Τι ακριβώς είναι το πρόσφατο βιβλίο του Νίκου Χασαπόπουλου (πολιτικού συντάκτη της αθηναϊκής εφημερίδας «Το Βήμα») με τίτλο «Χρυσή Αυγή: η ιστορία, τα πρόσωπα και η αλήθεια» (εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2013); Πέρα απ’ τον αυτοαναφορικό τίτλο του βιβλίου, ο συγγραφέας με το προλογικό του σημείωμα σπεύδει εξαρχής να δώσει περαιτέρω το στίγμα του πονήματός του με τα εξής ερωτήματα: «Τι είναι η Χρυσή Αυγή; Το ερώτημα αυτό απασχολεί πια πολλούς. Ένα κόμμα-κομήτης; Ένα ιδεολογικό κίνημα; Ένα πολιτικό μόρφωμα που μεταλλάσσεται σαν χαμαιλέοντας ανάλογα με τη συγκυρία;». Και ακόμη, στο επιπρόσθετο κι εύλογο ερώτημα του αναγνώστη, σε τι αποσκοπεί ένα τέτοιο βιβλίο, την απάντηση τη δίνει απερίφραστα ο συγγραφέας του ως εξής:
«Πολλά από τα στοιχεία που παραθέτουμε – ομιλίες, διαλέξεις, μπροσούρες, άρθρα από τα περιοδικά της Χρυσής Αυγής – φανερώνουν τις ιδεολογικές και πολιτικές προθέσεις της. Το τελευταίο διάστημα, η Χρυσή Αυγή, μετά την αύξηση του εκλογικού ποσοστού της, προσπαθεί να συγκαλύψει βασικά στοιχεία της πολιτικής της πρότασης και των πιστεύω της. Τα κείμενα ωστόσο που θα διαβάσει ο αναγνώστης σε αυτό το βιβλίο αποδεικνύουν ότι η ναζιστική θεωρία, το αντιδημοκρατικό πολιτικό μοντέλο που προβλέπει την παντοδυναμία του αρχηγού χωρίς πλειοψηφίες και μειοψηφίες, το ρατσιστικό μοντέλο κοινωνίας που στέλνει στον Καιάδα όχι μόνο τους μετανάστες, αλλά ακόμα και τους ανάπηρους, η πίστη στον παγανισμό και το θεό Ήλιο, είναι τα πρότυπα που επί σειρά ετών γαλούχησαν τα μέλη και τα στελέχη της. Και ότι ο κοινοβουλευτικός μανδύας που φόρεσε τα τελευταία χρόνια είναι πολύ στενός για να κρύψει το πραγματικό της πρόσωπο και το χαμαιλεοντισμό της».
Το εν λόγω βιβλίο (των 173 σελίδων) αποτελεί ένα σχετικά σύντομο πλην περιεκτικό χρονικό, υπό μορφή ρεπορτάζ, του φαινομένου της Χρυσής Αυγής (του μοναδικού πολιτικού εκφραστή του ελληνικού εθνικοσοσιαλισμού, όπως αυτοχαρακτηρίζεται μετά το 1986), από τη Μεταπολίτευση κι εντεύθεν (καθώς κατά την περίοδο της αποχουντοποίησης συντελούνται οι ιδεολογικές «ζυμώσεις» και διεργασίες του αρχηγού της Νίκου Μιχαλολιάκου). Δηλαδή, όπως λέει ο συγγραφέας, «Πώς ξεκίνησε; Πώς διαμορφώθηκε; Ποιες είναι οι ιδεολογικές αρχές της; Ποια τα πολιτικά μοντέλα που πρεσβεύει;» κτλ το μόρφωμα της Χρυσής Αυγής.
Το πόνημα του Χασαπόπουλου βασίζεται σε μια πλούσια συγκομιδή αρχειακού υλικού από πρωτότυπα, παλαιότερα και νεότερα, ντοκουμέντα (ομιλίες, διαλέξεις, μπροσούρες, άρθρα απ’ τα περιοδικά της ΧΑ, σκίτσα, εξώφυλλα εντύπων της κτλ) προκειμένου να φωτίσει και τεκμηριώσει αδιάσειστα τις εθνικοσοσιαλιστικές-φιλοναζιστικές καταβολές, τους απώτερους σκοπούς, επιδιώξεις, μεθόδους και την εν γένει φυσιογνωμία-ταυτότητα του κόμματος. Ας σημειωθεί, άλλωστε, ότι κύρια θεματογραφία του επίσημου περιοδικού της – το οποίο μαζί με τις διαλέξεις ενισχύει την ιδεολογική θωράκιση των στελεχών της – είναι η σχεδόν ιδεοληπτική ενασχόληση και προβολή της σχέσης μεταξύ ναζισμού και αρχαιοελληνικού πολιτισμού, με ιδιαίτερη έμφαση στη σπαρτιάτικη φιλοσοφία και τρόπο ζωής (προφανώς εξαιτίας της λακωνικής καταγωγής του αρχηγού της). Επίσης ο δωδεκαθεϊσμός, η ανωτερότητα της λευκής φυλής και η απόρριψη όλων των άλλων φυλών, και το παραληρηματικό ανάθεμα στους Σιωνιστές, οι οποίοι θεωρούνται αποκλειστικά υπαίτιοι για όλα τα κακά που μαστίζουν την ανθρωπότητα. Όλο το προαναφερθέν υλικό στο βιβλίο του Χασαπόπουλου χρησιμοποιείται προκειμένου να ξεσκεπαστεί το προσωπείο, φανερώνοντας το αληθινό φιλοναζιστικό πρόσωπο της Χρυσής Αυγής που τόσο επιμελώς αγωνίζεται να καμουφλάρει, χρησιμοποιώντας ως προπέτασμα τον κοινοβουλευτικό της μανδύα – το μόνο όπλο, άλλωστε, που «νομιμοποιεί» τη συχνά προκλητική, αντικοινωνική και αντισυνταγματική δράση της.
Η εξιστόρηση της γένεσης, άνδρωσης και πορείας της Χρυσής Αυγής, εκτός των προαναφερθέντων πηγών, βασίζεται και σε στοιχεία που καταθέτουν τέως στελέχη της τα οποία για διάφορους λόγους αποσκίρτησαν από το «κίνημα». Γιατί, σύμφωνα με το υπό εξέταση βιβλίο, η Χρυσή Αυγή πρωτοεμφανίστηκε ως κίνημα ιδεών, πριν μετεξελιχθεί σε πολιτικό κίνημα, για να γίνει κανονικό κόμμα. Στο μεταξύ όμως κατάφερε να… διαλυθεί και ανασυγκροτηθεί πλειστάκις πριν καταλήξει στη σημερινή του μορφή. Η αφήγηση της ιστορίας της Χρυσής Αυγής (παρ)ακολουθεί, έχοντας ως μπούσουλα την παράλληλη προσωπική πορεία και πολιτική δράση του αδιαμφισβήτητου αρχηγού της Νίκου Μιχαλολιάκου και τις «μεταμορφώσεις» του, καθώς αυτά τα δύο (το «κίνημα» και ο αρχηγός του) έχουν κοινή διαδρομή και, συνεπώς, συγκλίνουν και ταυτίζονται. Άλλωστε, σύμφωνα με το συγγραφέα, εκτός του ότι η Χρυσή Αυγή είναι ούτως ή άλλως δημιούργημα του αρχηγού της, οι όποιες μεταλλάξεις της ίδιας και του αρχηγού της σ’ ένα και μόνο σκοπό αποβλέπουν και αυτόν εξυπηρετούν: τις πολιτικές φιλοδοξίες κι επιδιώξεις του αρχηγού της, αφού η Χρυσή Αυγή είναι, σύμφωνα με το συγγραφέα, μια καθαρά προσωποπαγής οργάνωση.
Διόλου περίεργο, λοιπόν, που σχεδόν πάγια τακτική του αρχηγού της ήταν να διαμορφώνει τις στρατηγικές του ανάλογα με το ένστικτο της πολιτικής του επιβίωσης. Ενδεικτικό αυτού λ.χ. είναι το γεγονός ότι οι διάφορες συμπλοκές της Χρυσής Αυγής με την Αριστερά παρουσιάζονται κυρίως ως συγκρούσεις συμμοριών και αποδίδονται στις ακραίες ιδεολογίες τους και όχι στην παρακρατική δράση της οργάνωσης. Διότι, από το 1986 που αναδύεται ενισχυμένο από το εσωκομματικό «λίφτινγκ» του, στο «κίνημα» παρεισφρύουν σκληροπυρηνικοί ναζιστές και ρατσιστές που επιδίδονται σε τραμπουκισμούς που ευφημιστικά αποκαλούν «ακτιβιστική δράση». Εξίσου ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι αποσιωπούνται ολοσχερώς οι όποιες χρηματοδοτικές πηγές της οργάνωσης, οι διασυνδέσεις της με τον επιχειρηματικό κόσμο κτλ. Όσον αφορά δε την υπέρμετρη και συχνά αδικαιολόγητη προβολή της Χρυσής Αυγής, αυτή αποδίδεται, απλουστευτικά και αβασάνιστα, σε «καταχρηστική διάθεση ορισμένων δημοσιογράφων να αυξήσουν την τηλεθέαση».
Ενδιαφέροντα επίσης είναι και τα παρατιθέμενα στοιχεία αναφορικά με τα κατά καιρούς πολιτικά «φλερτ» της Χρυσής Αυγής με τη Νέα Δημοκρατία, όπως π.χ. τις «αμφιλεγόμενες μέχρι σήμερα» σχέσεις του Νίκου Μιχαλολιάκου με τους ιθύνοντες των «Κενταύρων» (ομάδες κρούσης της ΝΔ), καθώς και το γεγονός ότι νυν κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Χρυσής Αυγής διετέλεσε συνήγορος του δολοφόνου του Τεμπονέρα, Καλαμπόκα. Επιπλέον, επισημαίνονται τα πολυτάραχα πολιτικά «ειδύλλια» και ο συγχρωτισμός του Γιώργου Καρατζαφέρη (αρχηγού του ΛΑΟΣ και πρώην κυβερνητικού εταίρου) με τη Χρυσή Αυγή, καθώς το 2002 κατέβηκαν από κοινού στις εκλογές για την Υπερνομαρχία Αττικής – με υποφήφιο τον Ηλία Παναγιώταρο –, ενώ το 2006 οι δύο αρχηγοί (Καρατζαφέρης-Μιχαλολιάκος) επέδειξαν λεκτική σύμπνοια για ενδεχόμενη πολιτική συμπόρευση.
Σταδιακά η Χρυσή Αυγή συνειδητοποίησε ότι από περιθωριακό «κίνημα» θα μπορούσε να υποστεί μια ακόμα μετάλλαξη, λειτουργώντας ως κόμμα, πριν γίνει κανονικό κόμμα. Εξού και προχωρεί στη δημιουργία μαζικών μετωπικών οργανώσεων, όπως τη ΝΟΠΟ (Ναζιστική Οργάνωση Παναθηναϊκών Οπαδών), τη Γαλάζια Στρατιά (ομάδα εθνικιστικών οπαδών της ποδοσφαιρικής Εθνικής Ελλάδος, η οποία… ειδικεύεται στο κυνήγι Αλβανών στους δρόμους), αλλά και κάποια τσούρμα ανώριμων νεολαίων τα οποία συγχρωτίζονται με διάφορα heavy rock συγκροτήματα. Τέλος, η Χρυσσή Αυγή στην προσπάθειά της να ολοκληρώσει τα προαπαιτούμενα, προκειμένου να γίνει κανονικό κόμμα όπως και τα υπόλοιπα, οργανώνει και τη νεολαία της μέσα από δραστηριότητες όπως: φεστιβάλ, πάρτι, κατασκηνώσεις, έντυπα, ύμνους, σύμβολα, αλλά και τραμπουκισμούς (που για να είναι politically correct αποκαλούνται «αθλητικές δραστηριότητες»!)
Μετά απ’ την παραπάνω «ακτινογραφία» της χρυσής Αυγής από το Νίκο Χασαπόπουλο (αλλά και το βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά «Η μαύρη βίβλος της Χρυσής Αυγής», εκδ. Πόλις 2012, που προηγήθηκε), δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι δεν γνωρίζει πλέον ποια είναι, τι είναι, τι πρεσβεύει και τι επιδιώκει το εν λόγω κόμμα. Άλλωστε το επίσημο περιοδικό του τελευταίου προσδιόριζε απροκάλυπτα τα μέλη του ως «ναζιστές, παγανιστές, αναρχικούς και εξτρεμιστές», ενώ ο αρχηγός του Νίκος Μιχαλολιάκος δεν χάνει ευκαιρία για να διευκρινίσει: «Όταν το 1993 ο Δόκτωρ Γκαίμπελς παρέδιδε στην πυρά τα συγγράματα του Μαρξ και του Φρόυντ, η ανθρωπότης είχε μια λαμπρή ευκαιρία. Δεν την εκτίμησε και δυστυχώς είτε το θέλουμε είτε όχι θα πληρώση ακριβά τις συνέπειες του μεγάλου της λάθους».
Τέλος, το βιβλίο του Νίκου Χασαπόπουλου, αν μη τι άλλο, έρχεται να επιβεβαιώσει πόσο ισχυρά ιδεολογικά ερείσματα είχε η Χρυσή Αυγή στον πολιτικό χώρο (άλλα κόμματα), τον δημοσιογραφικό αλλά, κυρίως, στο εκλογικό σώμα το οποίο – άγνωστο αν και πόσο ταυτίζεται ιδεολογικά μαζί της ή τη βλέπει ως κόμμα διαμαρτυρίας – κατάφερε να την αναδείξει ως σταθερά τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας.
(Σημ.: Ευχαριστούμε θερμά τις εκδόσεις Λιβάνη για την ευγενική προσφορά του βιβλίου του Νίκου Χασαπόπουλου).