Παρακολούθησα ανελλιπώς, κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, τη διασκεδαστική και σπανίως σοβαρή ώρα «επίκαιρων ερωτήσεων» της κοινοπολιτειακής Βουλής και απογοητεύτηκα οικτρά.

Για όσους δεν γνωρίζουν, η ώρα των «επίκαιρων ερωτήσεων» είναι μία ωριαία αποστροφή από τις εργασίες της Βουλής και της Γερουσίας, κατά τη διάρκεια της οποίας, θεωρητικά, η αξιωματική αντιπολίτευση προσπαθεί, με τη μορφή ερωταπαντήσεων, να «ψέξει» την κυβέρνηση για τα λάθη της και να εκμαιεύσει πληροφορίες για μελλοντικές αποφάσεις και ενέργειες των κυβερνώντων.

Τα σοβαρά κοινοβούλια αξιοποιούν την ευκαιρία να «στριμώξουν» την κυβέρνηση. Τα υπόλοιπα, μεταξύ των οποίων και το αυστραλιανό, χρησιμοποιούν τη συγκεκριμένη ώρα της εργασιακής ημέρας τους για κομματικές αερολογίες.

Απογοητεύτηκα οικτρά, λοιπόν, από την έλλειψη βάθους εκατέρωθεν – από κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Απογοητεύτηκα οικτρά από την έλλειψη –εκατέρωθεν– της δυνατότητας σοβαρής, ουσιαστικής συζήτησης επί των μειζόνων υποθέσεων της χώρας – βλέπε πορεία της εθνικής οικονομίας, ανεργία, σχέσεις με την Ινδονησία, εθνική παιδεία, δημόσια υγεία κ.ά.

Απογοητεύτηκα οικτρά από την έλλειψη πολιτικού πολιτισμού, που υπόσχονται όλα τα πολιτικά κόμματα, αλλά τον θυσιάζουν στην κομματική σκοπιμότητα κάθε φορά που αγορεύουν στο κοινοβούλιο ή εμφανίζονται σε κάποιο τηλεοπτικό παράθυρο.

Ναι, κυβέρνηση και αντιπολίτευση αδυνατούν να κάνουν συζήτηση πέντε λεπτών επί του σοβαρότερου θέματος της επικαιρότητας, χωρίς να καταλήξουν σε προκλήσεις και ύβρεις εναντίον αλλήλων, σε βάρος της ουσίας της συζήτησης. Δεν υπάρχουν, δυστυχώς, ούτε στη μία πλευρά μήτε στην άλλη αγορητές, ομιλητές με κοφτερό, όχι υβριστικό, λόγο να αγορεύσουν επί της ουσίας κάθε θέματος με αξιοπιστία και σοβαρότητα.

Κυβέρνηση και αντιπολίτευση λειτουργούν συγκρουσιακά, προβοκατόρικα. Στόχος κάθε ερώτησης, απάντησης ή παρέμβασης είναι η πρόκληση του πολιτικού αντιπάλου, ακόμη και όταν η ερώτηση ή απάντηση άπτεται του σοβαρότερου προβλήματος της ημέρας.

 Οι κυβερνώντες πάσχουν από οξύ σύνδρομο αναδρομικότητας, συνήθης συμπεριφορά κομμάτων και πολιτικών που δεν έχουν συγκροτημένη πολιτική, δεν έχουν ατζέντα, δεν έχουν όραμα για το μέλλον, ή αρνούνται να ομολογήσουν την αναποτελεσματικότητα της πολιτικής τους.
Πέντε μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας η κυβέρνηση Abbott μεταβιβάζει στις πρώην Εργατικές κυβερνήσεις ακεραία την ευθύνη για κάθε πρόβλημα της χώρας, ενώ διεκδικεί ακέραιο τον έπαινο για κάθε «επιτυχία» της – για παράδειγμα τη μείωση του αριθμού των προσφύγων, παρ’ ότι οι πρώην Εργατικές κυβερνήσεις μεθόδευσαν την εγκατάσταση προσφύγων εκτός των ορίων της Αυστραλίας.

Η αξιωματική αντιπολίτευση πάσχει από οξεία αμνησία και αρνείται να αναλάβει το μέρος των ευθυνών που της αναλογούν, για τους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, το χρέος της χώρας, τον κατακλυσμό της Αυστραλίας από πρόσφυγες κ.ά., κ.ά. Το Εργατικό Κόμμα προσπαθεί, ως αντιπολίτευση, να μας πείσει, ότι μέχρι τον παρελθόντα Σεπτέμβριο –που έγιναν οι εθνικές εκλογές και έχασαν την εξουσία– ζούσαμε σε ένα παράδεισο, που μετεκλογικά άρχισε να καταστρέφει η κυβέρνηση Abbott με την αντιλαϊκή οικονομική και κοινωνική πολιτική της.

Η κυβέρνηση, λοιπόν, αντί να αναλαμβάνει τις ευθύνες για κάθε απόφαση και πράξη της οπισθοδρομεί με καταφανή διάθεση ενοχοποίησης των πολιτικών αντιπάλων της για κάθε πρόβλημα, που προκύπτει. Η «στρουθοκαμηλίζουσα» αξιωματική αντιπολίτευση προσπαθεί να κρύψει το λυχνάρι κάτω από το σκαμνί, εκτιθέμενη περισσότερο στα όμματα των πολιτών.

Σε αυτό το κλίμα το κυβερνητικό έργο περνά ανεξέλεγκτο από το σώμα. Η κυβέρνηση εκτρέπει, σκοπίμως, κάθε συζήτηση επί του έργου της με αιχμηρές προκλήσεις και η αξιωματική αντιπολίτευση ενδίδει στις προκλήσεις, υποβαθμίζοντας το ελεγκτικό έργο της σε ανταλλαγή προπηλακισμών και ύβρεων.

 Αποτέλεσμα; Ο λαός που περιμένει από την εκάστοτε αντιπολίτευση –επειδή γνωρίζει ότι η εκάστοτε κυβέρνηση πάσχει από «αληθοφοβία» – να τον διαφωτίσει, ανακρίνοντας την κυβέρνηση, παραμένει στο σκοτάδι εύκολη λεία των κέντρων πολιτικής προπαγάνδας.

Κρίνοντας από τα πρώτα σημάδια, οδηγούμαι στο συμπέρασμα, ότι τα πολιτικά κόμματα πάσχουν από έλλειψη «προικισμένου», ανθρώπινου δυναμικού για να διαχειριστεί υπεύθυνα τις υποθέσεις της χώρας.

Για να το συγκεκριμενοποιήσω, δεν υπάρχει ένας Howard, ένας Hawke, ένας Costello, ένας Keating, στη νέα γενιά των Αυστραλών πολιτικών, είναι όλοι κάτω του μετρίου και οι «ποιότητές» τους επιβεβαιώνονται καθημερινά από τα έργα και τη συμπεριφορά τους.