Ο Μακρυγιάννης δεν διακρίθηκε μόνο ως γενναίος αγωνιστής κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, και ως ενεργός και σώφρων πολίτης κατά τα πρώτα μεταεπαναστατικά χρόνια. Από τα Απομνημονεύματά του αναδύεται και μια άλλη πτυχή της προσωπικότητάς του: η αγάπη του για την πολιτιστική παράδοση και κληρονομιά της Ελλάδας, όπως διαπιστώνουμε από το ακόλουθο απόσπασμα:
«Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια -φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τά ’χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν […]. Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: «Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε».
Η φράση «γι’ αυτά πολεμήσαμε» δείχνει το εύρος της πατριδολατρίας του Μακρυγιάννη, και του δίνει μιαν απαράμιλλη ηθική, παράλληλα με την αγωνιστική του, υπόσταση.
Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, στο βιβλίο του «Δοκιμές», Πρώτος Τόμος (1936-1947), Ίκαρος 1974, περιλαμβάνει ένα Κεφάλαιο με τίτλο «Ένας Έλληνας – Ο Μακρυγιάννης».
Δίνω κάποια αποσπάσματα από το εν λόγω Κεφάλαιο, από τα οποία βλέπουμε το θαυμασμό που ο Σεφέρης, μια από τις μεγαλύτερες μορφές της νεοελληνικής, αλλά και παγκόσμιας λογοτεχνίας – πήρε το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1963 – έτρεφε για τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη.
Ο Γ. Σεφέρης αναφέρει πως τα χειρόγραφα του Μακρυγιάννη τα ανακάλυψε ο λογοτέχνης Γιάννης Βλαχογιάννης, με τη βοήθεια ενός γιου του Μακρυγιάννη. Σχολιάζοντας τη συμβολή του Γ. Βλαχογιάννη στη διάσωση, και τελικά δημοσίευση, των Απομνημονευμάτων, ο Σεφέρης γράφει τα ακόλουθα:
«Γιατί το γράψιμό του (εννοεί του Μακρυγιάννη) είναι, σχεδόν ολότελα, μια δική του εφεύρεση. Δεκαεφτά μήνες έβαλε ο Βλαχογιάννης για να το ξεδιαλύνει, να το αποκρυπτογραφήσει θά ’πρεπε να πούμε, και να το αντιγράψει. Όταν αντικρίσει κανείς μια σελίδα του πυκνού χειρογράφου καταλαβαίνει αμέσως το γιατί. Φωνητική αποτύπωση της ρουμελιώτικης προφοράς με ιδιότροπα συμπλέγματα γραμμάτων, που μοιάζουν ένα ατέλειωτο αραβούργημα. Πουθενά διακοπή, παράγραφος ή στίξη. Κάποτε μόνο μια κάθετη γραμμή δείχνει ένα σταμάτημα».
Σε άλλο σημείο ο Σεφέρης, σχολιάζοντας το γεγονός ότι ο Μακρυγιάννης ήταν αγράμματος, γράφει:
«Γιατί έτσι όπως μας φανερώνεται ο Μακρυγιάννης, βλέπουμε ολοκάθαρα πως αν και αγράμματος, δεν ήταν διόλου ένας ορεσίβιος ακαλλιέργητος βάρβαρος. Ήταν ακριβώς το εναντίον: ήταν μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του ελληνισμού.
{…}Από το 1926, ως τα σήμερα (εννοεί το 1943) δεν πέρασε μήνας χωρίς να ξαναδιαβάσω λίγες σελίδες τους, δεν πέρασε εβδομάδα χωρίς να συλλογιστώ αυτήν την τόσο ζωντανή έκφραση. Με συντρόφεψαν σε ταξίδια και σε περιπλανήσεις, με φώτισαν ή με παρηγόρησαν σε χαρούμενες και πικρές στιγμές. Στον τόπο μας, όπου είμαστε τόσο σκληρά κάποτε αυτοδίδακτοι, ο Μακρυγιάννης στάθηκε ο πιο ταπεινός αλλά και ο πιο σταθερός διδάσκαλός μου».
Ο ελληνιστής Άγγλος Philip Sherrard, στο βιβλίο του «Δοκίμια για τον Ελληνισμό», Εκδόσεις «Αθήνα», 1971, κλείνει το δοκίμιό του για τον Μακρυγιάννη ως ακολούθως:
«Έτσι έκλεισε η ζωή του απαίδευτου γιου ενός βοσκού που έφτασε στο βαθμό του Στρατηγού, σε έναν από τους πιο κρίσιμους πολέμους της ιστορίας της πατρίδας του. Του άνδρα που για να απομνημειώσει το ηρωικό πνεύμα και τις θυσίες των συμπατριωτών του, καθώς και την καταπρόδοση αυτού του πνεύματος και αυτών των θυσιών, έμαθε γράμματα μοναχός του και έγραψε αυτό που σήμερα αναγνωρίζεται ως το σημαντικότερο ίσως πεζογράφημα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας.
{…}Άνδρες όπως ο Μακρυγιάννης μάς κάνουν εντύπωση, όχι με μια μόνο πλευρά του εαυτού τους – για τις διανοητικές τους ικανότητες ή για το επίπεδο της παιδείας τους ή για την τεχνική τους επιδεξιότητα, ή για το πλήθος των γνώσεών τους. Μας κάνουν εντύπωση με τη συνολική τους παρουσία, με το ιδανικό της πληρότητας που ενσαρκώνουν. Ηρωικός μαχητής, σοφός από ένστικτο, συγγραφέας, οραματιστής, και τελικά μάρτυρας – όλα αυτά: ο Μακρυγιάννης.
{…} Και τέτοια σύμβολα δεν μένουν απλώς εθνικά, παρά γίνονται οικουμενικά, γιατί έχουν τη δύναμη να κεντρίζουν και να πλουτίζουν την καρδιά και το νου του ανθρώπου».
ΟΙ ΖΩΓΡΑΦΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΠΟΥ ΚΟΣΜΟΥΝ ΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
Τις περιγραφές του Αγώνα της Παλιγγενεσίας ο Μακρυγιάννης σκέφθηκε να τις συμπληρώσει με πίνακες για τις διάφορες μάχες. Αφού ο ίδιος δεν τα κατάφερνε με τη ζωγραφική, αποφάσισε να προσλάβει έναν ζωγράφο, ο οποίος θα απέδιδε, παραστατικά, τις περιγραφές από τον Μακρυγιάννη. Ας δούμε τι γράφει ο ίδιος σχετικά με την απόφασή του αυτήν:
«Πήρα ένα ζωγράφο Φράγκο και τον είχα να μου φκιάσει σε εικονογραφίες αυτούς τους πολέμους. Δεν γνώριζα τη γλώσσα του. Έφκιασε δυο-τρεις, δεν ήταν καλές. Τον πλέρωσα κι έφυγε. Αφού έδιωξα αυτόν τον ζωγράφο, έστειλα κι έφεραν από τη Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφο τον έλεγαν. {…} Ήφερε και τα δυο του παιδιά∙ και τους είχα στο σπίτι μου όταν εργάζονταν. Κι αυτό άρχισε από τα 1836 και τελείωσε τα 1839. Έπαιρνα το ζωγράφο και βγαίναμε στους λόφους και τόλεγα: Έτσι είναι εκείνη η θέση, έτσι εκείνη. Αυτός ο πόλεμος έτσι έγινε. Αρχηγός των Ελλήνων εκείνος, των Τούρκων εκείνος…».
Το αποτέλεσμα αυτής της αρμονικής συνεργασίας αγωνιστή και ζωγράφου, που κράτησε κοντά στα τρία χρόνια, ήταν 25 πίνακες, ζωγραφισμένοι με την βυζαντινή τεχνική. Ένας από αυτούς, που παρουσίαζε τον Βαυαρό αντιβασιλέα Άρμανσμπεργκ να ξεριζώνει την καρδιά της Ελλάδας, καταστράφηκε από τους φίλους του Μακρυγιάννη για να τον προστατεύσουν από την οργή των Βαυαρών, οι οποίοι κυβερνούσαν τότε την Ελλάδα, και αντικαταστάθηκε από μια προσωπογραφία του ίδιου.
Στα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη από τις Εκδόσεις Γαλαξία περιλαμβάνονται οι 24 πίνακες, σε μικρό σχήμα όμως, και ασπρόμαυροι.
Από το Απομνημονεύματά του ο Μακρυγιάννης αναδύεται όχι μόνο ως μια από τις μεγάλες μορφές της Επανάστασης, αλλά και ως μια υποδειγματική ηθική και πνευματική προσωπικότητα, που επηρέασε τα μέγιστα την πορεία που θα ακολουθούσε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Η ΞΕΝΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟ ΝΕΟΣΥΣΤΑΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Σημαντικό είναι το μέρος των Απομνημονευμάτων του Στρατηγού Μακρυγιάννη, στο οποίο αναφέρεται στην κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα, αμέσως μετά την άφιξη του ανήλικου Βαυαρού πρίγκιπα Όθωνα τον Ιανουάριο του 1833 (με το παλιό ημερολόγιο), μελλοντικού πρώτου βασιλιά της Ελλάδας.
Δεδομένου ότι ο Όθων ήταν ανήλικος, συνοδευόταν από τρεις Βαυαρούς αντιβασιλείς: τον Armansperg, τον Maurer τον Heideck, καθώς και από πολλούς άλλους Βαυαρούς αξιωματούχους, οι οποίοι ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της Ελλάδας.
Την ίδια περίοδο οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, ανέπτυσσαν μεγάλη δραστηριότητα στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος για την προώθηση των δικών τους συμφερόντων.
Αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας ήταν η δημιουργία τριών αντίστοιχων πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα, του αγγλικού, του γαλλικού και του ρωσικού, και η ανάμειξη των Πρέσβεων των τριών Μεγάλων Δυνάμεων στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας.
Αγανακτισμένος ο Μακρυγιάννης από αυτές τις εξελίξεις, μετά από μια σύντομη αναφορά στη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, γράφει τα ακόλουθα για τις ραδιουργίες τους μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους:
«Ύστερα μας γιομώσατε και φατρίες – Ο Ντώκινς μας θέλει Άγγλους, ο Ρουγάν Γάλλους, ο Κατακάζης Ρούσους. Και δεν αφήσατε κανέναν Έλληνα – πήρε ο καθείς το μερίδιόν του∙ και μας καταντήσατε μπαλαρίνες σας∙ και μας λέτε ανάξιους της λευτεριάς μας, ότι δεν την αιστανόμαστε. Το παιδί όταν γεννιέται, δεν γεννιέται με γνώση. Οι προκομμένοι άνθρωποι το αναστήνουν και το προκόβουν. Τέτοια ηθική είχατε εσείς και προκοπή, τέτοιους καταντήσατε κι εμάς τους δυστυχείς», σελ. 339-340*.
Μέσα από τις σελίδες αυτές των Απομνημονευμάτων διαφαίνεται μια ψυχή που φλέγεται από το δράμα της ελεύθερης από τους Τούρκους, αλλά υποχείριας στις Μεγάλες Δυνάμεις, πατρίδας του, με τη συναίνεση κάποιων Ελλήνων, που πάνω από το καλό του έθνους είχαν θέσει τις δικές τους φιλοδοξίες.
Την ερχόμενη εβδομάδα θα κλείσω τη σειρά αυτή για τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη με την Επανάσταση του 1843 για την καθιέρωση Συντάγματος, στην οποία ο Μακρυγιάννης, με κίνητρο την απεριόριστη αγάπη του για την Ελλάδα, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο.
Σημείωση
*Οι σελίδες αναφέρονται στην έκδοση των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη από τις Εκδόσεις Γαλαξία, Τρίτη Έκδοση, 1971.