι φυσικό ο καθένας να σκέφτεται ότι είναι μόνος σε μια εμπειρία που από τη μια μέρα στην άλλη… βλέπει να του κλέβει η φοβερή αρρώστεια, τον άνθρωπό του. Ένοιωθα να γυρίζω στα δωμάτια και να φωνάζω «μαμά», μήπως και γίνει κάποιο θαύμα και ακούσω ξανά τη μελωδική φωνή της «Ναι, Αντρέα μου, εδώ είμαι παιδί μου».
Πού όμως; Mια σιωπή βαριά, καταθλιπτική, ή, το χειρότερο, ένας εριστικός τόνος, ενός ανθρώπου αγέλαστου, σκυθρωπού, λίγο ή πολύ αγριεμένου, που όλα του φταίνε, πότε γελάει χωρίς λόγο και πότε κλαίει ανεξήγητα. Εκείνη όμως σίγουρα θα πρέπει να ξέρει, εξάλλου υπήρξε τόσο έξυπνη και εφευρετική. Δεν υπήρχε τίποτε που να μη μπορεί να το κάνει. Έβλεπες μια κυρία με όλη τη σημασία της λέξης, ντυμένη άψογα, μοντέρνα, λεπτή υψηλή, χαριτωμένη, και που να φανταστείς ότι πριν λίγες ώρες ήταν στο γιαπί. Ότι και μέχρι τσιμέντο έφτιαχνε, εκεί δίπλα στον πατέρα μου, στο Wellington, όταν έχτιζαν τα φλατς. Ήμουν μικρός, όλα αυτά, όμως, τα θυμάμαι σα να έγιναν χτες».
ΜΙΑ ΣΠΑΝΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
Ο Αντρέας Λάπος, γεννημένος στο Wellington της Ν. Ζηλανδίας, μιλά άπταιστα ελληνικά, και όταν θα ερωτηθεί ‘πού τα έμαθε’, η απάντηση θα έλθει γρήγορη και γεμάτη περηφάνια: «Από τη μητέρα μου. Ήταν η καλύτερη δασκάλα. Το μάθημα μαζί της ήταν κάτι που επιδίωκα και το έβλεπα σαν μια ώρα ψυχαγωγίας. Φοβερά ευρηματική, ήξερε πώς να κρατήσει την προσοχή μου και να με κάνει να αγαπήσω τη γλώσσα. Ήξερα τα πάντα για τη ζωή της. Κρατούσε αρχείο από τα νεανικά της χρόνια στην Αθήνα, όταν για παράδειγμα είχε βγει «Βασίλισσα των Ανθέων» το Μάιο του 1954 στο Λουτράκι, μου μιλούσε για το πατρικό της σπίτι στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, τα ταξίδια του πατέρα της που ήταν μηχανικός πλοίων. Υπήρξε μοντέλο στην Αθήνα, μοσχοαναθρεμένη και όμως ήταν ένας άνθρωπος που προσαρμοζόταν τόσο εύκολα.
Από μια άνετη, ζωή στην Ελλάδα, βρέθηκε να κάνει τις πιο δύσκολες δουλειές στην Αυστραλία, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί, αλλά το αντίθετο να λέει ότι «οι δυσκολίες σε κάνουν να δοκιμάζεις τις αντοχές σου και σε κάνουν πιο δυνατό. Έβλεπε φως εκεί που οι άλλοι έβλεπαν σκοτάδι. Τη θυμάμαι ν’ ανοίγει την πόρτα του σπιτιού, αμέσως μετά από μια εξοντωτική μέρα στη δουλειά και να χαμογελά, σε όποιον χτυπούσε την πόρτα και ζητούσε βοήθεια, κάποια εξυπηρέτηση ή απλά συντροφιά. Ήταν ο πιο κοινωνικός άνθρωπος που γνώρισα στη ζωή μου».
Σιωπώ γιατί τί να πεις σ’ έναν νέο άνθρωπο που λάτρεψε τη μάνα του και μετά την είδε να καταρρέει, χωρίς καμία προειδοποίηση. Ακόμη και το «τι έγινε μετά», ακούγεται σκληρό. Δεν χρειάζεται όμως γιατί, θα συμπληρώσει ο ίδιος χωρίς καθυστέρηση, τα μικρά κενά της δικής μου σιωπής.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ
«Το 2006, σε ηλικία 72 χρόνων, η μητέρα μου παρουσίασε τα πρώτα σημάδια, ότι κάτι είχε αλλάξει στην προσωπικότητά της. Ξεχνούσε και επαναλάμβανε τα ίδια πράγματα, πάθαινε απότομες ψυχικές μεταπτώσεις, είχε γίνει ευερέθιστη. Πήγε μόνη της στο γιατρό, εκείνος ως φαίνεται, της είπε ότι ήταν στα πρώτα στάδια του Αλζχάιμερ, η ίδια όμως θεώρησε καλό να μου το αποκρύψει. Θεωρώ ότι ήταν λάθος μου που δεν το έψαξα περισσότερο. Γι’ αυτό, έχω ανοίξει σήμερα διάπλατα την πόρτα του σπιτιού μου και καλώ όλους να δούνε ότι αν είχα πράξει στην αρχή διαφορετικά ίσως η εξέλιξη να ήταν λίγο διαφορετική. Παίζει ρόλο, είπε ο γιατρός, να γνωρίζουν οι άνθρωποι του άμεσου περιβάλλοντος, όσο το δυνατόν νωρίτερα.
Στα δύο χρόνια που μείναμε μαζί, (το 2008 έπρεπε να μπει σε ίδρυμα), έζησα κοντά της στιγμές τραγικές, αλλά και υπέρτατης ψυχικής ανάτασης. Έμαθα να ζω με τις αλλαγές που έβλεπα να διαδέχονται η μια την άλλη. Γαλήνευα όταν καταλάβαινα ότι της δίνω υπέρτατη χαρά, απλά και μόνο που ήμουν εκεί. Δεν ήθελε κόσμο, αλλά συνάμα, ρωτούσε ‘γιατί δεν έρχονται πια να τη δουν’. Είχε κλειστεί, εντελώς στον εαυτό της και όταν χτυπούσε η πόρτα, ποτέ δεν την άνοιγε, ακόμη και στα πρώτα στάδια της αρρώστιας της. Αισθανόταν την ανάγκη να κλειστεί, όσο το δυνατόν πιο πολύ στον εαυτό της, να εξαφανιστεί, αν ήταν δυνατόν. Αυτήν την εντύπωση μου έδινε».
ΔΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Ο πατέρας μου έχει πεθάνει, εκείνη όμως. στην ψυχή της, ως φαίνεται, τον ήθελε ζωντανό, γι’ αυτό και όταν την επισκεπτόμουν μερικές φορές με αποκαλούσε με το όνομα του πατέρα μου. Άλλοτε πάλι, πήγαινε πίσω, όταν ήμουν μικρό αγόρι και μου μιλούσε, όπως τότε. Οι στιγμές, βέβαια, που με ένοιωθε όπως είμαι τώρα, ήταν μοναδικές. Τόσο για κείνη, όσο και για μένα. Ήταν σαν να ξεκαθάριζε ξαφνικά το μυαλό της και η καρδιά της γέμιζε τρυφερότητα, ευγνωμοσύνη, αγάπη απέραντη. Τα μάτια της έλαμπαν, το χαμόγελό της γινόταν σχεδόν όπως παλιά, ολόφωτο».
Θέλω να ρωτήσω γιατί μιλά σε παρελθόντα χρόνο, όταν από την αρχή μου είπε ότι πηγαίνει εκεί στο ίδρυμα καθημερινά για να την ταΐσει. Με προφταίνει όμως: «Τώρα, τη βρίσκω κατάκοιτη, με τα μάτια κλειστά. Τις περισσότερες φορές φαίνεται να είναι σε βαθύ λήθαργο. Της μιλώ όμως, τη χαϊδεύω και είμαι σίγουρος ότι το νοιώθει. Αυτό που έχει σημασία είναι να είμαι εκεί ως τον ύστατο αποχαιρετισμό. Πίστεψέ με, οι άρρωστοι, νοιώθουν την παρουσία των αγαπημένων τους. Ας είμαστε εκεί. Ας μάθουμε όσα πιο πολλά μπορούμε γι’ αυτήν την ασθένεια για να μπορούμε να κάνουμε όσο καλύτερη γίνεται τη ζωή των ανθρώπων μας. Την ίδια στιγμή βοηθιόμαστε κι’ εμείς οι ίδιοι».
Αναμφίβολα. Πόσες φορές δεν ακούμε ανθρώπους να λένε «η μητέρα μου έχει γίνει ανυπόφορη. Εκνευρίζεται με το παραμικρό. Δε θέλει να δει άνθρωπο. Έχει αλλάξει. Πού είναι η μάνα που ήξερα;»
Σίγουρα εκεί. Μόνο που δεν έχουμε αντιληφθεί ότι ‘η νόσος του αιώνα’ έχει χτυπήσει την πόρτα μας.
ΝΑ ΣΤΗΡΙΞΩ ΚΑΙ ΝΑ ΣΤΗΡΙΧΤΩ
Ο Αντρέας Λάπος έχει ταχτεί να ρίξει φως σε μια ασθένεια που, όπως θα πει, «έχει μπει απρόσκλητη στα σπίτια τόσων συμπαροίκων μας».
«Θέλω να ενημερώσω, να πω σε όλους εκείνους που έχουν συγγενείς που υποφέρουν από διάφορες μορφές άνοιας η συχνότερη μορφή της οποίας είναι το Αλζχάιμερ, ότι δεν είναι μόνοι και με διάφορα δημοσιεύματα και συγκεντρώσεις να στηρίξω και να στηριχτώ».
Να πούμε ότι ο αριθμός των ανθρώπων με άνοια σε όλον τον κόσμο έχει αυξηθεί κατά 17% την τελευταία τετραετία και αναμένεται να έχει τριπλασιαστεί ως το 2050, σύμφωνα με μία νέα έκθεση.
Το 2030, εκτιμάται, ότι οι πάσχοντες από άνοια σε όλον τον κόσμο θα είναι 76 εκατομμύρια, ενώ το 2050 υπολογίζεται πως θα είναι 135 εκατομμύρια, σύμφωνα με την έκθεση «Τhe Global Impact of Dementia 2013–2050».
Η ραγδαία αύξηση της άνοιας οφείλεται στην δραματική αύξηση των ηλικιωμένων σε παγκόσμια κλίμακα.