Ο τίτλος του σημερινού άρθρου προέρχεται από απόσπασμα των Απομνημονευμάτων του Στρατηγού Μακρυγιάννη, στα οποία θα αναφερθώ την ερχόμενη εβδομάδα.
Η σκέψη να ασχοληθώ με τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη μου ήρθε από μια αγγελία της αθηναϊκής εφημερίδας Η Καθημερινή, στην έκδοση της 26ης Ιανουαρίου 2014, σύμφωνα με την οποία θα πρόσφερε στους αναγνώστες της το κείμενο του Στρατηγού Μακρυγιάννη, σε δύο τόμους, στην πλήρη και σχολιασμένη έκδοση του Γιάννη Βλαχογιάννη, η οποία κυκλοφόρησε το 1907.
Επέλεξα την πρόταση «Τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί…» ως τίτλο του άρθρου, ως αντιπαράθεση με την απαράδεκτη κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, ενόψει των επικείμενων ευρωεκλογών του Μαΐου, και της επιμονής του Αλέξη Τσίπρα, Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, παράλληλα με τις ευρωεκλογές να γίνουν και εθνικές εκλογές. Και αυτό εν γνώσει του γεγονότος ότι η παρούσα Κυβέρνηση δεν συμπλήρωσε ούτε δύο χρόνια από την τετραετή θητεία της, και ξέροντας πως κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου η χώρα θα βρίσκεται σε κατάσταση κυριολεκτικής ακυβερνησίας.
Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η Ελλάδα, ενόψει των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει.
Ο Α. Τσίπρας προβαίνει σε παρόμοιες δηλώσεις, ενθαρρυμένος από τις δημοσκοπήσεις, που θέτουν το κόμμα του λίγο πιο μπροστά από τη Νέα Δημοκρατία.
Καλά όμως θα κάνει να δει τι γίνεται σε άλλες χώρες, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο (Μεγάλη Βρετανία), όπου το Εργατικό Κόμμα προηγείται στις δημοσκοπήσεις του Συντηρητικού Κόμματος, το οποίο ασκεί εξουσία, και όμως δεν κάνει λόγο για εκλογές, περιμένοντας τη λήξη της θητείας της παρούσας κυβέρνησης. Έτσι ενεργούν τα κόμματα με εθνική συνείδηση, και δεν γίνονται υποχείρια των πολιτικών φιλοδοξιών των ηγετών τους.
Αξίζει εδώ να δούμε την άποψη του Αντώνη Καρακούση, Διευθυντή Σύνταξης και αρθρογράφου της αθηναϊκής εφημερίδας Το Βήμα (24/1/14):
«Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που αντιμετώπισαν ή αντιμετωπίζουν παρόμοια οικονομικά προβλήματα, δεν εκδηλώνεται τέτοιου τύπου εκλογική αδημονία.
Οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν τα σχέδια και τις πολιτικές τους, επικρίνονται γι’ αυτές, οι επαγγελματικές ομάδες κι οργανώσεις μπορεί να αντιδρούν και να κινητοποιούνται, αλλά ο χρόνος που κατά το Σύνταγμα οι κυβερνήσεις έχουν στη διάθεσή τους δεν αμφισβητείται.
Στην Ελλάδα μας ουδέν ολοκληρώνεται, όλα διακόπτονται ή εγκαταλείπονται στη μέση ή ακόμη χειρότερα στα τέλη της προσπάθειας, επειδή οι κυβερνήσεις πέφτουν ή απλούστατα επειδή δεν αντέχουν άλλο να σηκώνουν το πολιτικό κόστος.
Έτσι όμως, αν δηλαδή ένα πρόγραμμα οικονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής δεν ξεδιπλωθεί πλήρως και ολοκληρωμένα ή διακοπεί στο μέσον της εφαρμογής του, προφανώς θα φαντάζει ατελές και αποτυχημένο, όσο εμπνευσμένο κι όσο επαρκές κι αν είναι».
Η ΕΛΛΑΔΑ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ, ΟΧΙ ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΏΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Δυστυχώς, η πόλωση των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα αποτελεί μόνιμο φαινόμενο, και γίνεται εμπόδιο στο πνεύμα συνεργασίας και συναίνεσης σε ζωτικά για τα εθνικά συμφέροντα θέματα.
Τα κόμματα είναι μόνιμα περιχαρακωμένα στα ιδεολογικά τους πιστεύω, και ακόμη χειρότερο, γίνονται άθυρμα στις πρωθυπουργικές φιλοδοξίες των αρχηγών τους. Θα έλεγα των «ηγετών» τους, αλλά ο ηγέτης έχει ως όραμα το γενικό καλό, όχι την ικανοποίηση των προσωπικών φιλοδοξιών του.
Από το σύνδρομο αυτό δεν εξαιρείται ούτε ο νυν Πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, όταν πριν από λίγα χρόνια από τη θέση του ηγέτη του Κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, κατέκρινε την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για ενδοτισμό στις υπαγορεύσεις της Τρόικας, και διακήρυσσε πως ο ίδιος θα προέβαινε σε αναδιαπραγμάτευση των επαχθών όρων των Μνημονίων. Όταν όμως βρέθηκε αντιμέτωπος με την αδήριτη πραγματικότητα, ακολούθησε την πολιτική που τόσο έντονα είχε καταπολεμήσει.
Τώρα ο Α. Τσίπρας ακολουθεί κατά γράμμα την παλιά γραμμή του πολιτικού του αντιπάλου, αφού είχε φέρει τα ποθητά για τον ίδιο αποτελέσματα στις τελευταίες εκλογές. Και ναι μεν οι πολιτικάντηδες ικανοποιούν τις φιλοδοξίες τους, αλλά ο λαός πληρώνει το τίμημα.
Δυστυχώς δεν υπάρχει καμιά ένδειξη μείωσης αυτού του εθνοβόρου διπολισμού σε αυτές τις κρίσιμες για το μέλλον της Ελλάδας περιστάσεις. Παρά τα δεινοπαθήματά του, ο ελληνικός λαός, σε αντίθεση με τους πολιτικούς αρχηγούς, δείχνει μεγαλύτερη ωριμότητα, και τίθεται κατά του διπολισμού.
Πρόσφατη έρευνα έδειξε πως 6 στους 10 πολίτες είναι υπέρ ενός ιστορικού συμβιβασμού μεταξύ της Δεξιάς και της Αριστεράς, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των πολλών, και μεγάλων, προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα.
Ο αρθρογράφος της αθηναϊκής εφημερίδας Έθνος, Παναγιώτης Παναγιώτου, σχολιάζει ως ακολούθως την ωριμότητα αυτήν του ελληνικού λαού:
{…} «Στην ουσία συνειδητοποιείται όλο και περισσότερο όχι μόνο ότι το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται με μονοκομματικές αυτοδυναμίες, αλλά ότι το βάρος της εξόδου από την κρίση δεν μπορεί μόνη της να «σηκώσει» ούτε η Δεξιά, ούτε η Αριστερά, στις παρούσες συνθήκες. Ήδη έχουμε μια εμπειρία. Στην αρχή της κρίσης η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, παρότι αυτοδύναμη, επιχείρησε μόνη της να την αντιμετωπίσει, με όλες τις άλλες τότε πολιτικές δυνάμεις απέναντι, με τα γνωστά αποτελέσματα. Σήμερα πληρώνει το (ακριβό) τίμημα αυτής της επιλογής με τη σταδιακή αποδόμησή του».
{…} Φοβούμεθα ότι οι «κοντόφθαλμες» στρατηγικές θα πληρωθούν ακριβά από τη χώρα, παρότι υπάρχουν πραγματικές προϋποθέσεις για «κοινούς τόπους» και πολλές «διαβαθμίσεις» συνεργασιών… Το «ή αυτοί ή εμείς» θα το πληρώσει η χώρα!», 27/1/14.
Δυστυχώς τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα στερούνται την ωριμότητα και υπευθυνότητα που επιδεικνύουν τα αντίστοιχα κόμματα στην Γερμανία και στην Ιταλία, όπου υπάρχουν κυβερνήσεις συνασπισμού, από κόμματα διαφορετικών ιδεολογιών.
Σε μια τέτοια διευθέτηση οφείλουν να προβούν τα πολιτικά κόμματα της Ελλάδας, όχι μόνο γιατί με τον τρόπο αυτό θα ανυψωθούν στην εκτίμηση του ελληνικού λαού, αλλά γιατί πρωτίστως μια τέτοια συνεργασία αποτελεί εθνική επιταγή.
ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΕΜΕΙΣ, ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΤΟ ΕΓΩ…
Τον Ιούνιο του 2013 η ΔΗΜΑΡ αποφάσισε να αποσύρει τους υπουργούς της από την τρικομματική κυβέρνηση Ν. Δ. – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ.
Απογοήτευση προξένησε σε πολλούς η απόφαση εκείνη του Προέδρου της ΔΗΜΑΡ, Φώτη Κουβέλη, ο οποίος κατά κοινή ομολογία είναι ένας σώφρων, και χαμηλών τόνων, πολιτικός. Προφανώς υπήρξε θύμα κάποιων ακραίων μελών του κόμματός του, τα οποία δεν μπορούν να κάνουν το διαχωρισμό μεταξύ του κομματισμού και του πατριωτισμού.
Προφανές αποτέλεσμα της απόφασης εκείνης της ΔΗΜΑΡ είναι η κατάρρευσή της, όπως σφυγμομετρείται από τρεις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, οι οποίες δείχνουν τα ακόλουθα αποτελέσματα για τις προθέσεις των ψηφοφόρων: 3,2%, 2,5% και 1,6%.
Σύμφωνα με το ισχύον εκλογικό σύστημα, το κάθε κόμμα πρέπει να λάβει τουλάχιστον 3% της ψήφου για να εκλέξει Βουλευτές. Με άλλα λόγια, η ΔΗΜΑΡ κινδυνεύει να μείνει εκτός Κοινοβουλίου, αν δεν βελτιώσει την εκλογική της βάση.
Δεδομένου ότι ενόσω η ΔΗΜΑΡ συμμετείχε στην Κυβέρνηση, οι δημοσκοπήσεις τής έδιναν γύρω στο 6% των ψήφων, η αποχώρησή της προφανώς βρήκε αντιφρονούντες τους πάνω από το 50% των οπαδών της.
Είναι και αυτό μια περαιτέρω ένδειξη πως, αδιακρίτως ιδεολογικών τοποθετήσεων, η πλειονότητα του ελληνικού λαού είναι της γνώμης πως αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι μια συμβατή με τις υπάρχουσες ανάγκες συνεργασία των πολιτικών κομμάτων, χωρίς αυτό να σημαίνει την απεμπόληση των ιδεολογιών τους.
Με άλλα λόγια, αυτό που απαιτούν οι περιστάσεις στην Ελλάδα δεν είναι νέες εκλογές, που θα επιτείνουν τις αντιπαραθέσεις μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, αλλά μια καλή θέληση για συνεργασία, ώστε και ο λαός να αναθαρρήσει πως ναι, υπάρχει η βούληση για συνένωση των δυνάμεων, σε κάθε επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας, όπως έγινε σε παλιές κρίσιμες στιγμές του έθνους.
Και να ηχήσουν στα αυτιά των συμπατριωτών μας τα σοφά λόγια του μεγάλου αγωνιστή της Επανάστασης, του Στρατηγού Μακρυγιάννη:
«Τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί…», καθώς και της άλλης, ανεπανάληπτης ρήσης του: «Είμαστε στο εμείς, και όχι στο εγώ».
Περισσότερα για τον Μακρυγιάννη την ερχόμενη εβδομάδα.