Αυτό που ουσιαστικά τονίζει χωρίς περιστροφές ο Νίκος Δήμου στο άρθρο του, που ξεκινήσαμε να συζητάμε την περασμένη εβδομάδα, είναι σαφέστατο: Πρώτον, ότι οι κάτοικοι της Ελλάδας δεν είναι πραγματικοί Έλληνες και, δεύτερον, ότι, συνεπώς, δεν τους αξίζει να ζουν σε μια τόσο πανέμορφη και μοναδική χώρα την οποία απαξιώνουν. Η πρώτη διαπίστωση προκύπτει αβίαστα τόσο από τον ερωτηματικό τίτλο («Πότε θα γίνουμε Έλληνες;) όσο και από τις συνακόλουθες θέσεις-απαντήσεις του αρθρογράφου. Στην πρώτη περίπτωση ο τίτλος υπαινίσσεται σαφώς ότι ουδέποτε υπήρξαμε πραγματικοί «Έλληνες», και σπεύδει να αποδείξει του λόγου του το αληθές επισημαίνοντας: «Ο μύθος της “συνέχειας” και των προγόνων είναι διάτρητος και ύποπτος… Άλλωστε η αξία δεν κληρονομιέται. Δεν είναι καλύτερος ένας άνθρωπος επειδή είχε σπουδαίο παππού. Αλλά δεν αρκεί κάποιος να ζει εδώ και να μιλάει Ελληνικά για να είναι πραγματικός Έλληνας. Πρέπει να σέβεται τον τόπο και τη γλώσσα. Πρέπει δηλαδή να του αξίζει να ζει σε ένα τέτοιο τόπο και να χρησιμοποιεί μια τέτοια γλώσσα».

Η δεύτερη διαπίστωση-θέση του αρθρογράφου αιτιολογείται κατηγορηματικά ως εξής: «Όχι, δεν μας αξίζει μια τέτοια χώρα. […] Βρωμάει αυτή η υπέροχη πατρίδα, από σκουπίδια και διαφθορά, φθόνο και μικροψυχία. Και η μιλιά μας γίνεται όργανο διαστρέβλωσης και διαστροφής». Ωραία ως εδώ. Και δύσκολα μπορεί να αντικρούσει κανείς τις θέσεις και τα επιχειρήματα του πάντα «ψαγμένου» και νουνεχούς κυρίου Δήμου. Το καυτό ερώτημα όμως που εύλογα προκύπτει εδώ είναι το ακόλουθο: Εάν μετά από 193 ολόκληρα χρόνια εθνικής ανεξαρτησίας κι ελεύθερου εθνικού βίου (σχετικά «ελεύθερου» τελοσπάντων…) δεν καταφέραμε να γίνουμε «Έλληνες», τότε τι παθανότητα υπάρχει να το κατορθώσουμε τώρα ή στο μέλλον (σε άλλα 200 χρόνια μήπως;…). Διότι αν και τελειώνει το άρθρο του με ερώτημα («Άραγε θα γίνουμε ποτέ άξιοι της χώρας και της γλώσσας μας;»), όπως και το άρχισε, στην πραγματικότητα πρόκειται για απλό ρητορικό σχήμα. Επειδή προφανώς κι εδώ η απάντηση είναι αρνητική. Διαφορετικά δεν θα ενέκρινε ως μοναδική λύση την αντικατάσταση των «Ελλήνων» με… ξένους (!), όπως και απροκάλυπτα προτείνει: «Φέρτε άλλους, φέρτε Ελβετούς, Σουηδούς, Ιάπωνες, να την διαχειριστούν [την Ελλάδα] και να αναδείξουν τις ομορφιές της».

Πώς όμως ερμηνεύεται αυτό το απέλπιδο συμπέρασμα-κόλαφος (της αναξιότητας των Ελλήνων να είναι… Έλληνες και να κατοικούν στην πατρίδα τους, καθώς και η διαιωνιζόμενη κακοδαιμονία τους) και ποιες ακριβώς είναι οι γενεσιουργές αιτίες αυτού του συμπεράσματος; Ο Δήμου το αποδίδει σε 4 καθοριστικούς παράγοντες: (α) Στην έλλειψη αυτογνωσίας, καθώς, όπως ισχυρίζεται, «Ο έλληνας ζει κυκλοθυμικά – σε μόνιμη έξαρση ή ύφεση. Μια συνέπεια: απόλυτη αδυναμία αυτοκριτικής και αυτογνωσίας. […] Ο έλληνας όταν βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη, αντικρίζει είτε τον Μεγαλέξαντρο, είτε τον Κολοκοτρώνη, είτε (τουλάχιστο) τον Ωνάση. Ποτέ τον Καραγκιόζη… […] Κι όμως, στην πραγματικότητα είναι ο Καραγκιόζης που ονειρεύεται τον εαυτό του σαν Μεγαλέξαντρο. Ο Καραγκιόζης με τα πολλά επαγγέλματα, τα πολλά πρόσωπα, τη μόνιμη πείνα και τη μία τέχνη: της ηθοποιίας» («Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας»).

 (β) Στην συγκεχυμένη και προβληματική εθνική μας ταυτότητα που καθιστά το ζήτημα καθαρά υπαρξιακό. Διότι αν δεν ξέρεις από πού προέρχεσαι, ποιος και τι είσαι, επόμενο είναι να μην ξέρεις και πού ανήκεις, τι θέλεις και πού πας. Παραμένεις αποπροσανατολισμένος και αποτελματωμένος. Πώς αιτιολογεί όμως ο Δήμου το σκεπτικό του; Με τους εξής ισχυρισμούς:
 «Τελικά ποιοι είμαστε; Οι ευρωπαίοι της Ανατολής ή οι ανατολίτες της Ευρώπης; Οι αναπτυγμένοι του νότου ή οι υπανάπτυκτοι του βορρά; Οι (κατ’ ευθείαν) απόγονοι των Αχαιών, ή η πανσπερμία της Βαβυλωνίας; […] Είμαστε ένας λαός χωρίς πρόσωπο. Χωρίς ταυτότητα. Όχι επειδή δεν έχουμε πρόσωπο. Αλλά επειδή δεν τολμάμε να κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Επειδή μας έκαναν να ντρεπόμαστε για το πραγματικό μας πρόσωπο. Τόσο που να φοβόμαστε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Έτσι μάθαμε να παίζουμε διάφορους ρόλους: του “αρχαίου”, του “ευρωπαίου”… […] Πώς να μην έχει πλέγματα κατωτερότητας ένας λαός χωρίς ταυτότητα… Ένας λαός που δεν του επιτρέπουν να είναι αυτός που είναι, παρά τον μετράνε πάντα με άλλα, ξένα μέτρα… […] Άραγε θα βρει ποτέ ο κόσμος αυτός το πρόσωπό του; Ή μήπως το πραγματικό πρόσωπο είναι η αντίφαση;».

 (γ) Στην έλλειψη σωστής παιδείας, καθώς η τελευταία, σύμφωνα με το συγγραφέα, είναι «Μηχανισμός μαζικής βεβιασμένης τροφοδότησης γνώσεων, που τον κινούν αμόρφωτοι, άμουσοι και υπαμοιβόμενοι εκπαιδευτικοί. […] Θυμάμαι πάντα τους καθηγητές, που έτρεμαν όσους μαθητές είχαν μάθει να σκέπτονται» (ό.π.).

 (δ) Στην έλλειψη πολιτισμού: Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε πει ότι «η μεγαλύτερη απόδειξη απουσίας πολιτισμού στην Ελλάδα, είναι η ύπαρξη υπουργείου Πολιτισμού!» Και ο Δήμου συμπληρώνει: «Χίλιες φορές καλύτερη η ωμή εμπορικότητα, με την οποία γίνεται η προώθηση των πνευματικών αξιών στη Δύση – παρά η γλοιώδης κολακεία, η χαμέρπεια και ο φαβοριτισμός που χαρακτηρίζουν την πνευματική μας ζωή. […] Κάλλιο κούλης στην παλιά Κίνα, παρά διανοούμενος στην Ελλάδα» (ό.π.).

Επιμύθιο: Με το άρθρο του, ο Δήμου δεν εξέφρασε απλώς την οργή του. Θέλησε να μας υπενθυμίσει ότι τίποτα απολύτως δεν αλλάζει στο άθλιο Βασίλειο της Δανιμαρκίας. Εξού και ο παλαιότερος καταληκτικός αφορισμός του: «Έλληνας: περίεργη, παράλογη, τραγική στιγμή του ανθρώπου» (ό.π.).

Υ.Γ.: Κρίμα που το παραπάνω εγχειρίδιο εθνικής αυτογνωσίας του Νίκου Δήμου δεν έχει γίνει υποχρεωτικό ανάγνωσμα, τουλάχιστον στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τη στιγμή που μελετάται εμβριθώς στη Γερμανία!…

(Σημ.: Πληροφορούμαι ότι ο κ. Νίκος Δήμου, εξ αφορμής των δύο άρθρων μου στο «Ν.Κ.», παραχωρεί μακροσκελή συνέντευξη στο ελληνικό πρόγραμμα του ραδιοσταθμού 3CR τη Δευτέρα 8.00 μ.μ., μιλώντας εφ’ όλης της ύλης. Όσοι πιστοί…)